Τον έκριναν - οι συμπαίκτες του, το τηλεοπτικό κοινό, ακόμα και οι κριτές - για τα γυαλιά του και τα κιλά του. Για το μπλουζάκι και το πουκάμισό του, για τη Ζοφριά στα Λιόσια, για τη βερμούδα που φόρεσε μετά από ένα στοίχημα. Για τους ανθρώπους που επέλεξε για παρέα μέσα στο παιχνίδι και για το πόσο κοντά ήρθαν («πώς γίνεται να έγιναν τόσο αυτοκόλλητοι μέσα σε λίγες εβδομάδες»;) Για το ότι ίδρωνε και ξε-ίδρωνε, για το ότι τραγουδούσε. Όλοι αυτοί, έκαναν ένα μεγάλο λάθος: σε έναν διαγωνισμό μαγειρικής, πρέπει πρώτα να δεις πώς μαγειρεύει κάποιος, διότι αυτό μετράει στο τέλος της ημέρας.
Ο Βαρθαλίτης μου ήταν συμπαθής από την πρώτη φορά που τον είδα να μπαίνει στην κουζίνα και να διεκδικεί μια ποδιά. Ένα λαϊκό παιδί, που ντύθηκε όπως εκείνος γούσταρε και ένιωθε καλά, που έβαλε τα χρωματιστά του γυαλιά διότι τα θεωρούσε γούρικα, μπήκε να ψάξει την ευκαιρία του. Μου θύμισε Τάσο Ποτσέπη («Αγάπη Μόνο») και γέλασα όταν άκουσα τον Λεωνίδα Κουτσόπουλο να του λέει «μοιάζεις με έναν τύπο που γυρνάει στα κανάλια και φιλάει τα μπράτσα του», αλλά περισσότερο γέλασα όταν ο Βαρθαλίτης του είπε χαμογελώντας πονηρά «δεν τον ξέρω». Μου αρέσουν τα λαϊκά, αυθεντικά παιδιά, που δεν έχουν κόμπλεξ, που είναι όπως είναι και όχι όπως θέλουν οι άλλοι, που υποστηρίζουν τις επιλογές τους και το lifestyle τους και δεν προσπαθούν να παραστήσουν κάτι που δεν είναι. Ακόμα περισσότερο εκτιμώ τους ανθρώπους που έχουν χιούμορ, που αυτοσαρκάζονται και σηκώνουν την πλάκα, που δεν «στραβώνουν» και δεν παρεξηγιούνται για ψύλλου πήδημα, χωρίς όμως να χάνουν την πυξίδα τους και το στόχο τους.
Το «λαϊκό παιδί από τη Ζοφριά στα Άνω Λιόσια», δεν μπήκε στον διαγωνισμό για να πουλήσει μούρη ή να γίνει fashion icon, μπήκε για να μαγειρέψει. Κι όσο μαγείρευε, ξεχώριζε. Κι όσο ξεχώριζε, έβλεπες έναν άνθρωπο με ιδέες, μαγειρική αισθητική, έναν μάγειρα που τολμούσε να πειραματιστεί και να ρισκάρει, που μπορούσε να πάρει υλικά «ευτελή» και να φτιάξει κάτι πράγματικά ξεχωριστό - δεν το λέμε εμείς από την τηλεόραση, το πιστοποίησαν πολλές φορές οι κριτές. Παράλληλα, έβλεπες έναν άνθρωπο που δέθηκε με τρεις συμπαίκτες του, που τους στήριξε αλλά βρήκε και στήριγμα από τον Σταυρή, τον Τζον και το Δημοσθένη, που αντιμετώπισε τις κακοήθειες στο σπίτι με χαμόγελο, που υπέμενε προσβολές και που όποτε στάθηκε απέναντι από την κάμερα για να μιλήσει, σχεδόν πάντα είχε μια καλή κουβέντα για όλους - ακόμα και γι' αυτούς που τον έκραζαν και τον έθαβαν μπροστά του ή πίσω από την πλάτη του. Σαν να προσπαθούσε να τους δικαιολογήσει για την κακία και τη σκατοψυχιά τους.
Ο Βαρθαλίτης ξεχώρισε από την αρχή μέχρι το τέλος του παιχνιδιού. Για τα τραγούδια του, τα πουκάμισά του, τα πειράγματα με τους κριτές, αλλά πάνω απ' όλα για τη μαγειρική του. Κάθε φορά που έχανε σε μια ομαδική που ήταν αρχηγός ή υπαρχηγός, πείσμωνε να βρει τι έφταιξε, να το διορθώσει και να γίνει καλύτερος. Κάθε φορά που κέρδιζε σε μια ατομική δοκιμασία, το «κεφαλοποιούσε» όλο αυτό βάζοντας περισσότερα στοιχεία και τεχνικές στο μαγειρικό του «βιβλίο» - εκεί όπου έγραφε κάθε καινούργιο πράγμα που μάθαινε σε ένα Master Class και το πρόσθετε κάτω από τα περσινά και προπέρσινα «μαθήματα», που είχε καταγράψει στο σκληρό του δίσκο. Προχώρησε ιδρώνοντας και τραγουδώντας για να ξε-αγχωθεί, βοηθώντας όχι μόνο τα φιλαράκια του αλλά όποιον είχε κάποια δυσκολία, χωρίς χτυπήματα κάτω από τη ζώνη και κατινιές, αλλά με το (μαγειρικό) σπαθί του.
Για το bromance του με τον Σταυρή τα έχουμε ξαναπεί.
Και φτάνοντας τελικά μέχρι το τέρμα, όχι από τον »εύκολο» δρόμο όπως ο Σταυρής αλλά από «μπαράζ» με τον Τζον, απέδειξε ότι ήταν ο καλύτερος μάγειρας του διαγωνισμού. Το απόλυτο «30άρι» που χτύπησε στη δεύτερη μέρα του τελικού, η απόλυτη αντιγραφή τεσσάρων απαιτητικών πιάτων και μάλιστα σε έναν τελικό, είναι ένα σκορ που κανείς δεν έχει ξαναπιάσει και ίσως κανένας να μην πλησιάσει στο μέλλον. Κέρδισε έναν άξιο αντίπαλο σε έναν τελικό γεμάτο fair-play και υγιή ανταγωνισμό, θα μοιράσει το χρηματικό έπαθλο όπως θέλει, κυρίως θα απολαύσει ένα βραβείο που του αξίζει όσο σε κανέναν άλλον - όχι μόνο από τον φετινό διαγωνισμό, αλλά και από τον περσινό και τον προπέρσινο: το ζευγάρι του τελικού, ο Σταύρος με τον Σταυρή, είναι πολλά σκαλιά πάνω απ' όσα και όσους έχουμε δει στο Master Chef τα τελευταία χρόνια.
Και ποιος ξέρει; Ίσως πέρα από το «Foodman», το κανάλι που τόσο θέλει να φτιάξει, να μας παρουσιάσει μια μέρα μια γκουρμέ εστιατοράρα στη Ζοφριά στα Άνω Λιόσια και να τρέχουν όλοι οι επώνυμοι, διάσημοι και «χλιδάτοι» να φάνε φαγητά από τα χεράκια του, που να έχουν την υπογραφή του. Ίσως να κάνει τα Λιόσια τη Μέκκα της ελληνικής γαστρονομίας.
Βαρθαλίτης είναι αυτός, ποτέ δεν ξέρεις για τι είναι ικανός...