Το αν πρέπει να γίνονται ή όχι οι παρελάσεις, είναι ένα θέμα που δεν θα μας απασχολήσει σε τούτο εδώ το κείμενο. Ας ασχοληθούν -και ας πλακωθούν- άλλοι με αυτό. Εδώ θα πούμε μόνο το προφανές: ότι μπορεί η παρέλαση να ήταν η μέρα που περίμεναν οι γονείς, οι καθηγητές, οι δήμαρχοι, οι στρατιωτικοί και οι παππούδες, αλλά εμείς σαν μαθητές δεν είχαμε και τις καλύτερες αναμνήσεις από δαύτες. Για πάρα πολλούς λόγους.
Δεν είμαστε υπερβολικοί, παρά το ότι αυτό που συμβολίζει η παρέλαση είναι ιερό και κάποιοι φρόντισαν να τη χλευάσουν πριν λίγα χρόνια στη Νέα Φιλαδέλφεια:
Αρχικά, σου «χαλούσε» την αργία
Γιατί ναι, ήταν αργία για όλο τον υπόλοιπο κόσμο αλλά όχι για τους μαθητές. Έπρεπε να κοιμηθείς -πάλι- νωρίς, να ξυπνήσεις νωρίς, να φτάσεις στο σημείο όπου ξεκινούσαν όλα τα υπόλοιπα σχολεία νωρίς. Να ψάξεις τον γυμναστή και τους υπόλοιπους νυσταγμένους συμμαθητές και γενικά να ξενερώσεις με την ζωή σου που έπρεπε να είσαι παρών σε ένα πράγμα που θα κρατούσε μόλις 15 λεπτά -και που ήξερες πως δεν θα βγει και σωστό στην παρουσίαση.
Το μόνο πραγματικά αστείο ήταν που οι καφετέριες γέμιζαν μετέπειτα από πιτσιρικάδες ντυμένους σαν σερβιτόρους.
Αυτό το άχρηστο βάδην
Εκτός του ότι το «σημειωτόν μαρς» ήταν πιο βαρετό και από τις ομιλίες του Φίλη στη Βουλή, ήταν και παντελώς άχρηστο. Και αυτό, γιατί δεν υπήρχε ούτε ένας μαθητής, που να βάδιζε με τον comme il faut τρόπο που απαιτούσε η περίσταση. Τις περισσότερες φορές σερνόμασταν σαν τα ζόμπι, γιουχάραμε ο ένας τον άλλο για τα ποδοσφαιρικά και ήμασταν έτοιμοι για χαρακίρι.
Αν το καλοσκεφτείς, εμείς οι άντρες δύο φορές κάναμε βήμα στη ζωή μας: η μία ήταν στον στρατό για την ορκωμοσία και η άλλη ήταν στις παρελάσεις του σχολείου. Ναι, οκ, δεν ήταν και το χειρότερο πράγμα που μπορούσε να σου συμβεί. Άλλωστε το practice για την παρέλαση γινόταν στις διδακτικές ώρες, οπότε δεν έμπαινες και στη διαδικασία να κάνεις κοπάνα.Προφανώς και η εικόνα την ημέρα της παρέλασης ήταν το ίδιο απογοητευτική.
Κάθε χρόνο οι ίδιες ιστορίες με την σημαία
Αν το καλοσκεφτείς, ήταν άλλη μία αφορμή για να γίνουν μπίλιες οι αριστούχοι μεταξύ τους. «Γιατί την παίρνει αυτός», «γιατί δεν την σήκωσε ο άλλος», «καλά εγώ πότε θα γίνω σημαιοφόρος;» και άλλα τέτοια εμετικά. Τελικά, οι κοπέλες που δεν την σήκωναν έμπηγαν τα κλάματα, οι πιο φλώροι έβαζαν τον μπαμπά τους να πάρει τηλέφωνο τον Λυκειάρχη και –μερικές φορές- κάποιοι από τους παραστάτες ήλπιζαν να αρρωστήσουν οι σημαιοφόροι για να είναι οι επόμενοι στη σειρά... Ωραία η σημαία, και κανείς δεν λέει το αντίθετο, αλλά όταν συμπεριφέρεσαι σαν ούγκανος χάνεται το νόημα και δεν την τιμάς και με τον τρόπο που θα έπρεπε.
Λίγοι μέχρι σήμερα της έχουν φερθεί με σεβασμό:
Έπεφταν οι απειλές με το τσουβάλι
Είμαστε σίγουροι πως ο καθένας από εμάς έχει ένα τέτοιο παράδειγμα από τα σχολικά του χρόνια. Όπου ένας λυκειάρχης ή καθηγητής με πιτυρίδα, σκόνη από κιμωλία στα μανίκια του σακακιού και ζοριλίκι που θα ζήλευε και ο Bruce Willies, έβγαινε και απειλούσε ότι θα πέσει απουσία, αποβολή, ποινολόγιο και ό,τι τέλος πάντων υπήρχε πρόχειρο, σε όποιον τολμήσει να απουσιάσει από την παρέλαση. Το αποτέλεσμα ήταν πως οι περισσότεροι μαθητές αντιδρούσαν αρνητικά, μόνο και μόνο από τον τρόπο που οι καθηγητές επέλεγαν να «προμοτάρουν» την όλη διαδικασία: υπό καθεστώς φόβου.
Πώς το λες αυτό; Πολύ κακό marketing. Παραδόξως, η πλειοψηφία των μαθητών πάθαινε κάθε 28η και κάθε 25η, γαστρεντερίτιδες, πυρετούς, αμυγδαλές και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους.
Αυτό το σπαστικό «προβλεπέ» ντύσιμο
Πάρε το παπούτσι για παράδειγμα: Έπρεπε να γυαλίζει. Έπρεπε να είναι μαύρο. Έπρεπε να είναι τύπου sebago. Οτιδήποτε άλλο, δεν ήταν αρκετά καλό. Δάσκαλοι, καθηγητές και γυμναστές, έβγαζαν άφτρες αν έβλεπαν μαύρα αθλητικά ή άλλα leisure, με αποτέλεσμα ένας στόλος από μαθητές να ψάχνει παπούτσια. Το ίδιο κόλλημα υπήρχε ασφαλώς με τα άσπρα πουκάμισα, τα μαύρα υφασμάτινα παντελόνια, ενώ οι κακομοίρηδες που είχαν την ατυχία να είναι παραστάτες, έπρεπε να ψάξουν στο εμπόριο ή στην ντουλάπα της μάνας τους και για λευκό γαντάκι.
Δεν καταλάβαμε ποτέ τον λόγο όπου μία φτωχή οικογένεια έπρεπε να σπάσει τον κουμπαρά της, για να αγοράσει ένα άχρηστο σετ που θα φορεθεί μόνο δύο φορές τον χρόνο –εκτός και αν το παιδί δούλευε σερβιτόρος σε ταβέρνα τα Σαββατοκύριακα.
Όλα αυτά, για να αισθανθεί περήφανο το σόι
Αυτή η μάστιγα. Αυτή η «καραβανιά». Αυτό το που να σας πάρει και να σας σηκώσει. Πριν τον καιρό των smartphones και των selfies, πριν τα iPad γίνουν απαραίτητα αξεσουάρ σε τσάντες, είχαμε μία μάνα, έναν πατέρα, μία γιαγιά, έναν γείτονα, να ζητωκραυγάζει και να χαμογελάει, να βγάζει φωτογραφίες με την Kodak και να τσακώνεται με άλλους για το ποιος θα σταθεί πιο μπροστά στο διαχωριστικό σκοινί. Ουκ ολίγες φορές, ανάμεσα στους πιο θερμόαιμους γονείς, όλο και κάποια φάπα θα έπεφτε, όλο και κάποια τρίχα από το μαλλί θα έφευγε, όλο και κάποια μύτη θα άνοιγε. Πάνω απ’ όλα υπερηφάνεια.
Απ' όλα τα παραπάνω βέβαια, συμπεραίνεις το εξής φυσιολογικό. Το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ η παρέλαση. Ήταν πάντα αυτοί που την οργάνωναν.