Είμαι ένας από τους πολλούς. Οι δίσκοι στο σπίτι υπήρχαν πριν από εμένα. Με βρήκαν, δεν τους βρήκα. Στις πρώτες τάξεις του λυκείου απλά άνοιξα το πάνω μέρος μιας ξεχασμένης ντουλάπας και ανακάλυψα έναν θησαυρό. Μουσικό θησαυρό, ή τέλος πάντων, ό,τι είχε απομείνει από αυτόν. Ο δίσκος του Jimi Hendrix με το όνομα Strange Things βρίσκεται από τότε σε ειδική θέση στη συλλογή μου για να μου θυμίζει εκείνο το απόγευμα. Ήταν μία στιγμή από αυτές που καθορίζουν το μέλλον ενός νέου.
Η εισβολή του Jimi Hendrix στην Αγγλία
Το ευχαριστώ στον πατέρα μου ήρθε λίγο αργότερα, όταν μου έδωσε μερικούς δίσκους ακόμα. Στο παρελθόν είχε χιλιάδες. Τους πούλησε για ζήσει με αξιοπρέπεια στο εξωτερικό. Του το κρατάω, αν και καταλαβαίνω πως ήταν μία κίνηση επιβίωσης. «Αν το ήξερα πως θα είχες και εσύ λόξα, δεν θα τους έδινα», μου λέει συχνά, όταν η συζήτηση φτάνει στη μουσική. Και πάντα, όλες τις φορές, εκεί καταλήγει η κουβέντα.
Δεχόμουν μουσικό μπούλινγκ από το δημοτικό. Το «μην ακούς αηδίες» ήταν από τις πρώτες σοβαρές συμβουλές του πατέρα μου αν και ο τρόπος του μου φαινόταν κάπως απότομος. Ο τρόπος που τόνιζε τις λέξεις, το ειρωνικό γέλιο όταν έμπαινε στο δωμάτιο και άκουγε τη μουσική που έπαιζε στα μικρά μου ηχεία, με έκαναν να ντρέπομαι. Τελικά τον ευχαρίστησα και γι’ αυτό πριν από μερικά χρόνια. Γιατί αναφέρω αυτό το περιστατικό, θα αναρωτηθείτε. Οι καλοί τρόποι αλλά και η μουσική παιδεία από το σπίτι ξεκινούν. Στην πορεία απλά εμείς χαράζουμε νέα μονοπάτια στους ήδη περπατημένους από τους δικούς μας ανθρώπους δρόμους.
Αυτό που λέμε «μικρόβιο», καλώς ή κακώς, υπάρχει όταν μιλάμε για μουσική και συλλογή δίσκων. Η μεταφορά του από γενιά σε γενιά είναι σχεδόν βέβαιη. Όπως είπα στην αρχή του κειμένου, είμαι ένας από τους πολλούς. Στα πρώτα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής με ένοιαζε να αγοράζω από ένα δίσκο τη βδομάδα ή και περισσότερους. Το φαγητό, τα κοινόχρηστα, οι λογαριασμοί έρχονταν πάντα σε δεύτερη μοίρα. Το πλήρωσα, από όλες τις απόψεις.
Όταν ξεκινάς να αγοράζεις τους δικούς σου δίσκους, είναι τρομερά δύσκολο να σταματήσεις. Τελευταία αποφεύγω να επισκέπτομαι τα υπόγεια δισκάδικα. Λέω ψέματα στον εαυτό μου πως απλά θα χαζέψω και ίσως αγοράσω μόνο έναν. Ποτέ δεν έχει συμβεί αυτό. Στην πλαστική σακούλα θα μπουν τουλάχιστον τρεις και η τσέπη μου θα ελαφρύνει κατά πολύ. Πλέον προσπαθώ να είμαι πιο επιλεκτικός και να αγοράζω διαδικτυακά. Όσο περίεργο και αν ακούγεται, μέσω της οθόνης μου θα ξοδέψω λιγότερα χρήματα. Υπάρχει φυσικά λογική εξήγηση σε αυτό. Τα δισκάδικα σε γεμίζουν με ευφορία, με παραπάνω οξυγόνο, όπως κάνουν στα καζίνο για να κρατούν όσους τζογάρουν σε εγρήγορση.
Ποτέ δεν σκέφτηκα δύο φορές τα χρήματα που έδωσα για έναν δίσκο. Ακόμα και όταν αυτός δεν ήταν τελικά αυτό που περίμενα να ακούσω ή δεν κάλυπτε τα γούστα μου. Η μουσική κάνει τη ζωή μας ομορφότερη και αν με αυτό τον τρόπο την κάνουμε καλύτερη, ας είναι. Όση έχουν βρεθεί σε παρόμοια θέση, καταλαβαίνουν πολύ καλά τι εννοώ. Η αγορά δίσκων είναι η πιο γλυκιά εξάρτηση.