Στις εφτά (και κάτι ψιλά) σεζόν του Game of Thrones, έχουμε δει μπόλικο σεξ σε όλες τις παραλλαγές, τις «ποιότητες» και τις «ποσότητες»: άντρα με γυναίκα, άντρα με άντρα, γυναίκα με γυναίκα, πολλές γυναίκες με έναν άντρα, πολλοί άντρες με μια γυναίκα και ωραία «τρενάκια της χαράς» με χαρούμενες παρέες να βγάζουνε γούστα στο δωμάτιο κάποιου κάστρου.
Γενικά δεν είχαμε παράπονο. Ως τώρα τουλάχιστον. Που η Άρια, αφού έχει ξεπαστρέψει σχεδόν όποιον είχε στη «λίστα του σούπερ - μάρκετ της», αποφάσισε να χάσει την παρθενιά της λίγες ώρες πριν τη μεγάλη μάχη με τους Απέθαντους. Και όπως και να το κάνεις, μια αμηχανία μας έπιασε…
Διάβασε εδώ περισσότερα για τους White Walkers.
Την Άρια δεν τη λες ακριβώς και «sex symbol». Ίσως να μην τη λες καν «γυναίκα» - το φιζίκ της παραπέμπει σε ένα αγοροκόριτσο, που δείχνει σαν να μην μεγαλώνει ποτέ. Καταλαβαίνουμε τις σεναριακές ανησυχίες του κυρίου Μάρτιν, καταλαβαίνουμε ενδεχομένως και τα επιχειρήματα της ίδιας της Άρια προς τους σεναριογράφους: «Tι θα γίνει ρε παιδιά; Σε εφτά σεζόν οι μόνοι που δεν έχουν πηδηχτεί, είναι οι Δεινόλυκοι με τους Γίγαντες. Ο κάθε μπούλης, μπουχέσας, ευνούχος, Άσπιλος, στρέιτ και γκέι έχει κάμει σεξ. Μόνο εγώ θα μείνω παρθένα στη σεναριακή αιωνιότητα;»
Αν τα είπε έτσι ή κάπως έτσι, ένα δίκιο το έχει. Αλλά ο τρόπος, το μέρος, η ατμόσφαιρα, το γυμνό, το φάσωμα γενικότερα, ήταν κάπως. Τόσο «κάπως», που αν βάλεις να ξαναδείς το επεισόδιο, τη συγκεκριμένη σκηνή θα την πηδήξεις - με την καλή έννοια.
Διότι η Άρια έβαλε στο μάτι τον σιδερά, τον νταβραντισμένο οπλουργό. Και με το πρόσχημα «θέλω να μου φτιάξεις ένα σούπερ - ντούπερ - γαμάουα όπλο», τον ξεμονάχιασε στον οντά της. Εκείνος ο καψερός (που μπορεί να υποσήριξε ότι έχει πάει με τρεις, αλλά πιθανότατα και οι τρεις να ήταν από το χωριό και δεν τις ξέρουμε ούτε εμείς, ούτε εκείνος) πήγε να της δώσει το όπλο διότι τον είχε πρήξει και βρέθηκε να απαντάει σε άβολες ερωτήσεις, που κανονικά και οι φίλοι σου να στις κάνουν, ζορίζεσαι να απαντήσεις: «με πόσες έχεις πάει ρε; Μίλα!» Τέλος πάντων κάτι ψέλλισε, κάτι τραύλισε, προσπάθησε να σώσει τα προσχήματα, αλλά αυτό που τον περίμενε δεν το είχαμε δει να έρχεται ούτε εμείς, ούτε αυτός.
Ήταν λοιπόν τόσο άβολη και αμήχανη η στιγμή που τον φιλάει, τον γδύνει και τον ρίχνει στο κρεβάτι, που θα μπορούσε να βελτιωθεί, μόνο με συγκεκριμένου ύφους χωρατά. Π.χ., εφόσον μιλάμε για σιδερά - οπλουργό, να του έλεγε κάτι για το «σάρκινο ξίφος του». Ή ότι την έχει σαν ατσάλι. Ή «σιδεράς ήταν ο μπαμπάς σου;». Ή «το κορίτσι και το αμόνι/ όσο το βαράς φουσκώνει». Κάτι παρόμοιο βρε αδελφέ, λίγο να σπάσει ο πάγος, να γελάσει το χειλάκι μας, να χαλαρώσει και ο σιδεράς. Αλλά όχι. Θέλαμε σκηνή παθιασμένη (και καλά). Θέλαμε γυμνό της Άρια από τα πλάγια. Θέλαμε «γδύσου μόνος σου, δεν είμαι η Μελισάντρε». Που αν ήσουν η Μελισάντρε, μακάρι η σκηνή να κράταγε κανένα τέταρτο, διότι η γυναίκα «και νεκρούς ανασταίνει» κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Αλλά όχι κύριε Μάρτιν μου, εκεί, να δούμε την Άρια ημίγυμνη να φιλιέται και να κάνει σεξ. Λες και δεν έχουμε δει αρκετές αποτρόπαιες σκηνές σε εφτά και κάτι σεζόν, λες και δεν έχει σφιχτεί αρκετά το στομάχι μας ως τώρα, δεν έχουμε νιώσει άβολα και περίεργα τόσες φορές με αυτά που μας έχεις σερβίρει. Έπρεπε να το δούμε κι αυτό - και μάλιστα ένα επεισόδιο πριν ξεκινήσει η μεγάλη μάχη με τους Απέθαντους. Με τι ηθικό θα πάμε στη μάχη; Με τι ψυχολογία; Με τι παραστάσεις και εικόνες;
Κι αν μας «αυτώσουν» οι Απέθαντοι τόσο αμήχανα και άβολα, όπως ο σιδεράς με το βασιλικό αίμα την Άρια, τότε τι κάνουμε;