Χτυπάει το ξυπνητήρι. Αναβολή. Ήλπιζα σε ένα μικρό σταμάτημα του χρόνου. Μάταια. Τα επόμενα λεπτά, μέχρι να φτάσει ξανά στα αφτιά μου η πιο άσχημη μελωδία του κόσμου, τα πέρασα με τα μάτια ανοιχτά. Η αυπνία μου, είχε δώσει τη θέση της στην ανησυχία. Η μέρα που μεγάλωνε μπροστά μου, ο ήλιος που έπεφτε στα σεντόνια μου, ήταν μία ακόμα υπενθύμιση πως αυτό το πρωινό, δεν θα έμοιαζε με κανένα άλλο. Σηκώνομαι από το κρεβάτι μηχανικά. Ντύνομαι με τον ίδιο τρόπο, σαν ρομπότ με συγκεκριμένες προγραμματισμένες κινήσεις. Η αγορά ενός καφέ και η γρήγορη κατανάλωσή του, είναι και αυτή μια από αυτές. Βάζω τα ακουστικά μου. Σε δέκα ποδαράτα λεπτά, ήμουν απέναντι από το σταθμό του μετρό στον Ευαγγελισμό, στη στάση της Πινακοθήκης. Η ώρα 8:50 και το ερώτημα ήταν ένα: Αγαπητό 550, έχεις ξεκινήσει από την αφετηρία;
Περνούν τα πρώτα δέκα λεπτά και μέσα σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα είχα προλάβει να κάνω το πρώτο μου τσιγάρο, να δω δύο γάτες να βγαίνουν από μια μικρή τρύπα και να τρέχουν πανικόβλητες, αμέτρητα αυτοκίνητα να μοιάζουν σταθμευμένα και σκονισμένα από την ώρα στην κίνηση και μία νεαρή κοπέλα να κοιτάζει το κινητό της. Ήταν ένα τυπικό πρωινό στην Αθήνα. Ηρέμησα κάπως. Ίσως, δεν θα είχε και τόσο κόσμο στο λεωφορείο και αν είχε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα σφήνωνα ανάμεσά τους. Άλλωστε, μόνο δύο άτομα περιμέναμε σε αυτή τη στάση. Ο διάλογος του αριστερού μου ημισφαιρίου με το δεξί, είχε ξεκινήσει. «Άραγε, θα χωρέσουμε και εμείς; ρωτά το πρώτο. «Δεν ξέρω, σε κάθε απεργία επικρατεί χάος στα λίγα ΜΜΜ που λειτουργούν» απαντά το δεύτερο. Τη συζήτηση διέκοψε ένα αέρινο τραγούδι στο ραδιόφωνο.
Τα πόδια μου εξέφρασαν τα πρώτα τους παράπονα. Η τενοντίτιδα στο δεξί γόνατο δεν ήταν με το μέρος μου. Η ώρα είχε πάει 10 και στεκόμουν για κάτι παραπάνω από 60 λεπτά όρθιος, προβληματισμένος και χαμένος στις σκέψεις μου. Ο πίνακας, ψευδόμενος, έλεγε πως σε 11 λεπτά το 550 θα άνοιγε θριαμβευτικά τις πόρτες του μπροστά μας. Δίπλα μου, εκτός από το κορίτσι που από τις 8:50 ήταν εκεί, βρίσκονταν πια τουλάχιστον 25 άτομα. Τα 11 λεπτά έγιναν 30. Οι παλμοί μου είχαν ανέβει. Οι γάτες πέρασαν ξανά και χώθηκαν στην τρύπα τους. Το 550, λαμπρό και ανίκητο, πλησίαζε. Νικήσαμε. Οι πύλες της αιωνιότητας άνοιξαν μπροστά μας. Βγάζω τα ακουστικά μου.
Θυμήσουμε τι είχαμε γράψει για τα ΜΜΜ
Το σταμάτημα του χρόνου που ευχόμουν όταν χτύπησε το ξυπνητήρι, πραγματοποιήθηκε όταν είδα το πρόσωπο μιας γυναίκας ζουλιγμένο στον ώμο μιας άλλης. «Δεν χωράει κανείς» φωνάζει κάποιος. «Ααααα» κραυγάζει μια πονεμένη κυρία μεγάλης ηλικίας, «το γόνατό μου». «Θέλουμε να κατέβουμε, κατεβείτε όσοι είστε στις πόρτες». Οι πιθανότητες να περπατήσει κάποιος στα κύματα της θάλασσας ήταν περισσότερες από το να κατέβει από το 550. Διάφοροι ρατσιστικοί χαρακτηρισμοί έφταναν στα αφτιά μου για τα άτομα άλλης εθνικότητας που προσπάθησαν να πατήσουν το πόδι τους μέσα. «Παίζουν ξύλο, δεν μπορείς να καταλάβεις τι γίνεται αυτή τη στιγμή». Ένας άντρας γύρω στα 35, περιέγραφε σαν άλλος σπορτκάστερ τις επίμαχες φάσεις από το κινητό του τηλέφωνο. Όλοι όσοι περίμεναν στη στάση, μετέφεραν εντελώς συγχρονισμένα την είδηση στο αφεντικό τους: «Θα αργήσω».
Ίσως μια άλλη μέρα, σκέφτηκα και έκανα ένα βήμα πίσω. Κοίταξα γύρω μου. Από τα τουλάχιστον 25 άτομα που περίμεναν, ίσως κατάφεραν να μπουν τα δύο. Μια μέρα, μπορεί και να διαβάσουμε τις μαρτυρίες τους σε κάποιο βιβλίο επιβίωσης. Τους ευχήθηκα καλή τύχη και έκανα μεταβολή. Το κορίτσι που βρισκόταν εκεί από τις 8:50 μαζί με εμένα, τα είχε καταφέρει.