Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, είχα βρεθεί στην ομάδα που κέρδισε ένα διαγωνισμό με την καλύτερη αμφίεση αν και δεν ήταν δική μου αυτή που έλαβε τα συγχαρητήρια. Εγώ ήμουν ένας απλός παπάς, ντυμένος στα μαύρα, κρατώντας την Αγία Γραφή στο ένα χέρι και έναν σταυρό στο άλλο. Τώρα αν ήμουν ο πατέρας Κέριν ή ο πατέρας Κάρρας, δεν το έμαθα ποτέ. Σκοπός μας, εμένα και του γαμπρού μου, ήταν να ξορκίσουμε την αδερφή μου η οποία είχε ντυθεί –μάντεψε- Ρίγκαν, το γλυκό κοριτσάκι από τον Εξορκιστή.
Όπως στην ταινία δηλαδή:
Ήταν μια σίγουρη επιλογή καθώς ο πατέρας μου, για κάποιο λόγο, είχε δει την ταινία μαζί της όταν εκείνη βρισκόταν ακόμα σε νεαρή ηλικία. Ούτε το «Τζόκερ» να ήταν. Όπως φαίνεται, η αδερφή μου στιγματίστηκε από την απαγορευμένη όπως εξελίχθηκε για το σπίτι μας βιντεοκασέτα και επέλεξε να μας το αποδείξει πολλά χρόνια αργότερα. Σε αυτό το σημείο, να ευχαριστούμε τον πατέρα μας. Κερδίσαμε αρκετά δολάρια. Τα report από τους διαδικτυακούς μας φίλους στο Facebook δεν τα γλιτώσαμε αλλά, χαλάλι, κερδίσαμε έναν διαγωνισμό στην πραγματική ζωή και απορρίψαμε την λογοκρισία της διαδικτυακής.
Τον επόμενο χρόνο, κάνοντας μια δεύτερη απόπειρα να γεμίσω τις τσέπες μου με δολάρια, ντύθηκα Stripe, από τη γνωστή ταινία «Gremlins». To κόνσεπτ ήταν αρκετά καλό και αφού η μητέρα μου δέχτηκε να γεμίσει το πρόσωπό της με μπογιά και η άλλη μου αδερφή να κάνει τον Κινέζο, θεώρησα πως θα τα καταφέρω. Έκανα λάθος. Η κριτική επιτροπή δεν μας έβαλε καν στην τριάδα των νικητών. «Shame on you» κυρίες και κύριοι της επιτροπής. Έδωσαν την πρώτη θέση στον κύριο Σταρκ και τη γυναίκα του. Το να κερδίζει το μεταλλικό χέρι του Iron Man την εξαιρετική μου πράσινη μάσκα, πόνεσε όπως μια γροθιά ανάμεσα στα μάτια. Έπνιξα τα νεύρα μου και τον καημό μου στο ποτό. Σε αυτά τα πάρτι, δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Οι κιτς διαθέσεις των Αμερικανών σε κάνουν να πίνεις για τα χάλια σου, όπως και με τα δικά τους.
Τρίτη και τελευταία προσπάθεια μέχρι την επόμενη. Μετά την αποτυχία του προηγούμενου χρόνου, αποφάσισα να τα αφήσω όλα στην τύχη, χωρίς καν να είμαι σίγουρος αν αυτή υπάρχει ή όχι. Αυτή τη φορά, θα ντυνόμουν για εμένα και όχι για τα μάτια του κόσμου και φυσικά όχι για τα μάτια της «πληρωμένης» κριτικής επιτροπής που με υποβάθμισε πραξικοπηματικά από την πρώτη στην τέταρτη ή την πέμπτη θέση του διαγωνισμού. Εμπάργκο, λοιπόν, στο πιο ιδιαίτερο και κακόγουστο μπαρ που έχω βρεθεί ποτέ στη «χώρα των ευκαιριών». Δεν είχα να τους αποδείξω τίποτα. Η απόφαση ήταν δύσκολη αλλά απόλυτα σωστή. Θα πήγαινα σε ένα πάρτι της ξαδέρφης μου και απλά θα περνούσα καλά, χωρίς να αισθάνομαι την πίεση του πρωταθλητισμού.
Η αμφίεσή μου ήταν εύκολη στην υλοποίησή της. Καπέλο του «ψαρά», σπασμένο τσιγάρο σε θήκη, κίτρινα γυαλιά, μια απλή ζακέτα, σορτσάκι και ψηλές κάλτσες. Η ελληνική, μη παραισθησιογόνα εκδοχή του Χάντερ Σ. Τόμσον ήταν γεγονός. «Too weird to live, too rare to die» είπα και άνοιξα την πόρτα. Εισέβαλλα στο πάρτι της ξαδέρφης με φόρα, όπως ακριβώς θα έκανε και ο ίδιος ο Τόμσον. Όταν τα μάτια μου περιεργάστηκαν τους ανθρώπους γύρω μου, έκανα μεταβολή, άνοιξα ξανά την πόρτα και βγήκα έξω στο πάρκινγκ. «Mother of God» ξεστόμισα και άναψα ένα τσιγάρο.
Ο ξάδερφός μου, με τον οποίο μοιραζόμαστε την ίδια αγάπη για τον δημοσιογράφο και συγγραφέα, είχε ντυθεί και εκείνος το ίδιο. Η δική μου αμφίεση, ήταν βασισμένη στην ταινία «Fear and Loathing in Las Vegas», με πρωταγωνιστή τον Τζόνι Ντεπ, η δική του, ήταν βασισμένη στην ταινία «Where the Buffalo Roam», με πρωταγωνιστή τον Μπιλ Μάρεϊ. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, παρέμενε το ίδιο. Βγήκα για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά χαμένος. Πληγώθηκα. Από τότε, άρχισε να μειώνεται το ενδιαφέρον μου για το Halloween. Η ζωή δεν έχει πλάκα όταν χάνεις.