Συμπλοκών Εγκώμιο: Η επείγουσα δέηση μιας χειροδικίας

Όποιος τη νύχτα περπατάει, ξύλο, σίδερο και μελανιές βαστάει.

[…] το μεγαλύτερο κακό το κάνουν όσοι δεν μπορούν να κάτσουν σπίτι τους.*

Στα σοκάκια και στα πίλαστρα μπορεί κανείς να βρει τα πάντα, απ’ την εσπευσμένη σωτηρία του μέχρι και τον απρόσμενο τελειωμό του. Τα διάπυρα στενά και τα σκληραγωγημένα ρείθρα είναι τα μέρη όπου τα θαύματα συμβαίνουν δημοσίως, η άκρατη σημειοθηρία του πεζοδρομίου είναι η μήτηρ των συμπλοκών και οι εξερεθισμένες πλατείες είναι οι βωμοί των ανθρώπων.

Όπως το φρέσκο μελάνι κυλά κι απλώνει απάνω στον πολτό αν πιέσεις τον κονδυλοφόρο, έτσι και η ανθρώπινη τύχη τελεί στην κοινωνική παλαίστρα την αλίνδυση της, όπως τ’ αβασταγό σιωπά και σπρώχνει στον ανήφορο. Ωσάν μελανή σφραγίδα αποτυπώνεται η πάλη στο δέρμα των αστυακών συγκολλήσεων και διέπει τις αρτηρίες της πόλεως.  

Η τροφός και η πόλη: Η πείνα και οι παράξενες ωθήσεις της για περιπλάνηση

 

Ας ανοίξουμε όμως λίγο παραπάνω το βελούδινο παραπέτασμα του παρελθόντος, να δούμε το σώμα όταν είναι φρέσκο και τα κόκαλα ανήλιαγα, ζουμερά και λευκά σαν το φεγγάρι, τα μάγουλα αναψοκοκκινισμένα και το δέρμα στους κροτάφους λείο σαν επιφάνεια αδαμάντινη.

Είναι η εποχή που η νιότη δεν ψυχανεμίζεται απολύτως τίποτα, τυφλή και παντοδύναμη, νιώθει την ανάκαρα της και στύβει τη πέτρα με τη παλάμη.

xilo3

Ο πατέρας ίσως να ήταν εξ απαλών ονύχων ελαφρώς άτακτος και δεν του πήγαινε η γυαλάδα των τζαμιών - τον θάμπωναν τα ωραία πράγματα κι αυτό τον διαόλιζε - οπότε και τα κατέβαζε απνευστί μ’ ότι του λάχαινε. Πέτρες, ξύλα, πορτοκάλια, κεφαλές συμμαθητών ή βιβλία - βιβλία που ήταν τόσο καθαρά που η δασκάλα επαινούσε το παιδί στη μάνα του πως είναι παστρικό ωσάν κορασίδα.

Ω! Μα το κάθε άλλο! να λέει η μάνα η άμοιρη από μέσα της. Τα βιβλία ήταν σαν καινούρια γιατί ο γιόκας της ο απελέκητος ποτέ του δεν τα 'χε ανοιγμένα. Ήταν απασχολημένος με τo να θραύει τζάμια και οστά.

Έτσι όταν μέσα στο κενόδοξο πατρικό χνώτο του μαθητεύσαμε και γαλουχηθήκαμε κάτω απ’ τη σκιά ενός λανθάνων γενετικού κώδικα – γνήσιοι απόγονοι πλατύρρινων πρωτευόντων - τα ίδια και τα αυτά μας έμαθε, τα φαιδρά και τ’ αναγκαστικά του μας δίδαξε ο πατήρ.

Πεζόδρομων παίγνια: Ο έγκλειστος ένοικος και τα απανωτά εξάρια

 

Δεν ήθελε ο δύσμοιρος βέβαια να μας φανερώσει μονοκοπανιά τη σκληρή πλευρά των πραγμάτων – σαν πατέρας ήταν αυστηρός μα και γλυκύς την ίδια στιγμή - αλλά χωρίς να το θέλει, τα χοντροπετσωμένα φτυάρια που παρουσίαζε για χέρια, του πέσανε για μια στιγμή εκ των οφθαλμών μας κι αντικρίσαμε αυθωρεί την αληθινή φύση του κόσμου τούτου, αποφεύγοντας τελικά τη βρώση κάποιας παχιάς φανουρόπιτας για την ανακάλυψη της απολεσθείσας αθωότητα μας:

Ζούγκλα, ουρλιαχτά, σπασμένα οστά, ασθένεια, λιμός, βωμολοχίες, φόνος, αίμα και θάνατος. Όποιος επιβίωνε ήταν ο βασιλεύς του δικαίου κι ο τοποτηρητής ενός σαλού κόσμου, κι όποιος έπεφτε στο χώμα μεσ’ τα αίματα και τους μωλωπισμούς καλό ήταν να παρέμενε εκεί και να σέρνεται για το υπόλοιπο της ζωής του ωσάν πνευμονοφόρο μαλάκιο.

xilo7

Μπορεί ο πατέρας όλων μας - ένας Φιοντόρ Πάβλοβιτς Καραμάζοφ ή ένας Βασιλιάς της Δανίας Άμλετ - να ‘ναι και η αιώνια κληρονομιά μας, μπορεί το σκότωσε τον πατέρα να μπήγει το μαχαίρι της αλήθειας βαθιά στην Ελληνική ηθική μας, δεν παύει όμως να μας αναγιγνώσκει ένα γεγονός: Όλα είναι προδιαγεγραμμένα και ήδη σχηματισμένα απ’ τους προσφιλείς αλυτάρχες προγόνους απάνω στα χρωμοσώματα μας.

Ας προχωρήσουμε όμως στο δια ταύτα:

Οι ρίζες των απανταχού συμπλοκών πρωτοεμφανίζονται σαν μία ελάσσονα και γκροτέσκα βωμολοχία που εξακοντίζεται έξωθεν του θαμπού παρμπρίζ του πατρικού οχήματος, πρωί με τη βροχή να δέρνει μία νέα, αγαρμποξυπνημένη και παρθένα ψυχή. Αυτό που δεν ήθελε να μας το μάθει ο πατέρας από τρυφερότητα το κάρφωσε με μία ύπουλη επίνευση μέσα στην καρδιά μας ο δρόμος.

Ανεβαίνοντας τον Λυκαβηττό αισθάνθηκα σαν τον Δον Κιχώτη

 

Τα παράταιρα τέκνα μεγάλωσαν κι έγιναν σημαντικοί κι αξιοπρόσεκτοι ενήλικες που μπορούν τώρα εύκολα να περιδιαβαίνουν τα – ακόμη - σπασμένα σοκάκια της πόλης άφοβα και περίτρανα, καμία όμως εμπειρία ή ασφάλεια εγκεφαλική δεν είναι ικανή να σώσει ένα σώμα απ’ τον μοιραίο ξυλοδαρμό του.

Κανένα στρώμα σωτηρίας για τους απανταχού καβγατζήδες, κανένας σιγαστήρας πληγών για τους ευέξαπτους της πλάσης, ουδεμία λύπηση για τα νευρόσπαστα της ιστορίας.  

xilo5

Ποιος δεν έχει τύχει να του μιλήσουν πρόστυχα στο δρόμο στόματα στρεβλά που στάζουν μίσος ή ανοησία, να τον αδράξουν χέρια ροζιασμένα και να τον σκίσουν νύχια βρώμικα, να τον κλωτσήσουν μύτες παπουτσιών σε κλειδώσεις που δύσκολα επανέρχονται; Άλλοι απαντάνε στις απειλές και στις ύβρεις, κι άλλοι όχι, το ερώτημα όμως είναι ένα:

Τι είναι πρέπον να κάνει κανείς; Να εμπλακεί παρασυρμένος από μία αμάλαγη και φουρτουνιασμένη συναισθηματική θάλασσα ή να μπήξει το βουλοκέρι της δειλίας στο στόμα και να προσποιηθεί τον αφασιακό ίσια κοιτώντας μπροστά, πνιγμένος μ’ ένα μακροβούτι στην αυτοφαλκίδευση του;

xilo6

Ακόμη και οι Άγιοι έδερναν. Δες τον Άγιο Νικόλαο που μπουκέτιασε τον αιρετικό Άρειο εκ Βαυκαλίδος, επί Νίκαιας το 325 μ.Χ. στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, όταν ο δεύτερος τόλμησε να καπακώσει θρασυστόμως με φιλοσοφικές μαλαγανιές τους συγκεντρωμένους αρχιερείς, βασιλείς και μοναχούς. Τελικά τον Άγιο Νικόλαο τον συγχώρησε ο θεός μέσα στο κελί του.

Εμάς όμως ποιος θα μας συγχωρήσει που Άγιοι δεν υπήρξαμε ποτέ μήτε είχαμε αυτοκρατορικούς χαρακτήρες σαν τον Flavius Constantinus να μας αφουγκράζονται και να μας ραίνουν με σόλιδο;

Όταν όμως σε καίει το δίκαιο τρως και τα σίδερα, παρακάμπτεις ακόμη και τους βασιλείς.  

xilo1

Εν Αθήναι πόσες φορές δεν έχει τύχει να μας φερμάρουν άρδην και να μας μαγκώσουν αψυχολόγητα κι άξαφνα έχνη, πατουλιές και βάτοι σκιών; Μυρμηγκιές αφανέρωτες που ψάχνουν για τροφή; Όλοι από κάτι μπορεί να θέλουν, άλλος το πορτοφόλι σου, άλλος το δαχτυλίδι σου, άλλος ακόμη και τα ωραία δερμάτινα υποδήματα σου. Πόσες φορές δεν έχεις νιώσει την χείρα την καυτή της συμπλοκής απάνω στα φύλλα της καρδιάς σου απλά και μόνο γυρνώντας ειρηνικά και χαμογελαστός στο σπίτι;

Και δεν είναι πως πάντα οι άλλοι φταίξανε. Πόσες φορές εσύ ο ίδιος δεν ύψωσες τη γροθιά να ραπίσεις και να πατήσεις το πρόσωπο του πλησίον σου; Ένα δύο ποτηράκια παραπάνω, μία ανοίκεια κι ύποπτη δήλωση, μία ψηλάφηση ανεξιχνίαστης ουλής στα ψυχοσωματικά ψαχνά. Όλα αυτά μπορεί να φέρουν τον καθένα στη θέση του ξυλοφορτωτή ή του ξυλά που λέει ο σοφός Κ.Π.

Χαμένος στα προάστια: Η απρόοπτη χρησιμότητα του να μην θυμάσαι που πάρκαρες

 

Πρέπει ο άντρας να ρίχνει μερικές ξεκούδουνες ψιλές όταν χρειαστεί; Είναι τώρα αυτό ορθό; Και τι είναι ο ανήρ για να ρίχνει; Ποιος του έδωσε αυτό το αναντίρρητο δικαίωμα; Είναι η φύση κατάλληλη ν’ απαντήσει στους καιρούς που ζούμε;

Μα ποιος ρώτησε το ματωμένο πεζοδρόμιο και πήρε ποτέ του κάποια απόκριση, όποια εποχή κι αν ήταν αυτή;

Τα συφοριασμένα πεζοδρόμια ενίοτε είναι για να πατάμε κι άλλες φορές για να διαρρηγνύουμε τα κρανία μας, όχι γιατί είναι ορθό, ούτε γιατί χρειάζεται, αλλά γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς.

xilo2

Εμείς ποντάρουμε στη ρουλέτα των συμπλοκών μόνο με τα σώματα κατά το δοκούν, τις σάρκες που περιπατούν και στέκονται, η ψυχή κάπου στην πορεία έρχεται και κάπου στην πορεία φεύγει σιωπηλή.

Αυτό που μένει όμως είναι τα αρχεία των συμπλοκών και οι προσωπικές ιστορίες πόνου. Ποιος χτύπησε ποιον, ποιος έριξε την πρώτη, ποιος έπεσε, ποιος σηκώθηκε, ποιος μάτωσε, ποιος έκλαψε απ’ τα νεύρα του ομπρός στα λάθος άτομα.

Αν τα δόντια εμπεριείχαν τις ψυχές μας τότε σαν τις γάτες θα είμασταν εφτάψυχοι κι εμείς. Άλλα κουνιούνται άλλα σαπίζουν κι άλλα τα χάσαμε για πάντα.

Πώς το μπαρ έγινε ο παράδεισος ενός αμετανόητου και μοναχικού εργασιομανή

 

Μα όταν εναγκαλιστούμε με το δαίμονα μας, όταν η ψυχική επιληψία μας ρέει κρουνηδόν σε μέρη ανεξιχνίαστα, τότε εκεί δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να κριθεί, εκεί βρίσκει κανείς μόνο μία παλινδρόμηση, κουβάδες όξινης βροχής, της βίας τον ραδιενεργό πυρήνα που μοιάζει με τραγούδι.

Η βία είναι, φυσικά, κατακριτέα σε οποιαδήποτε μορφή της αλλά πάνω στις συμπλοκές οι ηθικοί κριτές σφαλίζουν τους λάρυγγες και σπάνε σαν μπάλες του μπιλιάρδου τρομοκρατημένοι στις τρύπες τους.

Είναι αυτό που λέμε, μη σου τύχει. Άλλοι το μελετάνε λανθασμένα διαρκώς και δεν το βρίσκουνε ποτέ στην πιο αγνή μορφή του κι άλλοι κάθε μέρα τρώνε ξύλο και δίνουν πίσω τους ίδιους οκάδες που πήραν και κλέβουνε στο ζύγι λίγο παραπάνω.

 xilo8

Γιατί όποιος μαζεύει ξύλο θα δώσει, κι όποιος ψάχνεται τα βρίσκει.

Τώρα υπάρχουν και οι ενδιάμεσοι πονεμένοι ζάβαλοι που βόσκουν ωσάν τ’ αθώα ζωντανά σε μέρη της πόλης όπου δεν πρέπει, τάχα μου για λίγο χαλκέντεροι ή απλώς ανελέητα απρόσεχτοι κι εκεί την παθαίνουν μία και καλή κι η πύρινη σφραγίδα που ποτέ δεν είχαν δεχθεί στον σχολικό αυλόγυρο, παραλαμβάνεται ημί-δοξασμένη σε κάποιο απόμερο σοκάκι της πόλης, από ένα άγνωστο και πεινασμένο χέρι.

Και όταν σφραγιστείς μεσόκοπος η πληγή δεν γιαίνει εύκολα.  

Διότι όποιος δεν έκανε καριέρα σαν πρόβατο δεν ξέρει τι σημαίνει λύκος. Οπότε το δίκαιο στις συμπλοκές μάλλον πως δεν υπάρχει κι αν ποτέ υπάρξει, έστω και για λίγο ή εκ των υστέρων, είναι τόσο ισχνό κι ασήμαντο ομπρός της κακοήθους μελανιάς, του εξευτελισμού, του αίματος και των σπασμένων οστών που ουδείς τελικά δεν του δίνει πλέον την παραμικρή σημασία.

Οπότε αν σου τύχει ποτέ στο διάβα σου εκείνος ο μοναδικός Γκρο Μανιόν, κοίτα ευθεία και στρίψε λίαν συντόμως, αν δεν θέλεις να βρεθείς να μετράς σαν κομποσκοίνι λάθη και σωστά για την υπόλοιπη ζωή σου και ν’ ανταλλάξεις το δίκαιο με πορφυρά οστά του στόματος ή να συγκρίνεις νάρθηκες σε κάποια ζοφερή κλίνη του ΚΑΤ.

*Κ. Παπαγιώργης, Οι ξυλοδαρμοί, εκδ. Καστανιώτη, σελ.249.


©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved