Δεν ξέρω, πήγα διακοπές, όχι πολύ, αλλά πήγα. Είπα δεν θα κάτσω τον Αύγουστο πάλι στην Αθήνα. Το ‘χει όμως η μοίρα μου φαίνεται να περνάω κάθε χρόνο εκείνες τι παράξενες μέρες στην μεγάλη πόλη, μέρες που είναι σαν να μην υπάρχουν, λες και είναι εξ ολοκλήρου βυθισμένες στον λήθαργο ή μέσα σε μία υγρή ουσία, εκείνη την ουσία των ονείρων.
Έπρεπε να γυρίσω πίσω στη μέση του Αυγούστου και αυτό που αντίκρισα ήταν μία άλλη πόλη, ένα μέρος ξένο κατά κάποιο τρόπο, χωρίς πολύ φασαρία και τροχούς να ροκανίζουνε τα πλαϊνά του κεφαλιού μου. Μπαίνω στο τρένο και είναι άδειο, μόνο ένα δύο άνθρωποι κοιτάνε έξω από το παράθυρο, μπορεί να κάνει ζέστη αλλά δεν αισθάνομαι τίποτα, τόσο πολύ δεν χορταίνω να κοιτάω αυτή την άγνωστη πόλη που είχα να την αντικρύσω ένα χρόνο τώρα, δηλαδή από πέρσι το καλοκαίρι πάλι.
Ένας Έλληνας σε μία μικρή γερμανική πόλη
Καβαλάω το ποδήλατο και τα πάντα μοιάζουν ερημωμένα, ερείπια που στέκουνε ακόμη, είναι λες και έγινε κάτι το αποκαλυπτικό, μία καταστροφή που όμως δεν άφησε πίσω της κανένα συντρίμμι, παρά μόνο εξαφάνισε όλους του κατοίκους της πόλης με μία πνοή της. Κοιτάω δεξιά κι αριστερά να δω αν έρχεται κατά πάνω μου κάποιο παράξενο έχνος με αίμα στο στόμα και υψωμένα χέρια υπνοβάτη αλλά τίποτα. Όλα είναι ήσυχα στο κέντρο που κινούμαι. Κύκλοι που επαναλαμβάνονται αενάως.
Δεν ξέρω αν όλο αυτό είναι ρομαντικό διότι δεν έχω με τι να το συσχετίσω για να γεννηθεί το συναίσθημα του ρομαντικού στο στήθος μου. Δεν ξέρω καν αν αυτή η πόλη είναι ρομαντική ή αν υπήρξε ποτέ. Τα μπετά είναι ακόμη στη θέση τους και ο βρασμός στα πεζοδρόμια είναι δυνατός, οι βιτρίνες των καταστημάτων γυαλίζουν σε σημείο παράνοιας το μεσημέρι και η παραμικρή κίνηση υπονοεί γιγαντιαία προσπάθεια από όλα τα εναπομείναντα πλάσματα της πόλης.
Οι τουρίστες είναι λιγοστοί και αυτό μου αρέσει κατά κάποιο τρόπο, οι γείτονες που είχα στην καραντίνα και είχαν έρθει εκ Γερμανίας εξαφανίστηκαν ξαφνικά, λες και τους κατάπιε ο πεζόδρομος σαν ένα σαρκοβόρο φυτό από μάρμαρο.
Προλετάριος: Οι 5 χειρότερες δουλειές που έχω κάνει ποτέ
Προσπαθώ να συνδεθώ με τα ασθματικά συναισθήματα μου και να προσδώσω ένα νόημα σ’ όλη αυτή την Αυγουστιάτικη εγκατάλειψη των κάπως κουραστικών, παραδοσιακών, αναγκαστικών διακοπών. Συνειδητοποιώ πως γυρνώντας απ’ το νησί ήμουν πιο κουρασμένος, σαν η κούραση ν' απλώθηκε όπως το μελάνι στο χαρτί. Και τώρα αυτό. Μία πόλη φάντασμα πολιορκημένη από διάφανες απειλές και υποσχέσεις ενός πολύ δύσκολου και δυστοπικού φθινοπώρου.
Η Αθήνα τον Αύγουστο είναι μία πόλη που δεν ξέρω τι να την κάνω
Αυτόματα γίνεται ένας τόπος περισυλλογής που στρέφεται όμως μόνο προς τα μέσα, η πηγή ζωής της αναδιπλώνεται εκ των ένδον. Είναι σαν όλοι οι άνθρωποι να μ’ άφησαν ατασθαλή κληρονόμο σ' ένα γιγαντιαίο δικό μου χώρο, ένα παιδικό δωμάτιο ονείρων που εκεί μπορώ να τριγυρνάω ελεύθερος και να συλλογιέμαι το παρόν πιο δυνατά από οτιδήποτε άλλο.
Αν υπάρχει ένας αστικός παράδεισος θα είναι σαν την Αθήνα τον Αύγουστο, πλήρης αλλά κι ελλιπής ταυτόχρονα, γεμάτος υποσχέσεις μίας αλλαγής που δεν έρχεται ποτέ, ψυχολογικά ασταθής και συνάμα ενδιαφέρων εξαντλητικός.
Τόσο έντονος είναι αυτός ο αστικός χώρος τελικά που ο πρωτόπλαστος αστός - ένας και μοναδικός χωρίς ταίρι ή επιθυμίες - έχει μείνει να περιδιαβαίνει τους δρόμους, ν’ αποζητάει την ανακάλυψη του δέντρου στ’ οποίο ο απαγορευμένος καρπός ίσως να κρέμεται περιμένοντας το χέρι του να τον αδράξει αλλά ίσως και όχι.
Μία επανάληψη που αρνείται πεισματικά να επαναληφθεί κι αντιστέκεται. Η πόλη κοιτάει προς τον εαυτό της, σιωπηλή οιμωγή μίας ιδανικής εξαφάνισης.
Στο παρακάτω άλμπουμ θα απολαύσεις εικόνες από την φιλήσυχη Αθήνα τον Αύγουστο: