‘’[…]You feel just fine in this position, and only one thing gives you worry or concern: how will you ever be able to get out of your pipe?’’
C. Baudelaire, «Τεχνητοί παράδεισοι»
Σκεφτόταν τα τελευταία τριάντα χρόνια να πάει για ένα ρημαδιασμένο περίπατο σε μία ακρογυαλιά. Όχι, λάθος, σκεφτόταν τα τελευταία τριάντα χρόνια να φύγει από την Αθήνα, βρισκόταν σε καλό σημείο…όχι, κι αυτή η σκέψη είναι κάπως λάθος, κάπως υπερβολική...
Τι σκεφτόταν όμως στ’ αλήθεια; Δεν σκεφτόταν τίποτα, μόνο η αρτιγέννητη ζέστη υπήρχε κι αυτό το δωμάτιο με τον παλιό λευκό ανεμιστήρα. Ο θόρυβος από τον πεζόδρομο ήταν σταθερά απολαυστικός και οι οιμωγές του γέρου παρκαδόρου που τσακώνεται αενάως με τον γιο του είναι το μόνιμο ηχητικό χαλί ότι μήνας και να είναι. Τώρα απλά έτυχε να είναι Ιούλιος, ένας Ιούλιος της πόλης, χωρίς τζιτζίκια και παφλασμούς κυμάτων, χωρίς μελτέμι – μα που να τολμήσει το μελτέμι να φτάσει μέχρι ετούτα τα σοκάκια; Μάλλον κάποιοι καιροσκόποι που έχουν από καιρό χάσει τον ίσκιο τους φυλάνε τσίλιες στα περίχωρα του άστεως και παγιδεύουν τα γλυκά μελτέμια μέσα σε γυάλινα βάζα και με κάποιο τρόπο τα εκμεταλλεύονται, τα επινοικιάζουν κι αυτά όπως τα σπίτια.
Τι παθαίνεις όμως; Τι σου συμβαίνει; Το κλασικό σύμπτωμα που παθαίνουν όλοι όσοι έχουν καλές αναμνήσεις από τα παιδικά τους χρόνια και ξαφνικά η ενήλικη ζωή τους προσγειώνει στα καρφιά του φακίρη: Δεν ήθελε να γκρεμίσει τη μορφή των αναμνήσεων του, έτσι γινόταν και με το νερό και με την άμμο, την πέτρα και το βράχο.
Είχε περάσει τόσο χρόνο όταν ήταν μικρός στη θάλασσα που τώρα την απεχθανόταν, σάμπως και τον είχε αδικήσει, λες και πήγε να τον πνίξει και να του καταπιεί τα όνειρα.
Έγινε ένας στυγνός αντιρρησίας των θερινών απολαύσεων του απλού αστού. Μα δεν του αρέσειι καν το λογοτεχνικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί οπότε θα το γυρίσει (μάταια) στο δεύτερο γιατί έτσι νιώθει λιγότερες ενοχές για το ποιος έχει γίνει.
Και ξαφνικά θυμάσαι πως η μπανιέρα γέμιζε τόση ώρα και να που το νερό έχει φτάσει στα πολύπριζα και κοντεύεις όντως να συναντήσεις τα είδωλα σου μια ώρα αρχύτερα εκεί πάνω (ή εκεί κάτω, ανάλογα για ποια είδωλα μιλάμε) μιας και πολύ σύντομα πρόκειται να πάθεις ηλεκτροπληξία σοβαρή κι αμετάκλητη.
Βάζει το σκοροφαγωμένο μαγιό, έτσι για να έχει την ακριβή ψευδαίσθηση πως κάνει κάτι και είναι και λίγο επίσημο, λίγο σημαντικό, κάπως σοβαρό και βαρύτιμο.
Στοιβάζει τον φορητό υπολογιστή και τα βιβλία δίπλα στο τραπεζάκι, φοράει γυαλιά ηλίου και λίγο αντιηλιακό γιατί το φως στο μπάνιο είναι δυνατό (σκέφτηκε να το κλείσει αλλά μετά θα χανόταν η αίσθηση του «ήλιου»), ανάβει τσιγάρο και πίνει μία γουλιά καυτού βαρύ και όχι. Πατάει στο τηλέφωνο – το οποίο έχει βάλει μέσα στο νιπτήρα για να κάνει καλό ηχείο - να παίζει ένας ήχος από ηχογραφημένα κύματα θάλασσας και φωνές από λουόμενους.
Γιατί δεν μπορεί να πάει σε μία πραγματική θάλασσα, σε μία ακρογυαλιά; Στην Ελλάδα ζει, δεν ζει στο Νοβοσιμπίρσκ. Ίσως τρέμει τη διαδικασία να μπει στο καταραμένο λεωφορείο, δεν έχει αυτοκίνητο, μπορεί να φοβάται ν’ αντικρύσει τόσα κορμιά δίπλα του να σπαρταράνε σαν λατρεμένες εικόνες από το παρελθόν.
Που βρίσκεται το πρόβλημα; Δεν έχει παρέα να πάει; Είναι μοναχικός τύπος; Φταίνε ίσως εκείνα τα μαυροντυμένα moods που σπάνε και την υπομονή καλόγερου; Δεν μπορεί να προσδιορίσει που κείτεται το πρόβλημα ακριβώς. Ίσως απλά είναι εκείνη η παλαιά αγοραφοβία του σε θερινή version.
Το μόνο σίγουρο είναι πως αισθάνεται άσχημα που δεν μπορεί να βγει έξω. Είχε κάνει το λάθος να πάει μέχρι τη Σόλωνος προχθές να εκτυπώσει κάτι γραπτά αλλά το σκυλομετάνιωσε. Κόντεψε να πάθει ασφυξία, παραλίγο να τον πατήσει αυτοκίνητο δύο φορές. Ίσως να πάσχει από «θεροφοβία». Μα πάλι το γύρισε στο τρίτο πρόσωπο. Κάτι δεν πάει καλά σήμερα. Μπορεί να είναι εκείνο το τετράγωνου του Ουρανού με τον Κρόνο που του είχε πει ο Νίκος στο μπαρ. Οι σκέψεις του είναι ελλειπτικές σαν το χλωμό φεγγάρι του αποπνικτικού αστικού Ιουλίου που μοιάζει με το νύχι του λαγού.
Βρίσκει δικαιολογία το πώς δουλεύει σαν σκυλί. Το Σαββατοκύριακο; Τι απέγινε το Σαββατοκύριακο; Χαθήκανε τα Σαββατοκύριακα; Είσαι πολύ απασχολημένος με την ιδιωτική σου ζωή. Μα στην ουσία δεν έχεις ζωή. Η ζωή σου είναι η δουλειά. Τις υπόλοιπες ώρες τις ημέρας γυρνάς σαν του παπά το σκύλο στα σούπερ μάρκετ για να πάρεις λίγο κλιματιστική αύρα στο πετσί σου, κρυφοκοιτάς μέσα στα πολυκαταστήματα, δήθεν πως θέλεις να αγοράσεις κάτι αλλά στέκεις εκεί γιατί έχει δροσιά και κόσμο, σε κάνει να αισθάνεσαι λιγότερο μόνος, είναι το σύνδρομο της αγέλης που σου χτυπάει κόκκινα.
Τόσα κορμιά μέσα σε αυτό τον λαβύρινθο από σκυρόδεμα αλλά εσύ είσαι πιο μόνος από ποτέ. Δεν παραπονιέσαι όμως. Υπάρχουν χειρότερα πράγματα από την μοναξιά και το ξέρεις καλά.
Ναι, σε έχουν δει που αράζεις δίπλα από τα ψυγεία με τα γαλακτοκομικά και αναδιοργανώνεις το κενό με τα μάτια, δεν χρειάζεται να το αρνείσαι, δεν έχει νόημα. Όλα είναι φανερά κάτω από τον ήλιο αυτό του Θανάτου
Η αλήθεια είναι πως είσαι ανάποδος άνθρωπος, στριμμένος, κακιασμένος, δεν είσαι εύκολος ρε παιδί μου, πάει και τελείωσε - στριμάδι. Γιατί όμως; Τα έχεις όλα, δεν τα έχεις; Τι σου λείπει; Ίσως κάτι βασικό από την καρδιά. Ίσως να μην έχεις καρδιά, να μην μπορείς να αισθανθείς τίποτα. Που την άφησες τη καρδιά σου; Κάπου τη ξέχασες αλλά αδυνατείς να θυμηθείς που. Μπορεί να σου έπεσε σε κάποιο ρείθρο και να τη ρούφηξε το υπόγειο ποτάμι.
Η καρδιά σου κολυμπάει μόνη της στη θάλασσα κι εσύ έμεινες με τη μπανιέρα, κορόιδο. Αλλά στο θέμα μας εμείς…σταμάτα να παρεκκλίνεις διαρκώς είναι ενοχλητικό.
Η μπανιέρα είναι γι’ αυτούς που δεν μπορούν να εκλάβουν εύκολα την ουσία της πραγματικότητας.
Το σχήμα της είναι σαν μήτρα. Οι μπανιέρες αγκαλιάζουν και τα πιο δύσκολα πνεύματα, μπορούν να δεχθούν μέσα τους όλα τα παραστρατημένα τέκνα της ζωής. Ίσως γι’ αυτό οι πιο θεαματικές αυτοκτονίες έχουν γίνει μέσα σε μπανιέρες. Γι’ αυτό η Λαίδη Μπάθορι σκότωνε τις παρθένες της μέσα σε μπανιέρα και μετά τους έπινε το αίμα με το καλαμάκι για να δροσιστεί.
Θέλω να γυρίσω πίσω στη μήτρα, ετούτη η ζωή δεν είναι και πολύ του γούστου μου. Ναι, η μπανιέρα είναι ένας γνήσιος φωλεός για τους πλάνηδες των έξι τοιχίων. Έξι τοίχοι σε περιβάλλουν διαρκώς, έξι.
Όταν φτάνεις στο σημείο να κοιτάς γύρω σου τα καυτά ντουβάρια και πιάνεις το εαυτό σου να τα μετράει για να σιγουρευτεί πως όντως είναι έξι τότε γνωρίζεις πολύ καλά πως είσαι ένας επαγγελματίας του τεχνητού παραδείσου, ένα γνήσιο τέκνο του άστεως.
Η μπανιέρα είναι η κορυφή αυτού του παραδείσου. Εκεί όλα είναι ιερά, όλα κυλάνε αργά και χωρίς κόπο. Μία κοίλη κατασκευή γεμάτη νερό.
Κάνω ένα μακροβούτι μέσα της και προσπαθώ να διατηρήσω την ψυχραιμία μου σε καλά επίπεδα έτσι ώστε να βγει και αυτός ο μήνας, το απόλυτο peak της αστικής μας εντροπίας.