Τι περιμένει κανείς να συναντήσει στο εστιατόριο της δουλειάς, πέρα από σάντουιτς και τοστ; Κανένα μπιφτέκι με πατάτες τηγανητές, κανένα φιλέτο κοτόπουλο με λαχανικά γι' αυτούς που κάνουν διατροφή, καμιά μακαρονάδα, νηστίσιμα διότι είμεθα και στη Σαρακοστή, καμιά φακή ή φασολάδα για τους μερακλήδες, κανένα παστίτσιο ή μουσακά στο τσακίρ - κέφι, γιουβαρλάκια πάντα καλοδεχούμενα, όπως και οι λαχανοντολμάδες. Τέλος πάντων πολλά και διαφορετικά πράγματα για όλα τα γούστα ή σχεδόν όλα τα γούστα - κι αν δεν σου αρέσει ΤΙΠΟΤΑ απ' όλα αυτά, φέρε τάπερ από το σπίτι με το πιάτο που μαγείρεψες βλέποντας το χθεσινό Master Chef.
Πολλά πράγματα δεν περιμένει κανείς να συναντήσει στο εστιατόριο της δουλειάς. Δεν περιμένεις ας πούμε να πετύχεις τον Γκόρντον Ράμσεϊ να μπινελικώνει το προσωπικό. Δεν περιμένεις να σερβίρουν ταρτάρ ή σερφ'εν'τερφ, σεβίτσε ή σκατίτσε ή όπως στην ευχή τα λένε όλα αυτά του διαβόλου. Και σίγουρα, ΣΙΓΟΥΡΑ, το τελευταίο πράγμα που περιμένεις να δεις, είναι μπάμιες. Το τρίτο από το τέλος που ενδεχομένως να περιμένεις, είναι να σε σερβίρει ο Ρατατούης. Το προτελευταίο, να σε σερβίρει ένας από τους δράκους της Καλίσι. Το τελευταίο, το πιο απίθανο, το πιο αποτρόπαιο, είναι να δεις μπάμιες.
Κι όμως, τις είδα με τα μάτια μου… Ήταν εκεί μπροστά - μπροστά, καμαρωτές και μου έκλειναν το μάτι. Δεν θυμάμαι καν τι είχε δίπλα τους και πίσω τους, θυμάμαι μόνο ότι πρώτη μούρη στο Καβούρι του εστιατορίου της δουλειάς, ήταν ένα ταψί μπάμιες. Γεμάτο φυσικά - κάποιος θα υποστήριζε ότι το πρώτο ταψί είχε «φύγει» ήδη και είχαν βγάλει το δεύτερο, αλλά εγώ θα πω ότι δεν το ακούμπησε κανείς. Ότι όπως «προσγειώθηκε» το ταψί στη θέση του, έτσι και θα φύγει το απόγευμα. Ανέγγιχτο. Άσπιλο. Αύτανδρο. Στεκόταν εκεί με αυτό το απαίσιο χρώμα, με αυτή την κολώδη ουσία σαν να είχε συνάχι, όσο σιχαμένο φαντάζεται κανείς, όσο αντιαισθητικό μπορεί να είναι ένα φαγητό, όσο πρέπει για να σου κόψει την όρεξη. Ήταν εκεί σαν το σκιάχτρο που διώχνει τα πουλιά, αλλά τελικά έδιωξε εμένα.
Γιατί να μαγειρέψεις και να σερβίρεις μπάμιες σε εστιατόριο δουλειάς; Κι αν πρέπει για κάποιο λόγο να τις μαγειρέψεις (διότι ας πούμε είσαι βαθιά άρρωστος, είσαι σαδιστής ή σε είπε «μπάμια» η γυναίκα σου και αποφάσισες να εκδικηθείς τον κόσμο όλο), γιατί να μην τις πετάξεις κατευθείαν στη λεκάνη και πρέπει - τάχα μου - να τις σερβίρεις πρώτα; Τι κακό μας βρήκε; Τι αμαρτίες πληρώνουμε;
Μήπως πήραμε κακούς βαθμούς στο τρίμηνο και είμαστε τιμωρία; Σπασαμε το βάζο της μαμάς παίζοντας μπάλα στο σαλόνι και το πληρώνουμε έτσι; Κρύψαμε τη μασέλα της γιαγιάς και εκείνη θύμωσε και για μια εβδομάδα θα φτιάχνει μπάμιες; Πήραμε κρυφά το αμάξι του μπαμπά και του τρακάραμε το μπροστινό φτερό; Μείναμε από απουσίες; Ξεχάσαμε τα γενέθλιά ΤΗΣ ή την επέτειό μας και μας το ξεπληρώνει ανάλογα; Μας έκανε τσακωτό στο κρεβάτι με την καλύτερή της φίλη; ΤΙ ΚΑΚΟ ΚΑΝΑΜΕ; Διότι πρέπει να υπάρχει κάποιος πολύ σοβαρός και πολύ κακός λόγος για να μας βρει τέτοιο κακό.
Και κάτι άλλο πρέπει να υπάρχει: ποινική δίωξη για τους ανθρώπους που βγάζουν το μενού σε ένα εστιατόριο που ταϊζει εργαζόμενους που δουλεύουν σκληρά, που θέλουν να κάνουν το διάλειμμά τους και να φάνε «φαγητό για ανθρώπους» και αντί για τέτοιο, έχουν μπάμιες στο μενού. ΜΠΑΜΙΕΣ...