O John Brady, δημοσιογράφος του Writer’s Digest και κοινωνιολόγος, δεν είχε σε καμία περίπτωση την καριέρα του Larry King. Δεν είχε κάνει σίγουρα την πληθώρα προσώπων που κατείχε ως τρόπαιο ο παρουσιαστής του CNN και το πιο πιθανό είναι ότι κανείς στην Ελλάδα δεν θυμάται έστω και μία συνέντευξή του. Ωστόσο στο βιβλίο του, The Craft of Interviewing, ανάμεσα σε πολλά τα οποία σχολιάζει ως ειδικός, αναφέρει και αυτό. «Την στιγμή που θα καταλάβεις ότι η συζήτηση έγινε συνέντευξη, έχεις κατακτήσει την κουβέντα».
Δεν ξέρω αν ο Larry King είχε ηθελημένα το στυλ που γνωρίσαμε. Ότι, δηλαδή, μπήκε κάποια στιγμή σε ένα μεγάλο τραπέζι σαν εκείνα που συνεδριάζουν τα μεγαλοστελέχη του Τύπου, μαζί με τα μεγάλα κεφάλια του CNN, τους παραγωγούς και τους αρχισυντάκτες της εκπομπής και τους είπε «ακούστε παιδιά, εγώ θέλω να το κάνω έτσι». Ίσως και να έγινε. Ίσως και όχι. Μπορεί δηλαδή να γνώρισε και αντιρρήσεις για το στυλ του. Σημασία έχει ωστόσο πως κατάφερε να το εδραιώσει. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα, για το πρόσωπο το οποίο μιλάμε, το χαρακτηρίζουν ένα ζευγάρι γυαλιά με μεγάλους φακούς μυωπίας, ένα ζευγάρι τιράντες και γραβάτα. Για οποιονδήποτε άλλο, αυτό το στυλ θα μπορούσε να είναι ενός μέσου δημοσίου υπαλλήλου στην Αμερική που εργάζεται σε κάποια υπηρεσία. Για τον Larry King, ήταν η στολή του. Το είναι του. Το σήμα κατατεθέν του. Ήταν η ταυτότητα που διάλεγε να μας δείξει με τον ίδιο τρόπο που το έκανε ο Clark Kent, το alter ego του Superman. Η διαφορά, είναι πως ο Larry King υπήρξε σούπερ ήρωας ως δημοσιογράφος χωρίς να φορέσει κάπα. Και εκτός από αυτό; Ήταν καλός συνομιλητής.
Η σχέση δημοσιογράφου και συνεντευξιαζόμενου είναι μία ιδιαίτερη σχέση. Είναι ιερή. Μπορεί μέσα σε λίγα λεπτά να γίνει τόσο δεμένη σαν να μιλούν παλιοί φίλοι που ξαναβρέθηκαν μαζι, ή να γίνει στάχτη από μία κακή πρόταση, μία λάθος ατάκα, ένα λάθος νεύμα. Είναι πράγματα που τα μαθαίνει ένας δημοσιογράφος. Ο τρόπος που κάθεται, που κοιτάζει, που μαθαίνει να κάνει τις ερωτήσεις. Μαθαίνει πως μπορεί να ρωτήσει το ίδιο πράγμα σε δέκα διαφορετικά πρόσωπα αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Γιατί; Γιατί είναι άλλοι άνθρωποι. Αν το κάνει, θα έχει δέκα διαφορετικά αποτελέσματα. Η τεχνική μιας συνέντευξης υπάγεται σε κανόνες, αλλά η συζήτηση είναι ακόμη πιο δύσκολη. Όταν είσαι φίρμα, τα πράγματα είναι εύκολα από μόνα τους. Γνωρίζεις ότι βρίσκεσαι στο στούντιο με ένα γνωστό δημοσιογράφο, ότι είσαι εξίσου γνωστός και τα πράγματα παίρνουν το δρόμο τους. Είναι μία άτυπη συμφωνία ανάμεσα σε συμμετέχοντες. Το δύσκολο είναι να κερδίσεις τον άλλο.
Για τον Larry King ωστόσο αυτό δεν ήταν ποτέ δεδομένο. Ο King είχε βρει αυτό που λέμε «κοινό σημείο συζήτησης». Είναι το σημείο μηδέν που χρειάζεται κάθε δημοσιογράφος για να του κρατάει τα γκέμια όταν ακόμη και ο ίδιος θεωρεί πως ξεφεύγει. Αυτό το σημείο ο King, δεν το έχασε ποτέ. Δεν το έχασε στα πρώτα του βήματα, δεν το έχασε όταν έγινε διάσημος, δεν το έχασε όταν μεγάλωσε. Σε μία συζήτηση -και αυτό το γνωρίζουμε όλοι- είναι πολύ δύσκολο να μένεις πάντα συγκεντρωμένος και ψύχραιμος με ό,τι και αν ακούσεις. Είμαστε άνθρωποι, το νευρικό μας σύστημα αντιδρά και μαρτυρά το πως νιώθουμε από κινήσεις και ενδεχομένως λέξεις που θα βγάλουμε ασυναίσθητα. Ο Larry King θύμισε σε όλους ότι το ζήτημα είναι η συζήτηση αυτή καθαυτή.
Αυτό που γνωρίζουμε ως άτυπο κανόνα ευγένειας σε μία συζήτηση, που το κάνουμε ασυναίσθητα με κάποιον όταν βγαίνουμε για καφέ, ο King το κατέκτησε. Με ένα τσιγάρο στα χέρια (πριν το κόψει) και με την διάσημη αμφίεση του. Θύμιζε σε όλους, δημοσιογράφους και κοινό, πως η συζήτηση έχει και αυτή την τέχνη της. Για να το διαπιστώσεις, μπορείς αρχικά να παρακολουθήσεις ένα σωρό συνεντεύξεις που γίνονται με λάθος τρόπο για χίλιους δυο λόγους. Επειδή είναι επιθετικές. Επειδή οι συμμετέχοντες γίνονται αγενείς. Επειδή διακωμωδούν πράγματα που δεν πρέπει να διακωμωδήσουν και στερούνται σοβαρότητας όταν αυτό απαιτείται. Κυρίως, επειδή μιλούν περισσότερο και δεν ακούν. Ξέρετε, αυτή ήταν άλλωστε η πατροπαράδοτη δουλειά ενός σωστού δημοσιογράφου. Έκανε τις ερωτήσεις που πίστευε ότι θα έκαναν επίκληση κυρίως στην αυθεντία του κοινού και απλά μετέφερε το μήνυμα αφήνοντας τον κόσμο να διατυπώσει την δική του γνώμη. Πολλοί το έκαναν σωστά. Οι περισσότεροι το έκαναν λάθος. Ο Larry King το έκανε όπως ήθελε εκείνος.
Και για να είμαστε ειλικρινείς, μας είναι πολύ δύσκολο να κάνουμε διάλογο. Όλοι μας. Ξεφεύγουμε, αγριεύουμε, πληγωνόμαστε, προβληματιζόμαστε, παρεξηγιόμαστε μεταξύ μας και όταν όλα αυτά τελειώσουν και έχουμε ηρεμήσει, μπορεί ο καθένας να ξαναέχει βρει τον εαυτό του και να αναφέρεται στο περιστατικό ως ατυχές, αλλά έχει χάσει ήδη. Μάλλον έχουν χάσει όλοι. Κάθε φορά που ξεφεύγεις από μία κουβέντα χάνεις μία ευκαιρία για διάλογο. Μία ευκαιρία για να χρησιμοποιήσεις την γλώσσα με τον τρόπο που θα έπρεπε να χρησιμοποιείται και όχι όπως την έχουμε καταντήσει. Για μένα, ο Larry King την τίμησε. Δεν ξέρω αν ήταν ο καλύτερος δημοσιογράφος της γενιάς του, αλλά ήταν σίγουρα καλός συζητητής. Ήθελες να τον ακούς να μιλάει γιατί ήξερε πότε πρέπει να μιλήσει. Ήθελες να τον ακούς να σχολιάζει, γιατί τις φορές που αποφάσιζε να μιλήσει, επέλεγε πρώτα να σκεφτεί.
Πέρα λοιπόν από όλα εκείνα τα πρόσωπα που πέρασαν, από τις αναρίθμητες συνεντεύξεις και το στούντιο γεμάτο καπνό και ατάκες, ας προτιμήσουμε να κρατήσουμε αυτό εδώ από τον Larry King. Τον ξεχωριστό και ευλογημένο τρόπο που είχε, να μπορεί να ξεκινάει και να τελειώνει μία συζήτηση όπως ακριβώς αυτή πρέπει να υφίσταται. Για να αγαπήσουμε λίγο περισσότερο την αξία του ουσιώδη διαλόγου και να θυμηθούμε πως αν κάποιοι εκεί έξω τον παραδέχτηκαν και τον εξύμνησαν, ήταν για έναν λόγο πολύ πιο απλό από ότι πίστεψαν.
Έκανε απλά, σωστά τη δουλειά του.