Φοβού την αγορά και ζάλη φέρουσα.
Μπορεί να εξαντλούμε τις ημέρες μας πλέον εντός των εγκάτων μίας ακραία παρατυχούσας meta κοινωνίας, μπορεί πολλά δολερά αισθήματα κι αγοραίες υποκινήσεις σήμερα να θεωρούνται αστείες και ξεπερασμένες, ένα βασταγερό κι άδηλο γεγονός όμως παραμένει ορθό κι αναλλοίωτο:
Όταν η ανεπίγνωστη ζάλη θα γαργαλήσει τις ελάσσονες και ξεβιδωμένες θύρες των κρουσταλλιασμένων μηνιγγιών σου, καθώς στέκεις ουραγός-παγοκολόνα για να εξοφλήσεις τις οικιακές προμήθειες σου τότε, εν ακαρεί χρόνου, όλα τα μεσιτευμένα meta και οι παρ’ ελπίδα ανάλγητοι υπολογισμοί σου βγάζουν περίφοβα φτερά και πολτοποιούνται σε σκόνη επί του λίαν γυαλιστερού εδάφους κάποιου σούπερ μάρκετ.
Συμπλοκών Εγκώμιο: Η επείγουσα δέηση μιας χειροδικίας
Εξαίφνης όλα χάνουν την αδιάσειστη προοπτική τους κι έρχονται ωσάν λιμασμένοι εφαψίες κατά των οπισθίων σου. Τα παράθυρα πλέον έχουν θυμικές μεταπτώσεις, οι γαλβανισμένες πόρτες που ανοιγοκλείνουν σου μιλάνε, οι σαν τελώνια ταμίες πικροσυλλογίζονται το σχόλασμα βουλοπλέοντας μέσα στον οφθαλμό σου, βαρώντας τα μηχανάκια στους γκισέδες με κινήσεις λασπωμένες, οι σιωπηλά ερειστικοί παρατρεχάμενοι πελάτες που αναμένουν την καταδίκη τους σαν κι εσένα, σιγοψιθυρίζουν βδελυρά και χυδαία σχόλια πάνω απ’ τον σβέρκο σου, τα κλεινά καρότσια βρυχώνται, οι τερπνές βιτρίνες με τα θυμοφθόρα τυριά και τα σφιχτογυμνασμένα κρέατα είναι επάλληλα προς μία θέαση στρεβλή.
Όλα ξεκινούν να γέρνουν ελαφρώς απολεσμένα εκ της περιφερειακής οράσεως σου, αποκτώντας μία θανατερή κλίση, μία ανοικονόμητη απόχρωση μελανή ωσάν την πίσσα του οδοστρώματος. Τούτο εσένα φυσικά πάραυτα σ' οχλεί, όχι γιατί διαλέγεις τ’ αμόλευτο λευκό εκ γενετής, μα διότι πλέον δεν έχει ουδεμία σημασία που βρίσκεται το ξεκαπίστρωτο ταβάνι και που η απολυτρωμένη ικμάδα του πατώματος.
Η ισορροπία σου έγινε χασόφτερα κι αναζητείς τώρα από κάπου να κρατηθείς για να μην σωριαστείς ωσάν υδροπέπων εκτός εποχής σε κάποιο ράφι με τσίχλες, μπαταρίες κι αναπτήρες.
Ετούτο το ψυχοσωματικό σου παρανόμημα δεν είναι διόλου όμαιμος σύμμαχος στον σκοπό σου, αν θέλγεσαι να τερματίσεις μέχρι την έξοδο στα δύο πόδια κι εν συνεχεία να χωθείς εις το οικιακό σου σπήλαιον προς μιαν ασυναγώνιστη κι αέναη οριζόντια ταβανοθεραπεία.
Άδραξε το θόρυβο: Ο φυσικός διαλογισμός ενός αξημέρωτου κομπρεσέρ
Το δικό μας ένστικτο [...] Είναι απόρροια της εξομοίωσης μας με μία μέθοδο. […] μία μέθοδο περισσότερο ή λιγότερο εξελιγμένη.
Ο αβάς Condillac περί το 1760 όταν έγραφε ανενόχλητος απ’ το θάμπος λαμπτήρων φθορίου την Πραγματεία για τα ζώα του, καμία έμπρακτη κρίση αγοραφοβίας δεν τον περιτριγύριζε όπως τ’ όρνιο το πτώμα, κι είχε δίκαιο όταν έλεγε και ξανάλεγε στους Διαφωτιστές πως εκείνη η απολυτρωτική μέθοδος μας να ντριμπλάρουμε τους κινδύνους είναι περισσότερο ή λιγότερο εξελιγμένη ανάλογα με το ζώο.
Δεν είχε υπολογίσει όμως την θωή μίας υποβολιμαίας πανδημίας ο έρμος ο αβάς.
Αυθωρεί, το λοιπόν, βρίσκεσαι να παριστάνεις το σκουριασμένο δοκάρι στη μέση μιας παραχορδισμένης ουράς κι απ’ όλες τις πλευρές της ο κλοιός να σφίγγει ανελέητα με μία κρυερά φρικίαση να σε περιλούζει σύγκορμο.
Η εορταστική τούτη ανθρώπινη μάζα πρόκειται λίαν συντόμως να σε βαπτίσει εις θάνατον κι εσύ δεν είσαι βέβαιος πόσα λεπτά ακόμη σ’ απομένουν προτού σωριαστείς λιπόθυμος στο λευκό πλακάκι μπροστά απ’ τα τυριά, τους χαλβάδες και τα σαλάμια αέρος.
Ακουμπάς ξέπνοος πάνω στο πολυμερές ράφι με τις ετοιματζίδικες σαλάτες και μιμείσαι το παλαιό κόλπο που ‘χες διαβάσει σ’ ένα εγχειρίδιο για προσκόπους πριν πολλά χρόνια στο νησί: Στριφογυρνάς τους πορφυρούς βολβούς σου μέσα στις κόγχες τους, τσιμπάς τον μηρό σου δυνατά και παίρνεις βαθιές ανάσες μετρώντας ωσότου να πιάσεις το πενήντα.
Η μέθοδος σου όμως καταρρέει σαν χιονοστιβάδα εκ της σφοδρής συνειδητοποίησης πως εν μέσω μίας υπέρ-φονικής πανδημίας εσύ βρίσκεσαι στο στόμα του θηρίου και μάλιστα άνευ πανοπλίας ή έστω οδοντογλυφίδας.
Το σούπερ μάρκετ είναι τόσο απελπιστικά ξέχειλο, μιας κι όλοι κάνουν τα τελευταία σοβαρά ψώνια πριν την μεγάλη αργία, τόσο που μοιάζει με την κιβωτό του Νώε πριν το βιβλικό Surf's Up.
Είσαι ξαφνικά παγιδευμένος μέσα στον ιστό της αρρώστιας και παίζεις τόμπολα με τον θάνατο.
Η παλαιά καλή και μπιστική σου ερωμένη άρχισε κιόλας να σε χαριεντίζει νοερά. Ξεκινά με μία αναταραχή στο στήθος, ένα μούδιασμα στα άκρα και μετά τα μηνίγγια σου μοιάζουν με βαμβάκι βουτηγμένο στον μόλυβδο. Τότε είναι που σκάει στο κεφάλι σου το ξεθεμελίωμα, μια σβούρα καταιγιστική κι εσύ παίρνεις θέση λες κι είσαι έτοιμος να χορέψεις το τελευταίο και πιο δραματικό ζεϊμπέκικο του βίου σου.
Πεζόδρομων παίγνια: Ο έγκλειστος ένοικος και τα απανωτά εξάρια
Βέβαια, η παλαιά σου αρρώστια είναι εδώ παρούσα μ’ όλα της τα μπουζούκια και τα όμποε και δεν είναι πως σου έλειψε αλλά απ’ την άλλη ξέρεις πως εσύ ο ίδιος την είχες παχύνει στο παρελθόν σαν γάτα του δρόμου και γνωρίζεις εκ του σύνεγγυς τι σημαίνουν οι όνυχες της.
Είσαι περήφανος βέβαια που αυταβούλως θρέφεις την αρρώστια σου και δεν δέχεσαι τη σίτιση της απ’ το βέβηλο χέρι του υποσυνείδητου και μιας εν δυνάμει, ευκαιριακής πανδημικής προπαγάνδας. Το λαβαίνεις λοιπόν σαν προσβολή μέγιστη όλο τούτο το ξαφνικό.
Ούτε για ψώνια δεν μπορείς να πας χωρίς το μέσα σου να προσομοιάζει με Μεβλεβί Δερβίση;
Είναι όπως όταν τώρα τελευταία κοιτάς τις κινούμενες εικόνες στο γυαλί κι αν ο ηθοποιός δεν φοράει το πανί μπροστά απ’ το στόμα, εσύ πετάγεσαι από τρόμο.
Δεν φοράει μάσκα! Ήμαρτον Κύριε.
Εκεί στην ουρά είδα τα εχέγγυα βλέφαρα της παλαιάς μου ερωμένης να πεταρίζουν και το στόμα της να υγραίνεται από μια νεοπροσήλυτη προσμονή. Εγώ την κοίταξα για πολύ λίγο με την άκρη του οφθαλμού μα γύρισα κατευθείαν το κεφάλι και καρφώθηκα σε κάτι μπαμπάτσικες βαρελίσιες φέτες με μπόλικο βούτυρο εκ Τριπόλεως.
Το χέρι σου ιδρωμένο αρπάζει δυνατά ένα άλλο ατσάλινο μπαλκόνι τιγκαρισμένο με prosecco σε προσφορά και ψάχνεις τριγύρω να δεις που ακριβώς θα πρέπει να σκάσεις για να μην χτυπήσει το κεφάλι σου σε καμία ξένη μετόπη και βρεις και τον μπελά σου στο τέλος.
Η παλαιά μου συμβία δεν ανέχεται περιθώρια σφαλμάτων όμως κι έτσι αυτομολεί σαν κάτι το νοσηρό, μακριά μου. Το βλέπω στο σπάσιμο των ρυτίδων της πως δεν με θέλει πια όπως με ήθελε τις περασμένες εκείνες μέρες που είναι πλέον πολύ βαθιά θαμμένες μέσα μου.
«Πώς είναι δυνατόν να μ’ απατά μ’ ένα κομμάτι φέτα;» είναι σαν να μου λέει η αγοραφοβία μου.
Είναι τρομερά αστείο το πώς εκείνη η μέθοδος μας του ενστίκτου βρίσκει απόξενους τρόπους να μας αποσώνει απ’ τα νύχια της ψυχασθένειας. Ναι, ένα κομμάτι βαρελίσια φέτα μ’ έσωσε απ’ την πρόσκρουση με το γυαλιστερό πλακάκι τους Σκλαβενίτη.
Η παλαιά μου φίλη μου αναγιγνώσκει το πλέον προφανές σαν άλλος διδάσκαλος Ρασκόλνικοφ: Όλα είναι σάπια γύρω σου καλέ μου άνθρωπε, γιατί δεν το βλέπεις; Μήπως δεν είναι πάντα η κατάλληλη ώρα για μία τελειωτική πτώση σου; Τι περιμένεις; Το αύριο δεν υπάρχει.
Αντιστεκόμαστε όμως στο κενό του θανάτου με κάτι άρματα αστεία και φαιδρά, σαν κουτσότυφλοι κύνες δαγκώνουμε τον αέρα και φοβερίζουμε.
Χτίζουμε πετραδάκι πετραδάκι ένα μέλλον από καθαρό ένστικτο, αρνούμαστε ένα δυσπροσαρμοστικό παρόν που βγάζει κάτι νύχια σαν σκουριασμένα Zweihänder. Αυτό το χθόνιο παρόν είναι που εγκλείει μέσα του αλήθειες κι αρρώστιες, ζαλάδες και ιλίγγους, μέγγενες και ξυράφια κι εμείς το κάνουμε στην άκρη με υπνωτισμούς, βασκανίες κι άλλα πνεύματα μόνο και μόνο για να δούμε άλλο ένα ξημέρωμα.