Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να πάθει το ρεμπέτικο είναι να γίνει μόδα. Να πηγαίνουν όλοι στους χώρους που παίζεται η ρεμπέτικη μουσική για να το ποστάρουν στο Instagram. Για να πάρουν likes. Κι ας μην έχουν ιδέα τι ακούνε ή τι πρεσβεύει το ρεμπέτικο τραγούδι. Κι ας ακούνε τον Μάρκο, πίνοντας Dom Perignon. Κι ας είναι ωραία αυτή η ρημάδα… Αλλά δεν ταιριάζει με τον Μάρκο και τους φίλους του, που αν σε δει από’κει πάνω να τσουγκρίζεις το κολονάτο ποτήρι ακούγοντας τη «Φραγκοσυριανή» θα τη φας τη μούντζα… Θα σου’ρθει ουρανοκατέβατη που λένε.
Ακόμη και η λέξη «ρεμπετάδικα» κάτι μου κάνει. Με χαλάει στο άκουσμα της. Αλλά αυτό είναι το τελευταίο. Το θέμα είναι να μη πηγαίνεις εκεί, να ακούσεις Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου, Μπαγιαντέρα και να το κάνεις επειδή σε πάει το ρεύμα! Άδικο και για το ρεμπέτικο αλλά πιο πολύ για σένα που δεν θα καταλάβεις ποτέ τι σημαίνει «ρεμπέτης». Όχι ψευτόμαγκας, νταής κλπ. Αλλά ένας τύπος που είχε έναν αυστηρά δικό του κώδικα ηθικής. Που δεν είχε, ούτε ήθελε πολλά-πολλά με κανέναν. Ούτε καν με τον Θεό…
Το ενθαρρυντικό στην όλη ιστορία, σε αυτή την έκρηξη με το ρεμπέτικο, από την εποχή που ο μέγας Μάνος Χατζιδάκις, το σύστησε στα… πάνω πατώματα της κοινωνίας και μετά, είναι ότι τα συναισθήματα που σου προκαλεί, είναι τόσο έντονα που δεν έχει σημασία αν είσαι Έλληνας ή ξένος για να τα νιώσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτός ο Ιταλός, ονόματι Thomas Kunstler. Ένας filmmaker artist και stop motion animator, που παρέα με τον μουσικό, Μίλτο Κουτρούμπα και τον φωτογράφο, Δημήτρη Λαμπρίδη, πήραν τον Μάρκο, τη ζωή και το μπουζούκι του, τον μπαγλαμά, τους ήχους του και τα έκαναν animation. Πήγαν στην απάνω μεριά της Σύρας και μετέτρεψαν τις εικόνες τους, σε μια ταινία, την πιο χαρακτηριστική για τον Μάρκο και τη ζωή του. Κι ας είναι φτιαγμένη με ανθρωπάκια από πηλό.
Ο Τhomas όμως δεν έμεινε εκεί. Έγινε σιγά-σιγά Θωμάς, πέρασε χρόνο, χρόνια στην Ελλάδα, έμαθε να ερωτεύεται σαν Έλληνας. Και να εκφράζει τον έρωτα του με αυτούς τους ήχους. Τα τραγούδια του Μάρκου και του άλλου μεγάλου, του Βασίλη Τσιτσάνη. Όχι από μόδα. Από επιλογή. Από έρωτα. Έφτιαξε μια ακόμη ταινία. Με τίτλο «Δε λες κουβέντα». Άλλες κούκλες. Άλλες ιστορίες. Άλλα δράματα. Αλλά οι ίδιες μουσικές.
Κι όταν σπάραξε η καρδιά του για ένα κορίτσι, όπως έσπαγε η καρδιά των αιώνια ερωτευμένων Ρεμπετών, έκανε τον πόνο του έμπνευση. Όπως εκείνοι. Όπως τότε. Όπως πάντα. Αυτή τη φορά η ταινία ήταν μικρού μήκους. Μάλλον κι ο έρωτας.Την ονόμασε «Rebetiko»… Το όνομα του κοριτσιού το κράτησε κρυφό.
Όπως κάνουν οι πραγματικοί μάγκες.