«Διάβαζε όλα σου τα μαθήματα, να μπεις στο πανεπιστήμιο. Να γίνεις επιστήμονας και συνάμα λαμπρός», ή «καμιά γυναίκα δεν θα σε αγαπήσει εάν δεν είσαι καλλιεργημένος». Αυτά και πολλά άλλα παρόμοια.
Δεν σου λέω κάτι καινούργιο, κάτι που πρώτη φορά έφτασε στα αυτιά σου, πέραν του κλασικού εικονογραφημένου «φάε όλο σου το φαγητό για να ψηλώσεις» -που δεν κατάλαβα ποτέ αν ισχύει-. Πολλά τα «πρέπει», κανένα όμως «θες» με ερωτηματικό στο τέλος. Γενικώς εμάς τους άντρες μας πιάνει λίγο το πατριωτικό μας όσον αφορά αυτό που γινόμαστε όσο μεγαλώνουμε, σαν να έχουμε κάποια υποχρέωση επειδή και μόνο γεννηθήκαμε με αντρικό μόριο και περισσότερη φυσική δύναμη από τις γυναίκες. Να είμαστε κυρίαρχοι γιατί πρέπει πάντα να υπερισχύει ο δυνατός. Για να το πω αλλιώς, χωρίς να το κάνουμε για μας πραγματικά αλλά γιατί μόνο έτσι θα μας εκτιμούν οι γύρω μας.
Από μικρή ηλικία μας έπεισαν ότι το απόλυτο άθλημα είναι το ποδόσφαιρο, ο απόλυτος άντρας είναι ένα κράμα Κόναν του Βάρβαρου σε συνδυασμό με το μυαλό του Stephen Hawking, ηγετικές ικανότητες του Del Piero, στυλ του Ryan Gosling και «κατακτήσεις» του Γιάννη Σπαλιάρα.
Με λίγα λόγια οι γονείς μας, η κοινωνία η ίδια –θέλοντας και μη- ξέροντας πως ζούμε στον πολιτισμό, μας πήρε και μας τοποθέτησε σε εκείνον της ζούγκλας. Εκεί που δεν γίνεσαι κάτι επειδή το θες, αλλά ό,τι σου επιβάλλεται προκειμένου να επιβιώσεις. Είσαι λιοντάρι; Έχεις το πάνω χέρι. Είσαι ελάφι; Τρέχα ή αν έχεις τα κότσια ζήσε «έξυπνα», κινήσου με δόλο, σκέψου σαν λιοντάρι και θα επιζήσεις.
Έτσι λοιπόν έγινε και με μας τους άντρες. Μας είπαν «είστε οι λέοντες του κόσμου» και μας ανάγκασαν να σκεφτόμαστε αλλιώς. Πιο εγωκεντρικά, πιο «άγρια». Διότι «δεν είσαι πραγματικός άντρας αν δεν σκέφτεσαι μπροστά, αν έχεις αδυναμίες ή σε παρατήσει η γυναίκα σου για κάποιον άλλον». Ή για να μιλήσω με πιο σύγχρονα κριτήρια, «αν δεν έχεις ταξιδέψει σε δέκα μέρη εκτός της Ελλάδας, δεν έχεις ‘δυνατό’ Instagram, δεν προτιμάς το γυμναστήριο από το PlayStation, ή χορεύεις και ξενυχτάς αρκετά συχνά».
Αυτοκριτική κανείς;
Δεν χρειάστηκε να φτάσω στα 30 για να κάνω αυτοκριτική, την κάνω κάθε μέρα και δεν το κρύβω. Είμαι ένας άνθρωπος που με βαραίνουν πολλά, έχω ενοχές για ακόμα παραπάνω (είτε φταίω, είτε όχι) και προσπαθώ συνεχώς να σκέφτομαι αν κάθε μέρα που περνά έκανα το κάτι παραπάνω για να βελτιώνομαι ως άνθρωπος. Για κάθε θετικό πρόσημο προσθέτω ένα πόντο, για κάθε αρνητικό αφαιρώ τρεις.
Θα σκεφτείς και ορθώς «τι πρόβλημα έχει ο Κάβουρας; Τον βασάνιζαν μικρό;». Η απάντηση είναι «όχι» ήμουν μια χαρά, με πολλούς φίλους, καλά παιδιά, σε καλό περιβάλλον, κοινωνικός και μέσα σε όλα. Πού είναι το πρόβλημα; Από μικρός είχα το δικό μου ρυθμό με τα πάντα. Δεν τρελαινόμουν να μεγαλώσω. Όταν οι άλλοι έβγαιναν το βράδυ εγώ ήθελα να αράζω μέσα να παίξω Football Manager. Όταν οι άλλοι πήγαιναν για τα πρώτα τους τσιγάρα και στις καφετέριες, εγώ προτιμούσα να πάω για ένα μονάκι μπάσκετ. Μέχρι μια ηλικία η αποχή από την… μαγκιά δεν με επηρέαζε. Κάποια στιγμή όμως η εξέλιξη με βρήκε και μου έριξε ένα γερό χαστούκι.
Έβλεπα φίλους να μην με ακολουθούν, τις παρέες να εξελίσσονται σε «αντράκια» και τον εαυτό μου σε κρίση. Να μένω πίσω. Εκεί που είχα τον ρυθμό μου, ένα μεγάλο «πρέπει» μπήκε μπροστά από κάθε μου κίνηση. Έπρεπε να διαλέξω: Ή θα μεγαλώσω με το «πρέπει» και γρήγορα ή θα ακολουθήσω τον δικό μου slow motion ρυθμό.
Τελικά…
… το αν έκανα καλά ή όχι δεν θα δείξει ακόμα, αλλά σε πολλά έτη. Άλλωστε έχουν περάσει 15 χρόνια από εκείνη την ημέρα της πρώτης κρίσης. Τη μέρα που σταμάτησα να ζω ως αυτός που θέλω και ξεκίνησα σαν εκείνος που «επιβάλλεται» να είμαι. Που ήθελαν οι άλλοι να βλέπουν για να είμαι αποδεκτός.
Δεν ξύπνησα μια μέρα και είπα «θέλω να γίνω δημοσιογράφος». Για την ακρίβεια ούτε καν μου είχε περάσει από το μυαλό –εγώ για Οικονομολόγος πήγαινα-, απλώς μου άρεσε να γράφω και η τύχη-η μοίρα- οι καταστάσεις τα έφεραν έτσι μπροστά μου πριν από λίγα χρόνια ώστε να ασχοληθώ με κάτι που μου αρέσει, δηλαδή τη γραφή. Και σε ένα χώρο που δεν είναι και ο πιο εύκολος, έχω βρει την ισορροπία μου, έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που τους εκτιμώ, τους θεωρώ εξαιρετικούς στη δουλειά τους και πάνω από όλα φίλους.
Πέραν αυτού όμως, κάθε φορά που γυρνάω στο σπίτι, κοιτάζομαι στον καθρέφτη, βλέπω τον Χρήστο του σήμερα και αναρωτιέμαι αν όντως χαίρομαι με αυτό που βλέπω. Δεν λέω πως δεν εκτιμώ όλα αυτά που έχω πετύχει ή μου προσφέρθηκαν απλόχερα, ούτε με έπιασε ξαφνικά η μεγαλομανία να κυνηγήσω τον ουρανό με άστρα. Το μάτι μου εστιάζει στα σημεία εκείνα του εαυτού μου που δεν φαίνονται, εκείνα που με συνδέουν με την όποια απάντηση έδωσα σήμερα, την κάθε πλάκα, ματιά, χυλόπιτα (λέμε τώρα), ειρωνικό γέλιο και το αν ήταν αυτό πραγματικά που ήθελα να κάνω. Μιλάω για τις αντιδράσεις που έχω καθημερινά, οι οποίες είναι αποτέλεσμα της καθημερινότητάς μου. Όχι απαραίτητα του μονοπατιού που ήθελα να ακολουθήσω.
Πολλοί στη ζωή τους ήθελαν να γίνουν δημοσιογράφοι και τελικά πέρασαν μια ζωή σε κάποια εφημερίδα. Άλλοι είχαν όνειρο να γίνουν NBAers ή ευρωβουλευτές και έφτασαν μέχρι την Α2 Ελλάδας ή την τοπικό συμβούλιο νέων αντίστοιχα. Ακόμα και αν δεν εκπλήρωσαν τα πραγματικά τους όνειρα, μπορεί να κοίταζαν κάθε βράδυ τον εαυτό τους στον καθρέφτη και να ένιωθαν ολοκληρωμένοι.
Όπως αυτός o άνθρωπος-πρότυπο.
Εγώ πάλι δεν θα πω «ναι» ή «όχι», θα αρκεστώ σε ένα απλό «δεν ξέρω ακόμα». Μακάρι κάποια μέρα να μάθω, ελπίζοντας μόνο να μην είναι αργά. Για μερικούς η ζωή είναι ένας μαραθώνιος, για άλλους πολύ μικρή. Σίγουρα όμως δεν είναι πρόβα για να την χαραμίζεις.