Όσοι έχουν ταξιδέψει στο εξωτερικό, σίγουρα θα έχουν συνειδητοποιήσει ότι είμαστε από τους χειρότερους οδηγούς του κόσμου σε οδηγική συμπεριφορά. Αν εξαιρέσουμε κάτι χώρες όπου για να περάσεις απλά κορνάρεις και κάτι πινακίδες που λένε «STOP» ή «απαγορεύεται η διέλευση» είναι απλά διακοσμητικά στοιχεία στο δρόμο και πολύχρωμο ντεκόρ, είμαστε από τους πιο περήφανους κατσαπλιάδες των δρόμων. Νευρικοί, ανυπόμονοι, με το χέρι πάνω στην κόρνα, δεν σεβόμαστε προτεραιότητα, δεν σεβόμαστε ΛΕΑ, παρκάρουμε όπου νά'ναι, υπερβαίνουμε σχεδόν όλοι μας τα όρια ταχύτητας, προσπερνάμε εκεί που απαγορεύεται, μην λέμε τώρα τα προφανή, όλοι τα ξέρουμε.
Επίσης όλοι λέμε «ναι, ισχύουν όλα τα παραπάνω, αλλά εγώ είμαι καλός οδηγός, είμαι η εξαίρεση», πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν ξέρουμε πού πάνε τα τέσσερα. Διότι προφανώς και ανάμεσά μας υπάρχουν και καλοί οδηγοί αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι η πλειοψηφία στους δρόμους. Κι όσο σχεδόν κανείς από εμάς δεν παραδέχεται ότι είναι μέρος του προβλήματος που λέγεται «Χάος στους Ελληνικούς Δρόμους», δεν υπάρχει σωτηρία καμιά.
Η ιστορία με το κύκλωμα που έστελνε τα πλαστά διπλώματα οδήγησης, προφανώς δεν είναι η πηγή του κακού και η βασική αιτία της άθλιας οδηγικής μας συμπεριφοράς, είναι όμως ένα παρακλάδι πολύ ενδεικτικό και φορτωμένο με τα «άνθη του κακού». Το σημείωμα - χάρτης που οδηγούσε στο Β' Νεκροταφείο με τη γλαφυρή κωδική σημείωση «πολύ μπαγιόκο από την εποχή του Σημίτη», οι υπολογιστές με τα ενοχοποιητικά στοιχεία που προσπάθησαν να κάψουν διοχετεύοντας ρεύμα υψηλής τάσης, η ψευδοροφή με τα κρυμμένα χρήματα, όλα αυτά μυρίζουν Ελλάδα. Μυρίζουν πολιτισμό. Μυρίζουν ελιά και Παρθενώνα. Αλλά μην κάνουμε ούτε τους ανήξερους, ούτε τους έκπληκτους, ούτε τους σαστισμένους - αν δεν πληρώσαμε εμείς για να πάρουμε δίπλωμα, πληρώσαμε για να πάρει το παιδί μας. Ή ξέρουμε κάποιον πολύ κοντινό μας άνθρωπο που λάδωσε και το πήρε, παρόλο που η «οπισθογωνία» ήταν μια άγνωστη λέξη και το «παρκάρισμα» ένα τεράστιο βάσανο που ποτέ δεν έφερε εις πέρας. Ίσως να μην φτάαμε στο σημείο να μας στείλουν το δίπλωμα σπίτι, αλλά να «λαδώσαμε» και τουλάχιστον να κάναμε τον κόπο να πάμε μέχρι το Χολαργό και να «περάσουμε εξετάσεις», μπορεί να ξέραμε όντως να οδηγάμε κι απλά να είχαμε πληρώσει «για να μην πάει κάτι στραβά» ή η μόνη μας επαφή με το τιμόνι να ήταν ότι είχαμε τερματίσει το «Gran Turismo» - μικρή σημασία έχει.
Η ουσία όμως παραμένει μια: στη χώρα της λαμογιάς, όπου μάλα παίζει το «φακελάκι» στο νοσοκομείο και το «γρηγορόσημο», το «κατιτίς» στην πολεοδομία και το «δωράκι» στον εφοριακό, στη χώρα όπου για να χτίσεις, να γκρεμίσεις, να πάρεις ρεύμα ή να νομιμοποιήσεις ένα αυθαίρετο ή έναν ημι-υπαίθριο παραδοσιακά βάζεις το χέρι στην τσέπη και κάποιος πρόθυμα παίρνει αυτό που του προσφέρεις, δεν προκαλεί έκπληξη σε κανέναν ότι ένα σωρό συνάνθρωποί μας έπιναν τον καφέ σπίτι τους, την ίδια ώρα που «πέρναγαν στις εξετάσεις για το δίπλωμα οδήγησης». Ούτε κανείς ανησυχεί που οι άνθρωποι αυτοί μια μέρα μετά έπιασαν το τιμόνι στα χέρια τους και βγήκαν στους δρόμους, διότι η λογική ήταν «ε, ας πάρει το δίπλωμα να ξεμπερδεύει και να να μην αγχώνεται και θα μάθει σιγά - σιγά». Φυσικά «θα μάθει» στου Κασίδη το κεφάλι, βάζοντας σε κίνδυνο τη δική του ζωή και όλων όσων συναντά στο διάβα του και θα αναρωτιόταν κανείς το απόλυτα λογικό «γιατί να μην μάθει να οδηγεί προτού πάρει το δίπλωμα και πρέπει να μάθει εκ των υστέρων»; Η απάντηση είναι «διότι ζούμε στην Ελλάδα». Τόσο απλά, τόσο ξεκάθαρα.
Όταν έδινα για δίπλωμα, στα 18,5, λίγο πριν φτάσει η σειρά μου, εξεταζόταν μια κοπέλα κι εγώ ακολουθούσα έχοντας το δάσκαλο δίπλα μου. Η κοπέλα μπήκε ανάποδα σε ένα μονόδρομο κι εγώ βόγγηξα. «Πάει, κόπηκε» είπα. «Μπα, μην ανησυχείς.Έχει περάσει πριν πιάσει το τιμόνι», μου είπε ο δάσκαλος - όπερ και εγένετο. Όταν έφτασε η σειρά μου, οι εξεταστές με έβαλαν να κάνω όλο το «μενού», μέχρι παρκάρισμα σε κατηφόρα - βλέπετε είχα αποφασίσει να μην πληρώσω. Στο τελευταίο παρκάρισμά μου, ο εξεταστής έβγαλε το φάκελο έξω και μέτραγε την απόσταση του πίσω τροχού από το πεζοδρόμιο. Έκλεισε την πόρτα και μείναμε μέσα στο αμάξι, τέσσερα άτομα, απόλυτα σιωπηλοί. Ο εξεταστής περίμενε το «μπαγιόκο». Ο δάσκαλος περίμενε την ετυμηγορία, επειδή εγώ τον είχα ενημερώσει από πριν ότι προτιμώ να ξαναδώσω, παρά να πληρώσω. Τη σιωπή τελικά έσπασε η εξετάστρια, που είπε «λοιπόν, εγώ νομίζω πως πρέπει να τον περάσουμε τον κύριο, τα έκανε όλα άψογα», ίσως διότι βαρέθηκε, διότι είχε κι άλλους να εξετάσει ή διότι είδε ότι δεν υπήρχε περίπτωση για «μπαγιόκο».
Δεν τη λέω αυτή την ιστορία για να το παίξω «μάγκας», απλά για να πω ότι υπάρχει πάντα επιλογή στη ζωή: κόβεσαι, ετοιμάζεσαι καλύτερα και πας και παίρνεις το δίπλωμα με το σπαθί σου. Πληρώνεις; Συνεχίζεις να συντηρείς ένα φαύλο κύκλωμα που κονομάει και παράλληλα τροφοδοτεί τους δρόμους με άσχετους και ακατάλληλους οδηγούς, που είναι κίνδυνος - θάνατος για όλους μας.