Κανείς δεν υποστήριξε ποτέ ότι το τσίπουρο το αντέχουν όλοι οι άνθρωποι, ακόμα και είναι από τη χώρα μας. Άλλωστε δεν πρόκειται για ένα γλυκό απόσταγμα που το πίνεις για να ξεδιψάσεις ή για να περάσεις την ώρα σου, αλλά για ένα δυνατό αλκοολούχο ρόφημα φτιαγμένο για πότες που το λέει η καρδιά τους. Αν υποθέσουμε πως το κρασί προορίζεται για τους αρχόντους, η ρακή και το τσίπουρο είναι τα αποστάγματα του λαού. Ή αλλιώς το αγαπημένο ποτό του Έλληνα.
Και αυτός αντίστοιχα είναι ο κορυφαίος μεζές του Έλληνα κάθε Καθαρά Δευτέρα.
Ένα ποτηράκι που έχει θέση όχι απλά στον οργανισμό μας, αλλά στην ψυχή κάθε Έλληνα που σέβεται τους μεζέδες του τραπεζιού, αλλά και τη ρεμπέτικη ηχώ που έρχεται να ολοκληρώσει το γλεντζέδικο φόντο μιας ημέρας με καθαρά παρεΐστικο χαρακτήρα.
Αυτό το «αχχχ» με κλειστά, σφιχτά μάτια που εκφέρει κανείς με ανατριχίλα μόλις έχει «κατεβάσει» το σφηνάκι του είναι ίσως το πιο ιδιαίτερο αναφωνητό του ελληνικού λαού. Ένα επιφώνημα απόλαυσης-ανακούφισης-καψίματος που ταξιδεύει μέσα από την καρδιά και βρίσκει με απολαυστικό τρόπο την έξοδο συναντώντας αρχικά τον ουρανίσκο και ύστερα τα στενά «σοκάκια» ανάμεσα στα δόντια μας. Ένας ήχος που έρχεται να δώσει αποθεωτικό φινάλε σε κάθε τσούγκρισμα της παρέας μετά το παραδοσιακό «γεια μας» στο κέντρο του τραπεζιού.
Ο πυρήνας της παρέας
Ποτέ, κανένα άλλο αλκοολούχο ποτό δεν έγινε συνώνυμο της παρέας, όσο το τσίπουρο ή τα παράγωγά του (βλ. ρακή, τσικουδιά, σούμα). Σε κάθε αργία ή γιορτή συνηθίζουμε να περνάμε το χρόνο μας με άτομα που επιθυμεί η καρδιά μας. Τους ανθρώπους, τους συγγενείς μας, τους φίλους μας.
Το τσίπουρο μπορεί να μην πιάνει χώρο στο παραδοσιακό καλεντάρι ωστόσο μοιάζει πλέον σαν αναπόσπαστο κομμάτι μιας παράδοσης που μπήκε από το «παράθυρο» και έγινε λατρεία. Ακόμα και αν δεν το αντέχεις, φτιάχτηκε για να σου δώσει μια ζωντάνια, ένα απότομο χτύπημα στον οργανισμό και ένα συναίσθημα ευθυμίας παρά το γενικότερο «κάψιμο» που βιώνεις κατά την πέψη.
Αυτό το «πιάσε ένα ‘κοσπεντάρ’» είναι βέβαιο ότι έχει λείψει σε όλους τους σκληροπυρηνικούς «μονιμάδες» των κουτουκιών της χώρας την εποχή του κορονοϊού, καθώς δεν είναι απλά ένα ποτό για την έξοδο, αλλά αυτός ο παράγοντας Χ που πολλές φορές ενώνει την παρέα.
Κάθε γουλιά δεν είναι απλή απόλαυση, αλλά μια στιγμιαία βουτιά στα άδυτα της καλύτερης εκδοχής της ψυχής σου. Ένα γεγονός που θες να το μοιράζεσαι με τους αγαπημένους σου ανθρώπους.
Αυτούς που θα τσουγκρίσουν μαζί σου, που θα πιουν στην υγειά σου, και θα το εννοούν.