Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τη Βρετανική Αυτοκρατορία ένα βήμα πριν από πέρασμα στην ιστορία. Μόλις έσβησαν τα φώτα από τις φιέστες και τις δεξιώσεις της νίκης, σε κάποια σημεία της αυτοκρατορίας που δεν έδυε ποτέ ο ήλιος, άναψαν άλλου είδους φώτα, της εθνικής αυτοδιάθεσης και της αποαποικιοποίησης.
Αυτή η αργή διαδικασία αποσύνθεσης ξεκίνησε αμέσως μετά το τέλος του πολέμου από την Ινδία και με ενδιάμεσους σταθμούς που περιλάμβαναν ακόμα και την Κύπρο, ξεθώριασε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 στην Ανατολική Αφρική. Η εξάρτηση από τη μητρόπολη δεν κόπηκε μαχαίρι σε όλες τις περιπτώσεις. Η χαλαρή ή όχι και τόσο χαλαρή σύνδεση με το στέμμα συνεχίστηκε για πολλές χώρες που συνέχισαν να οδηγούν ανάποδα.
Και αν κάποιοι διατηρούσαν ακόμα ελάχιστη ψευδαίσθηση μεγαλείου στη Μεγάλη Βρετανία, ήρθε η υποστολή του Union Jack από το Hong Kong το καλοκαίρι του 1997. Ήταν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο μιας μεγάλης ιδέας που δεν υπήρχε πια. Θεωρητικά η Βασίλισσα ήταν, και είναι, αρχηγός του κράτους για μια σειρά από χώρες, κτήσεις και κτήματα από τον Καναδά, μέχρι τη Νέα Ζηλανδία, αλλά δεν είναι τίποτα άλλο από ένα απλό figurehead, ένα φοκλόρ θεσμικό απομεινάρι χωρών που απολαμβάνουν πλήρους αυτοδιάθεσης. Άρα το θέμα της βασιλείας πέρα από τη Μάγχη και τη θάλασσα της Ιρλανδίας έκλεισε οριστικά; Ναι, αλλά κάποια κεφάλαια της ιστορίας παραμένουν ανοιχτά.
Τα Μπαρμπάντος, κάποτε όταν ήταν η μικρή Αγγλία της Καραϊβικής τα ξέραμε ως Μπαρμπέιντος, ήταν μία ακόμα από τις πολλές κτήσεις που είχαν ως αρχηγό κράτους τη Βασίλισσα, αλλά όχι πια, όχι από χτες. Στον απόηχο της δολοφονίας του George Floyd η πιο σοβαρή συζήτηση που άνοιξε είναι η ειλικρινής αποτίμηση της εποχής της σκλαβιάς και του δουλεμπορίου. Για πάρα πολλά χρόνια ήταν μια βολική αφήγηση να φορτώνονται όλα τα δεινά της σκλαβιάς των Αφρικανών στις νεαρές ΗΠΑ, με αποκορύφωμα φυσικά τον εμφύλιο. Όμως το δουλεμπόριο των Αφρικανών ήταν μια πολύ επικερδή, και συνάμα ντροπιαστική υπόθεση, παλαιότερη των ΗΠΑ.
Η Καραϊβική είναι γεμάτη από νησιωτικά συμπλέγματα τα α οποία κατοικούνται από μαύρους απογόνους σκλάβων. Από την Κούβα μέχρι τη Μαρτινίκη και από τα Μπαρμπάντος μέχρι την Τζαμάικα, η βαριά σκιά της σκλαβιάς συνυπάρχει με τη χαλαρή μενταλιτέ του ρουμιού και της ξένοιαστης ζωής.
Μια χαλαρότητα, της οποία την εύθραυστη εικόνα της ήρθε να θρυμματίσει ο θάνατος του Floyd και η συζήτηση που άνοιξε αμέσως μετά. Ταυτόχρονα η πρωθυπουργός των Μπαρμπάντος, Mia Motley, ανακοίνωσε την πρόθεση της κυβέρνησης για πλήρη ανεξαρτησία από το στέμμα. Ήταν εκείνος ο συμβολισμός που απαιτήθηκε για να κοιτάξουν κατάματα το παρελθόν τους, τόσο πολίτες των Μπαρμπάντος, όσο και οι Βρετανοί που αναγκαστικά θα συμμετείχαν στην ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία.
Τα λόγια του Πρίγκιπα Καρόλου, ο οποίος εκπροσώπησε τη Βασίλισσα στην τελετή, ήταν μια σαφέστατη κριτική στο αποικιακό παρελθόν και το δουλεμπόριο. Ήταν ίσως η πιο αναίμακτη αποχώρηση εθνικής οντότητας από το στέμμα, γιατί δεν είχε άλλωστε κανέναν εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα. Κι αν η απουσία αίματος ήταν μία παραξενιά, το γεγονός ότι δεν έχει ηττημένους αυτή η διαδικασία, είναι η δεύτερη.
Τα Μπαρμπάντος από σήμερα μπορούν να κοιτάξουν με μεγαλύτερη περηφάνια και αυτοπεποίθηση το μέλλον τους. Κόβοντας κάθε τυπικό δεσμό με το στέμμα γίνονται κυρίαρχοι, όχι μόνο του τόπου τους, αλλά και της ιστορίας τους και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Ακόμα και η βράβευση και η απόδοση τιμητικού τίτλου στη Rihanna μπαίνει σε αυτό το πλαίσιο. Μπορεί να έχουμε συνηθίσει τον τίτλο του εθνικού ήρωα να συνοδεύει συνήθως άνδρες που έχουν διακριθεί στο πεδίο των μαχών, άλλα ξέρουμε ότι ένα έθνος δεν οικοδομείται μόνο από το αίμα και τα όπλα, αλλά και από τον πολιτισμό. Ναι, ακόμα και από αυτόν που μοιάζει «ελαφρύς».
Από την άλλη, Μεγάλη Βρετανία έχει να κερδίσει ακόμα περισσότερα από την ανακήρυξη των Μπαρμπάντος σε αβασίλευτη δημοκρατία. Με αφορμή το Brexit ξεκίνησε μια περίοδος, θα λεγαμε εσωστρέφειας. Για πολλοστή φορά τα τελευταία 70 χρόνια, οι Βρετανοί, πρέπει να ορίσουν και πάλι την εθνική τους ταυτότητα και την αποστολή τους ως έθνος. Η αναγνώριση των μελανών σελίδων της ιστορίας τους, όπως τις χαρακτήρισε και ο Πρίγκιπας Κάρολος, δεν είναι μόνο μια ειλικρινής αποτίμηση του παρελθόντος. Είναι και μια ευκαιρία για μια εθνική ψυχοθεραπεία που θα επουλώσει τα συλλογικά τραύματα μιας πληγωμένης εθνικής ταυτότητας.