Το Πάσχα είναι ξεκάθαρα οι γιορτές του Έλληνα βλαχοπαλίκαρου. Ένα τέτοιο υπήρξα κάποτε κι εγώ, όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας μου, εκτός από πολύ λίγες εξαιρέσεις φυσικά όπως πάντα.
Η Μεγάλη Παρασκευή εκτός από πένθος για όλη τη Χριστιανοσύνη είναι και μία υπόγεια φιέστα για όλους όσους θέλουν να πετάξουν δυναμιτάκια, χειροβομβίδες, ρουκέτες και μολότοφ.
Από την άλλη υπάρχει και η άλλη κάστα που θέλει να το παίξει μούρη στην ωραία του χωριού κι έτσι σαν ηλίθιος δηλώνει εθελοντής κουβαλητής του επιτάφιου. Και στα χωριά ο επιτάφιος είναι…φορτωμένος, όχι αστεία.
Για να μπεις στη συγκεκριμένη κάστα κουβαλητών πρέπει πρώτα να έχεις κάνει παπαδάκι από μικρός. Εγώ σαν παπαδάκι είχα κάνει εξαιρετική καριέρα και είχα γενικά κρατήσει πολύ λαμπάδα στα νιάτα μου για ένα κομμάτι αντίδωρο παραπάνω. Φυσικά για όλα φταίει ο παππούς μου που ήτανε ψάλτης και με είχε πρήξει να κουβαλάω το εξαπτέρυγο με τις ευλογίες του παπά.
Θα έχουμε έξαρση της πανδημίας μετά το Πάσχα;
Όποιος δεν έχει δει τι βάζουνε πάνω στον επιτάφιο στα χωριά τότε δεν ξέρει τι εστί Πάσχα στην επαρχία. Μόνο εγώ έλειπα από εκεί πάνω. Από ογδόντα τόνους λουλούδια, τάματα που ζυγίζουν πιο πολύ από το χρυσάφι του Σκρουτζ, δόντια, αυγά, εικόνες του Χριστού από μόλυβδο, γαρύφαλλα, προσθετικά μέλη, πινιάτες, νταμιτζάνες, μπουκάλες οξυγόνου και ότι άλλο βάλει ο νους σου. Μόνο η παπαδιά δεν καθόταν πάνω να την πάμε βόλτα στο χωριό.
Οι γυναίκες και τα παιδιά κάθονται όλο το πρωινό στην εκκλησία και φορτώνουνε αυτό το μεγαθήριο που εμείς επρόκειτο να ζαλωθούμε στη πλάτη το βράδυ.
Αλλά όμως τα καλύτερα τώρα έρχονται, περίμενε. Είναι όπως όλοι ξέρουμε η πιο σκληρή μέρα της νηστείας για τους Χριστιανούς η Μεγάλη Παρασκευή. Με λίγα λόγια η γιαγιά μου δεν με άφησε να φάω μήτε ελιά. Πολύ αδυναμία και μόνο φραπόγαλο στη κοιλιά με μπόλικα τσιγάρα και μία σοκολάτα στη ζούλα πίσω από ένα θάμνο.
Εγώ όμως εκεί να το παίζω παλικάρι για τη Ρένα, η οποία ήταν ο έρωτας εκείνου του Πάσχα, έτσι για να έχουμε κάτι να κάνουμε και να μην βαριόμαστε. Πολύ τη γούσταρα τη Ρένα…Έλα όμως που είχε γκόμενο στη πόλη και δεν το ήξερα.
Έρχεται λοιπόν η μοιραία νύχτα και μαζευόμαστε στην εκκλησία, με έχει φάει η νηστικομάρα και περιμένουμε και δέκα ώρες μέχρι να τελειώσει η λειτουργία και να πάρουμε τους δρόμους με το τανκς στους ώμους. Έχει ήδη ξεκινήσει να με πιάνει μία ελαφριά ζαλάδα αλλά δεν δίνω σημασία γιατί ονειρεύομαι τη Ρένα να με κοιτάει και να λέει από μέσα της τι παλικάρι είναι αυτό, κοίτα πως σηκώνει τον επιτάφιο, σαν πούπουλο, θα τον παντρευτώ μου φαίνεται.
Αμ δε.
Έρχεται λοιπόν εκείνη η ώρα και πιάνουμε τα ξύλινα χερούλια του επιταφίου και ΦΛΑΠ το πετάμε στους ώμους λες και είναι σακάκι. Στην αρχή μια χαρά ήταν, έλα όμως που έπρεπε να κάνουμε όλο το χωριό με αυτό το πράγμα στη πλάτη μας. Μιλάμε για δρόμο έτσι…είναι μεγάλο το χωριό μου.
Το Πάσχα δεν θα ήταν ίδιο χωρίς την Βαρβάκειο
Και ξεκινάμε τον δικό μας Γολγοθά. Και να που αρχίσανε και τα όργανα, τα βαρέα όπλα, δηλαδή να μας πετάνε και τις γουρούνες στα πόδια, και άντε τώρα εσύ να σηκώσεις επιτάφιο. Αυτό δεν ήταν Μεγάλη Παρασκευή, αυτό ήταν σκέτο Βιετνάμ. Και μετά είναι και οι πορωμένοι Ταλιμπάν πιστοί που παθαίνουν berzerk άμα δούνε στολισμένο φέρετρο και πρέπει σώνει και ντε να περάσουνε καμιά εκατοστή φορές κάτω από τον επιτάφιο, μετά να γλωσσοφιλήσουνε το Χριστό αγκαλιάζοντας τις ξύλινες κολώνες με μανία, να κλάψουν με οδυρμό πάνω από την εικόνα και να μασουλήσουνε και κανά γαρύφαλλο στη πορεία άμα τους κάτσει. Έλα όμως που εμείς αυτό έπρεπε να το κάνουμε έξω από κάθε σπίτι. Πραγματικό μαρτύριο.
Και πες όλα καλά, Μ. Παρασκευή είναι, χαλάλι λες κάπου, αλλά όμως ούτε και η Ρένα ήταν πουθενά τριγύρω να πάρω και κουράγιο. Και με το που φτάνουμε έξω από το σπίτι της, λέω τώρα θα φανεί, όλοι μου οι πόνοι και οι προσπάθειες θα δικαιωθούν, άφαντη η δικιά σου. Πουθενά. Βγήκε όλο το σόι της εκτός από τη Ρένα. Και μένα ο σπόνδυλος μου χώμα, θρύψαλα. Ακόμη έχω αυχενικό.
Και κάπου εκεί ήταν που σφυρίζω σαν γκαστρωμένη οχιά στο παπά που ήταν παλιός μου γνώριμος από το παπαδηλίκι και του λέω εγώ φεύγω, βρείτε άλλον, καλή συνέχεια, πάω να πετάξω κανά δυναμιτάκι να ξεσκάσω το πόνο μου. Και ναι κάπου εκεί παρέδωσα όπλα και τιμή με όλο το χωριό να με κοιτάει με μίσος και να με φτύνει. Τελικά ζαλώθηκε ο παπάς τον επιτάφιο μαζί με τους άλλους παλικαρόβλακες και συνεχίσανε. Εγώ από τότε έγινα φάντασμα, μπουχός και δεν ξαναπάτησα στο χωριό. Η μάνα μου ακόμη το 'χει παράπονο...
Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα; Κανένα. Τη Ρένα ακόμη την ψάχνω.