Υπάρχουν οι «σκληροπυρηνικοί» συνάνθρωποί μας, που νηστεύουν ολόκληρη τη Σαρακοστή. Λίγοι, αλλά καλοί. Δυνατοί. Με ατσάλινη θέληση. Με υπομονή. Με εξασφαλισμένη θέση στον Παράδεισο. Είναι αυτοί που αμέσως μετά την Ανάσταση, θα απολαύσουν πραγματικά την πρώτη επαφή με το κρέας, μέσω της μαγειρίτσας. Είναι επίσης αυτοί, για τους οποίους φτιάχτηκε το έθιμο του να τρώμε μαγειρίτσα το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου: ένας άνθρωπος που έχει 40 ημέρες να φάει κρέας, αν έτρωγε ξαφνικά μπριζόλες και αρνιά και κιμάδες, θα πέρναγε όλο το βράδυ στην τουαλέτα ή στα Επείγοντα. Τέλος, είναι αυτοί στους οποίους αξίζει το καλύτερα κομμάτι αρνί την Κυριακή του Πάσχα. Το κέρδισαν με το σπαθί τους και την αξία τους.
Υπάρχουν οι πιο «μετριοπαθείς πιστοί», οι οποίοι δεν νηστεύουν όλη τη Σαρακοστή, αλλά μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα. Λίγο λόγω πίστης, λίγο λόγω συνήθειας, λίγο λόγω αποτοξίνωσης από το κρέας έστω και για λίγες μέρες, τέλος πάντων το «κρατάνε». Υπάρχουν φυσικά κι αυτοί που δεν νηστεύουν καθόλου, είτε διότι δεν πιστεύουν, είτε διότι δεν γουστάρουν, όπως υπάρχουν και οι κάπως γραφικοί συνάνθρωποί μας που ψήνουν παϊδάκια και προβατίνες τη Μεγάλη Παρασκευή, διότι το θεωρούν κάποιου είδους μαγκιά και με τους οποίους δεν επιθυμώ να ασχοληθώ. Ας μείνουμε λοιπόν στη δεύτερη κατηγορία, όλων αυτών που νηστεύουν μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα. Και που, με τον δικό τους τρόπο, περνάνε ένα μικρό βάσανο.
Θα πει κανείς βέβαια «σιγά το βάσανο να μην φας κρέας για 6 ημέρες». Σωστό και δίκαιο να το πει κανείς, δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, αλλά όπως και να έχει, για έναν άνθρωπο που έχει μάθει να τρώει κρέας 3, 4 ή 5 φορές την εβδομάδα, που έχει βασίσει ολόκληρη τη διατροφική του συνήθεια, την ύπαρξή του την ίδια στα σουβλάκια και τα μπέργκερς, είναι ζόρικα τα πράγματα. Διότι δεν έχουν όλοι τη μαμά τους, να φτιάξει γεμιστά ή μελιτζάνες ιμάμ ή άλλα τέτοια ωραία πράγματα. Ή λιγότερο ωραία πράγματα, όπως σπανακόρυζα, λαχανόρυζα, αρακάδες κλπ.
Άρα ο εργένης που θέλει να νηστέψει και δεν θέλει να παραγγείλει ή δεν βρίσκει να παραγγείλει, τι θα φάει; Θα κάνει μια μακαρονάδα μια μέρα. Άντε και ακόμα μια. Ένα ρύζι; Βάλε κι ένα ρύζι. Πατάτες τηγανητές; Οπωσδήποτε. Και μετά, τι; Μετά το χάος. Μετά πρέπει να ψαχτείς για θαλασσινά, για καλαμαράκια και μύδια και γαρίδες και τέτοιου είδους πράγματα, που όμως, λόγω των ημερών και της καραντίνας και των μαγαζιών που έχουν βάλει λουκέτο (προσωρινό ή μόνιμο, θα δείξει…), δεν είναι τόσο εύκολο να βρεις. Κι ακόμα πιο δύσκολο είναι να τα αγοράσεις και να τα μαγειρέψεις μόνο σου. Διότι δεν γεννηθήκαμε όλοι Κουτσόπουλοι και Κοντιζάδες και Πετρετζίκηδες σ' αυτή τη ζωή.
Οπότε; Οπότε θα πεινάσεις αυτές τις μέρες. Αλλά αυτό είναι το νόημα αυτών των ημερών: όχι να περιδρομιάζουμε τον αγλέουρα, σαν να μην τρέχει τίποτα, αλλά να δείχνουμε εγκράτεια, να φάμε τόσο - όσο, να μην κάνουμε υπερβολές και χλίδες. Ναι, οι καραβίδες και οι αστακοί, είναι επίσης νηστίσιμα, αλλά τι το εγκρατές και ταπεινό και χριστιανικό έχουν οι καραβίδες και οι αστακοί; Τέλος πάντων, όπως νιώθει ο καθένας. Όπως λέγαμε, είναι πιθανόν να πεινάσεις αυτές τις μέρες. Ή αν δεν πεινάσεις, πάντως δεν θα χορτάσεις. Κι αν τύχει να χορτάσεις, δεν θα είναι με πράγματα που κάνουν τον ουρανίσκο σου να χορεύει Μακαρένα από τη χαρά του. Θα φας «υποχρεωτικά» για να γεμίσεις την κοιλιά σου και θα περιμένεις καρτερικά τη μαγειρίτσα και το αρνί. Βέβαια φέτος πιθανότατα για πολλούς δεν θα έχει μαγειρίτσα, αφού δεν έχει βόλτα στο χωριό και μαγειρίτσα της γιαγιάς, ούτε εστιατόριο μετά την Ανάσταση, άρα πάει η μαγειρίτσα. Τουλάχιστον θα έχει αρνί την Κυριακή. Αλλά όχι στη σούβλα, ούτε πετσούλες και μεζέδες, ούτε κοκορέτσια, αλλά στο φούρνο και πολύ είναι.
Με λίγα λόγια, είναι που είναι δύσκολη η Μεγάλη Εβδομάδα και η νηστεία τπό Κ.Σ. (κανονικές συνθήκες), φέτος με την καραντίνα και την απαγόρευση μετακίνησης στο χωριό και το εξοχικό, είναι ακόμα πιο ζόρικη. Και για την κοιλιά μας, αλλά κυρίως για την ψυχολογία και τη διάθεσή μας. Ένας ολόκληρος λαός που εδώ και ένα μήνα «έμαθε» να κάθεται σπίτι και να τρώει μπροστά στην τηλεόραση, αυτή την Εβδομάδα πρέπει να «μαζευτεί» και να νηστέψει. Αλλά εδώ που τα λέμε άλλα κι άλλα μάθαμε αυτό το διάστημα ή ξεχάσαμε. Εδώ θα κολλήσουμε;