Είσαι ο Κώστας Μίσσας. Που σε πλάσαραν το καλοκαίρι ως «καλό στρατιώτη της Εθνικής», επειδή ανέλαβες την Εθνική Αντρών σε μια περίοδο ομολογουμένως μυστήρια, λίγο πριν το Ευρωμπάσκετ. Βέβαια σε ανακοίνωσαν αφού παρουσίασαν τη νέα φανέλα και με την ατάκα «παίκτες έχουμε, τι να τον κάνουμε τον προπονητή;» Φυσικά, αφού είπαν «όχι» περίπου όσοι προπονητές μιλάνε ελληνικά (Ιτούδης, Πρίφτης, Μπαρτζώκας σίγουρα, ίσως και άλλοι που δεν μάθαμε ποτέ) κατέληξαν σε σένα. Και για να τα λέμε όλα, είναι κάπως αναξιοπρεπές και υποτιμητικό να είσαι η τελευταία επιλογή των τελευταίων επιλογών, η τελευταία τρύπα του ζουρνά, η τελευταία στροφή της Κινέτας, να το ξέρεις και παρόλα αυτά να λες «ναι».
Βέβαια δεν χρειάστηκε να αφήσεις και καμιά σημαντική δουλειά για να αναλάβεις την Εθνική, πολύ απλά διότι είσαι ο Κώστας Μίσσας. Δηλαδή δεν ήσουν στον πάγκο μιας ομάδας του εξωτερικού. Ή έστω της Α1. Γενικά η καριέρα σου, αν και «καλός στρατιώτης», δεν έχει και πολλά «παράσημα». Πέραμα, Πανιώνιος, Περιστέρι, Εθνική Κύπρου, Παπάγος, Απόλλων Πάτρας, Δάφνη, ΚΑΟΔ, Χαλκίδα. Κάπου ανάμεσα Εθνική Νέων – Ανδρών, Εθνική Γυναικών και Γυναικεία ομάδα του Ολυμπιακού. Κοινώς, έχεις να προπονήσεις αντρική ομάδα από τότε που οι μπασκετμπολίστες λέγονταν «καλαθοσφαιρισταί» και φορούσαν ελβιέλες.
Αλλά επειδή είσαι ο Κώστας Μίσσας, ο τίμιος, ο αυτοδημιούργητος, ο φιλότιμος, αναλαμβάνεις την Εθνική Ανδρών. Με αμερικανικό αξάν που συνηθίζεται στην Καλλιθέα και το Μοσχάτο – και η Ίνα Λαζοπούλου και η Γιάννα Νταρίλη με τέτοια προφορά μιλούσαν αλλά τουλάχιστον εκείνες είχαν ζήσει και χρόνια στις ΗΠΑ. Και μια ωραία πρωία, λακίζει ο Γιάννης ο Αντετοκούνμπο. «Βρε το παλιόπαιδο» είπαμε, το καβάλησε το καλάμι και τρέχει στην Κίνα για υποχρεώσεις των χορηγών. Και παίζουν μπουκέτα ο Μπουρούσης με τον Παππά – ο τελευταίος υποπίπτει και σε άλλα περιστατικά απειθαρχίας στην πορεία. «Σα δε ντρέπονται το κακομαθημένα κωλοπαίδια». Αλλά και ο Αγραβάνης ποστάρει κάτι περίεργα επειδή δεν έπαιζε (και όλως τυχαίως, στο επόμενο ματς έπαιξε αρκετά), ο Μάντζαρης όποτε πατάει παρκέ δείχνει με κάθε κίνησή του πόσο πολύ δεν γουστάρει να είναι εκεί και να παίζει τρίλεπτα και τετράλεπτα. Με κάποιον μαγικό τρόπο όλοι φταίνε, όλοι είναι προβληματικοί, όλοι έχουν λάθος συμπεριφορά, εκτός από τον κόουτς Μίσσα που μένει στο απυρόβλητο, επειδή είναι «καλός στρατιώτης». Θυμίζω ότι η Εθνική γλίτωσε το ρεζιλίκι του αποκλεισμού από τη φάση των ομίλων και τερμάτισε σε αξιοπρεπή θέση, όχι όμως διότι ο προπονητής έκανε κάτι συγκλονιστικό, αλλά διότι βγήκαν μπροστά οι παίκτες με προσωπικότητα, ο Καλάθης με το Σλούκα, ο Μπουρούσης με τον Πρίντεζη και έπλυναν τη μπουγάδα.
Είσαι λοιπόν ο Κώστας Μίσσας
Και πριν προλάβει να ολοκληρωθεί καλά – καλά το Ευρωμπάσκετ, σε ευχαριστούν για την προσφορά σου (;), προβιβάζουν το βοηθό σου, το Σκουρτόπουλο σε πρώτο προπονητή και εσένα σου προτείνουν ένα πόστο τεχνικού διευθυντή, κάπου εκεί γύρω, να μιλάς ελληνικά με αμερικανική προφορά και να παριστάνεις τον προφέσορα χωρίς πτυχίο. Εσύ, επιστρέφεις εκεί όπου αισθάνεσαι σημαντικός, όπου αισθάνεσαι ασφαλής, όπου υπάρχουν λεφτά και ο ανταγωνισμός είναι πιο αστείος κι από το βιογραφικό σου. Πριν λίγες μέρες, διέλυσες τον Παναθηναϊκό με 102-29. Για την ακρίβεια, κάτι κοριτσάκια που κατέβασε ο Παναθηναϊκός, τις Νεάνιδες, μια που τα προβλήματα του Παναθηναϊκού δεν του επιτρέπουν να κατεβάζει στους αγώνες «κανονική ομάδα». Πάτησες το γκάζι μέχρι τέλους. Δεν χαλάρωσες τα κορίτσια σου λεπτό. Πρέσινγκ 40 λεπτά. Πίεση στη μπάλα. Και κάτι γραφικές δηλώσεις στο τέλος ότι το αποτέλεσμα σε τέτοιους αγώνες μετράει και πάντα έχεις την ευκαιρία να βγάλεις συμπεράσματα και άλλα παρόμοια.
Αναρωτιέμαι Κώστα Μίσσα, «καλέ στρατιώτη του μπάσκετ»: ποιος ξεφτιλίστηκε πραγματικά; Τα κοριτσάκια του Παναθηναϊκού ή εσύ; Βεβαίως η ιστορία έγραψε 102-29 και σε λίγα χρόνια κανείς δεν θα θυμάται ότι η μια ομάδα έπαιζε με παιχταρούδες και η άλλη με κοριτσάκια – θα λέει «102 – 29, προπονητής Κώστας Μίσσας». Και καταλαβαίνω ότι η απαίτηση των εργοδοτών σου ήταν «πατήστε τις, κερδίστε αν μπορείτε με 100 πόντους διαφορά». Εκεί ακριβώς ο «καλός στρατιώτης», ο «μπασκετάνθρωπος», ο πρώην Ομοσπονδιακός ΟΛΩΝ των ομάδων και ΟΛΩΝ των Ελλήνων οφείλει να διαφοροποιηθεί. Οφείλει να πατήσει φρένο, να θυμηθεί ότι ο ρόλος του προπονητή είναι και παιδαγωγικός, ότι τα κοριτσάκια που έφαγαν 70-τόσους πόντους στο κεφάλι είναι αθλήτριες που μπορεί να μην κοιμηθούν το βράδυ, που μπορεί να ντρέπονται να βγουν από το σπίτι και να πάνε σχολείο. Φαντάζεσαι να τις πετύχεις μια μέρα σε καμιά Εθνική Γυναικών; Πώς να νιώσουν άραγε; Πώς θα τις κοιτάξεις στα μάτια;
Photo: InTime
Να θυμίσω και κάτι άλλο; Έχεις φορέσει κάποτε τη φανέλα του Παναθηναϊκού, ήταν μάλιστα ο προτελευταίος σταθμός της καριέρας σου, πριν αποσυρθείς το 1989 φορώντας τη φανέλα του Πανιωνίου. Όχι ότι περίμενε κανείς να σεβαστείς την ομάδα που κάποτε φόρεσες τη φανέλα της και «έφαγες ψωμί». Είπαμε, η αξιοπρέπεια, είναι για τους αξιοπρεπείς.
«Δεν υπάρχει λύπηση στον αθλητισμό». Μπορεί. Αλλά υπάρχει αξιοπρέπεια. Πριν αρκετά χρόνια, το 1996, ο Ολυμπιακός βρήκε τον Παναθηναϊκό μπόσικο και τον κέρδισε 73-38. Με τον Ντομινίκ να έχει πλακωθεί με το Μάλκοβιτς και την ομάδα σε μαύρα χάλια, παρά την κατάκτηση της Ευρωλίγκας. Καλά έκανε και του έριξε τόσους, εφόσον μπορούσε. Αλλά έπαιζαν Άντρες απέναντι σε Άντρες. Οι δυο καλύτερες ομάδες της Ελλάδας. Ο Ολυμπιακός απέναντι στον Πρωταθλητή Ευρώπης. Όχι απέναντι σε Έφηβους. Αυτή είναι η διαφορά Κώστα Μίσσα. Αλλά για να την καταλάβεις τη διαφορά, θα έπρεπε να είσαι κάποιος. Όχι ένα Τίποτα, με μπόλικο Καθόλου.