Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών, λέει η 26η Σεπτεμβρίου κι έχει καθιερωθεί από την Ε.Ε από το μακρινό 1991. Στα στοιχεία που μπορεί να βρει κανείς στο διαδίκτυο, αναφέρεται πως στην Ελλαδίτσα μας υπάρχει ένα 49% που μιλάει μια ξένη γλώσσα με το ποσοστό εκείνων που το μιλάνε το αγγλικό να ανέρχεται στο 44%. Σχεδόν ένας στους δύο Έλληνες, δηλαδή, ισχυρίζεται πως το κατέχει το άθλημα της γλωσσομάθειας.
Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία.
Γιατί η πραγματικότητα και η καθημερινότητα προφανώς διαψεύδουν τα παραπάνω νούμερα. Πιο εύκολα βρίσκεις Έλληνα να σου λέει πως δεν έχει σε όλα δίκιο παρά Έλληνα που να μιλάει άπταιστα αγγλικά.
Κι αν στην εποχή μας έχουμε προσωποποιήσει το αγγλικό τσάτρα-πάτρα στον Αλέξη τον Τσίπρα...
...η αλήθεια είναι πως το φαινόμενο της αγγλικής ημιμάθειας βρίσκεται στο προσκήνιο εδώ και πολλές δεκαετίες χτυπώντας οριζόντια πλατιά στρώματα της κοινωνίας μας.
Ειδικά εκείνες του '80 και του '90, θα μπορούσαμε να πούμε πως υπήρξαν η επιτομή μιας φοβικής και σνομπίστικης προσέγγισης απέναντι στην αγγλική γλώσσα -για τις άλλες, ούτε λόγος. Αποτελεί, άλλωστε, συλλογική εμπειρία: θαυμάζουμε απεριόριστα κάποιον που συναντάμε στον κύκλο μας και μιλάει φαρσί τα αγγλικά, εκείνον που δικαιολογεί ουσιαστικά την κατοχή διπλώματος Proficiency και δεν μένει να υπερηφανεύεται στην τυπικότητα ενός κορνιζαρισμένου πτυχίου.
Το πλέον παράδοξο δε είναι ότι η γνώση της αγγλικής μας ακούμπησε στις μεταπολιτευτικές δεκαετίες περισσότερο ως στοιχείο με ταξικά χαρακτηριστικά, σε φάση δηλαδή «ο πλούσιος ξέρει αγγλικά, γαλλικά και πιάνο, ο φτωχός ελληνικά και πολύ του είναι». Μια ταξικότητα που είχε δικαιολογητική βάση, καθώς η εισαγωγή των αγγλικών ως δεύτερη γλώσσα στην ελληνική πρωτοβάθμια εκπαίδευση καθιερώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 αφήνοντας στην απ' έξω όλους εκείνους που δεν μπορούσαν να κάνουν κτήμα τους την ξένη γλώσσα μέσα από τη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση. Στον αντίποδα, δεν βασανίζονταν με τέτοια προβλήματα όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα να κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα κατ' οίκον ή σε κάποιο φροντιστήριο.
Η αστική χροιά της γνώσης αγγλικών ενισχύεται και από το εξής προφανές: εν έτει 2017, η ξένη γλώσσα δεν αποτελεί μέρος του προγράμματος σπουδών των μονοθέσιων, διθέσιων ή τριθέσιων σχολείων γιατί «κατά κανόνα πρόκειται για σχολεία απομακρυσμένων ή δυσπρόσιτων περιοχών και στα σχολεία αυτά ο διορισμός εκπαιδευτικού αγγλικής δεν είναι εφικτός, επειδή είναι αδύνατον ο εκπαιδευτικός αυτός να συμπληρώσει πλήρες ωράριο.» Λες και δεν θα μπορούσε να είναι προαπαιτούμενο η γνώση αγγλικών για τον εκπαιδευτικό που θα διοριστεί στις συγκεκριμένες περιοχές προκειμένου να καλύψει έστω και τον μικρότερο παρονομαστή του προβλήματος με κάποιες έξτρα ώρες διδασκαλίας από αυτές που ορίζονται για το αντικείμενό του. Ή ακόμη πιο απλά, η ενθάρρυνση της εξ αποστάσεως διδασκαλίας.
Σε κάθε περίπτωση, τα αγγλικά μπήκαν στις ζωές μας μια δεκαετία αφότου καβαλήσαμε το άρμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σημάδι κι αυτό για το κατά πόσο παίρναμε στα σοβαρά της βασικές επιταγές της Κοινότητας, όπως η αυτονόητη χρήση γλωσσών πέραν της μητρικής για τη σταδιακή οικοδόμηση ενός πολίτη που δεν θα συναντά εμπόδια στις υπερεθνικές του δραστηριότητες.
Κι αν εμείς οι Millenials γλυτώσαμε κουτσά στραβά από το να κληρονομήσουμε την «απαλεψιά» που είχαν οι γονείς μας με τις ξένες γλώσσες, μένει στην Generation Z, εκείνους δηλαδή που γεννήθηκαν ανάμεσα σε 1996-2010 κι έχουν καρπωθεί ή θα καρπωθούν μελλοντικά στο έπακρο τα πλεονεκτήματα της εποχής του διαδικτύου, να χρησιμοποιούν τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά και όποια άλλη γλώσσα θέλουν, με τρόπο που δεν θα παραπέμει στην ανεκδοτολογία του παρελθόντος.
Συμφωνείς ρε συ Ζουμπουλία;