Ο τρόπος με τον οποίο βάζαμε στον δημόσιο λόγο τα ζητήματα σεξουαλικής βίας και κακοποίησης δεν ήταν και ο καλύτερος. Για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, από όλα τα κακά είδη δημοσίου, λόγου ίσως ήταν και ο χειρότερος. Η υπερβολική εστίαση στο θύμα, και ο εξονυχιστικός έλεγχος για το αν είχε αυτό «πρότερο έντιμο βίο» και όχι ο δράστης, παρουσιάζεται σαν ρεπορτάζ για αποκτηνωμένους καταναλωτές μέχρι να βρεθεί νέο θύμα για να πεταχτεί στην αρένα.
Ωστόσο ακόμα και σε αυτή την πολύ προβληματική προσέγγιση υπήρχε μια στοιχειώδης κόκκινη γραμμή. Τα ανήλικα θύματα έμεναν πάντα εκτός εξίσωσης μιας και δεν υπήρχε ανάγκη να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες. Με αυτή την κόκκινη γραμμή σαν αφετηρία με το ξέσπασμα του ελληνικού #metoo αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε την κατάσταση με ελάχιστα μεγαλύτερη σοβαρότητα και φάνηκε να κάνουμε ένα βήμα προς τα εμπρός. Η χθεσινή τηλεοπτική εμφάνιση του Σάκη Ρουβά μας πήγε πολύ πίσω, πιο πίσω κι από κάτι αλήστου μνήμης τηλεσκουπίδια των 90s που προσπάθησαν να αντιγράψουν τα show του Jerry Springer. To γεγονός ότι σε αυτό το πισωγύρισμα είναι πρωταγωνιστής ένας αστέρας των 90s το κάνει λίγο πιο ειρωνικό και θλιβερά νοσταλγικό.
Επειδή είναι πολυεπίπεδα φάουλ οι δηλώσεις του κάποτε μεγαλύτερου ελληνικού pop icon, ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή για να δούμε γιατί ο Σάκης Ρουβάς, όχι μόνο δεν βοηθάει, που θα έπρεπε ως δημόσιο πρόσωπο, αλλά έκανε και μεγάλη ζημιά.
Από την πρώτη απεικόνιση των τοξικοεξαρτημένων ανθρώπων στις βιντεοκασέτες της δεκαετίας του ‘80 μέχρι σήμερα γίνεται ένας άνισος αγώνας απέναντι στον φόβο, τα στερεότυπα, αλλά και οικονομικά συμφέροντα που συντηρούν αυτή την κατάσταση, ώστε να πάψει αυτή η δαιμονοποίηση των ατόμων που βρίσκονται στα πιο χαμηλά στρώματα αυτής της τροφικής αλυσίδας που λέγεται ναρκωτικά στην Ελλάδα. Ένα πολύ λάθος σύστημα σύστημα απόδοσης που θεωρεί περίπου ισάξιο έγκλημα την κατοχή ναρκωτικών ουσιών λίγο πάνω από αυτό που αυθαίρετα ορίζεται ως προσωπική χρήση με το να σκοτώσει κάποιος τη γυναίκα του εν βρασμώ ψυχής και να περάσουν το ίδιο χρονικό διάστημα σε κάποιο σωφρονιστικό κατάστημα, δεν θέλει και πολύ σκέψη για να καταλάβουμε ότι θέλει ριζική αλλαγή. Η αντιμετώπιση των τοξικοεξαρτημένων ως εγκληματίες μόνο μεγαλώνει το πρόβλημα, τόσο το δικό τους, όσο και την υπόλοιπης κοινωνίας, αυτή που θέλει να νομίζει ότι είναι υγιής, αλλά μόλις ξύσεις το λούστρο της μικροαστικής της ευπρέπειας, γίνεται άμεσα αντιληπτό το πόση δουλειά χρειάζεται και σε αυτή.
Τα τοξικοεξαρτημένα άτομα είναι εγκληματίες επειδή το λέει το γράμμα του νόμου και όχι κάποιο περί δικαίου κοινό αίσθημα. Επίσης τα τοξικοεξαρτημένα άτομα είναι ασθενείς που έχουν ανάγκη από θεραπεία επειδή, όχι μόνο αυτό λέει η ιατρική επιστήμη, αλλά και επειδή αυτό προστάζει ο σύγχρονος κώδικας αξιών που έχει διαμορφωθεί από τις χριστιανικές και ουμανιστικές αξίες που κρατούν ενωμένη την κοινωνία μας σαν συνδετικός ιστός και χάρη σε αυτές παραμένουμε στοιχειωδώς άνθρωποι.
Από την άλλη πλευρά ένας κακοποιητής, και ειδικά παιδιών, δεν καταδικάζεται μόνο από το νομικό μας σύστημα όταν αυτό αποφανθεί τελεσίδικα ότι είναι ένοχος ως τέτοιος, αλλά και από τον ίδιο αξιακό κώδικα που μας κάνει κοινωνικά όντα και όχι κτήνη. Η διαφορά του νόμιμου από το δίκαιο είναι κάτι που έχουμε διδαχθεί οι μετέχοντες της ελληνικής παιδείας από το λύκειο με την Αντιγόνη, αυτό είναι κάτι που μάλλον θα έπρεπε να θυμάται οποιοσδήποτε έχει δημόσιο λόγο που ακούγεται και επηρεάζει κι αν δεν το θυμάται ας του το θυμίσει κάποιος από το πολυάριθμο ασκέρι πιαριτζίδων και συμβούλων που τον ακολουθεί.
Και επειδή δυστυχώς είμαστε για μία ακόμα φορά στη θέση να εξηγούμε τα αυτονόητα, ένα τοξικοεξαρτημένο άτομο, ακόμα κι αν έχει παραβατική συμπεριφορά και πχ κλέψει για να φάει ή να πάρει τη δόση του επειδή αυτό προστάζει ένα σώμα το οποίο με δυσκολία ελέγχει, είναι λόγω του φαύλου κύκλου της εξ αρχής ποινικοποίησης της υπόστασής του. Με πιο απλά λόγια, αν δεν ήταν τοξικοεξαρτημένος, δεν θα έκλεβε.
Σε αντίθεση με τον κακοποιητή που δρα με καθαρό μυαλό. Δεν υπάρχει κάποια ασθένεια που μυαλού που να προστάζει το σώμα να επιτεθεί σεξουαλικά σε κάποιο παιδί, δεν είναι πάθος που δεν ελέγχεται η παιδεραστία και φυσικά δεν υπάρχει κανενός είδους εξάρτηση από αυτή. Ένας κακοποιητής επιλέγει να δράσει κατα αυτόν τον τρόπο και αυτό είναι που τον κάνει εγκληματία, τόσο απλά.
Ούτε σε ανθρώπινο επίπεδο μπορεί κάποιος να πει ότι συμπάσχει με τον θύτη όπως συμπάσχει με το θύμα σε μια χυδαία διατήρηση ίσων αποστάσεων η οποία τελικά δεν είναι και τόσο ίση. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια απόπειρα διαχωρισμού του καλλιτέχνη από το έργο του με τα όσα προβλήματα μπορεί να έχει κι αυτή η διαδικασία, είναι κάτι πολύ χειρότερο. Είναι επίδειξη δύναμης μιας ελίτ.
Το είδαμε και στην περίπτωση του Epstein, όταν ο κακοποιητής έχει μεγάλη κοινωνική και οικονομική επιφάνεια, η καταδίκη είναι πολύ πιο δύσκολη και αυτό όχι μόνο επειδή μπορεί να πληρώνει τους καλύτερους και τους πιο ακριβούς δικηγόρους, αλλά επειδή έχει τους πιο «ακριβούς» φίλους που δεν θα χάσουν στιγμή από το να δηλώσουν ότι παραμένουν φίλοι τους ό,τι κι αν συμβεί. Είναι εντελώς ακατανόητο με όρους ενστίκτων αυτοσυντήρησης και επιβίωσης το γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά συμβαίνει.
Ο Σάκης Ρουβάς δεν έχει να φοβηθεί κάτι από το cancel culture, και όσοι νομίζουν ότι μπορούν να κοροϊδεύουν τα «μακαρόνια με κιμά» για να δείξουν το πόσο ελαφρύς είναι, δεν προσφέρουν τίποτα απολύτως στην πορεία προς τα εμπρός. Ο Σάκης Ρουβάς θα έπρεπε να φοβηθεί για το αν το τέλος αυτής της διαδικασίας θα τον βρει στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Όχι μόνο μπορεί να σταματήσει να προκαλεί κακό, αλλά μπορεί και να βοηθήσει.