Το «Περήφανα Νιάτα - Τιμημένα Γηρατειά», ήταν ένα από τα πιο γνωστά σλόγκαν του Αντρέα Παπανδρέου, που πέθανε μαζί με το ΠΑΣΟΚ της καρδιάς μας, τα διακοποδάνεια, τις κονόμες από το Χρηματιστήριο, τις Καγιέν και τα τριήμερα ταξιδάκια στο εξωτερικό για ψώνια. Και μια μέρα ήρθαν τα μνημόνια κι όσο κι αν κάποιοι υποστηρίζουν ότι έφυγαν, στην πραγματικότητα ζουν και βασιλεύουν ανάμεσά μας. Και τα νιάτα δεν είναι καθόλου περήφανα - αλλά εμείς «τα νιάτα» ή εσείς τέλος πάντων, θα τη βρούμε και θα τη βρείτε την άκρη με κάποιον τρόπο. Κυρίως όμως, δεν είναι πια «τιμημένα» τα γηρατειά. Κι αυτό είναι κάτι που μας στιγματίζει όλους μας. Που πρέπει να μας κάνει να κοκκινίζουμε από ντροπή: ο πατέρας κι η μητέρα, ο παππούς και η γιαγιά, οι άνθρωποι που μας μεγάλωσαν και έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για εμάς, προσπαθούν να να τα βγάλουν πέρα με κουτσουρεμένες συντάξεις, που φτάνουν - δεν φτάνουν για τα φάρμακά τους. Πόσο «περήφανα» μπορούν να νιώθουν τα γηρατειά; Πόσο περήφανοι μπορούμε να νιώθουμε όλοι εμείς με την κατάντια αυτή;
Ο ανεκδιήγητος Υφυπουργός Εργασίας Τάσος Πετρόπουλος, θεώρησε ότι ένα πολύ καλό προεκλογικό πυροτέχνημα θα ήταν να πουλήσει ελπίδα και προσδοκία στα γεροντάκια, ότι υπάρχει η πιθανότητα να πάρουν κάποιο βοήθημα οι χαμηλοσυνταξιούχοι (και οι Δημόσιοι Υπάλληλοι), κάποιο επίδομα για το Πάσχα. Σε περλιπτωση που δεν θυμάστε, να σας θυμίσω ότι μιλάμε για τον άνθρωπο που υποστήριζε κάποτε ότι τον σταματούσαν στο δρόμο και του έδιναν συγχαρητήρια για τις νέες εισφορές κι ότι οι επαγγελματίες ήταν ευχαριστημένοι με τα όσα πληρώνουν με τις νέες ρυθμίσεις για το ασφαλιστικό. Δεν έχει σημασία αν ο Τάσος Πετρόπουλος ζει στον κόσμο του, αν τον φτύνουν και νομίζει ότι βρέχει ή αν δεν χαμπαριάζει από δούλεμα και ειρωνεία, σημασία έχει αυτό που προκάλεσε σε ένα σωρό κόσμο: σκεφτείτε το γεροντάκι ή τη γιαγιά που άκουσε τον Υφυπουργό να λέει όσα είπε και ονειρεύτηκε τι θα μπορούσε να ψωνίσει με αυτά τα 200 ή 300 ευρώ: δώρα για τα παιδιά, τα εγγόνια και τα βαφτιστήρια, τα φαγητά για το Πασχαλινό τραπέζι, μήπως κάνουμε φέτος κι ένα ταξιδάκι στο χωριό να δούμε τους συγγενείς και τους φίλους. Και μετά, άκουσε την Κυβέρνηση να ξελέει κι όλα αυτά πήγαν περίπατο.
Συγνώμη αν σας ακούγεται λαϊκισμός όλο αυτό, αλλά δεν είναι. Είναι αγανάκτηση και θυμός, όταν βλέπεις να γίνεται μικροπολιτική και ψηφοθηρία στην πλάτη ηλικιωμένων ανθρώπων που αγωνίζονται για να ζήσουν αξιοπρεπώς τα χρόνια που τους απέμειναν και αναρωτιούνται πού πήγαν τα χρήματα που δούλεψαν τόσα χρόνια. Γιατί τα δούλεψαν, ώστε να πάρουν μια σύνταξη που θα τους επιτρέψει να ξεκουραστούν και να ηρεμήσουν, αλλά στην πορεία είδαν τα χρήματα να ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους και να πέφτουν στον υπόνομο του χρέους.
Με πολλά πράγματα «επιτρέπεται να παίζουν» οι πολιτικοί, να τάζουν, να λένε και να ξε-λένε, να ρουσετολογούν, να αφήνουν υποσχέσεις, να παριστάνουν τους θυμωμένους και τους αποφασιστικούς, να ικανοποιούν την εκλογική τους πελατεία. Αυτή είναι η δουλειά τους, είναι επαγγελματίες ψέυτες, «παπατζήδες» με κοστούμια που τους ψηφίζουμε για να ζούμε μέσα στη φούσκα όπου νιώθουμε προστατευμένοι. Με τα γηρατειά όμως δεν επιτρέπεται ούτε να παίζουν, ούτε να τάζουν, ούτε να προσπαθούν με χυδαίο τρόπο να εξασφαλίσουν μερικά ψηφαλάκια παραπάνω - αυτή πρέπει να είναι μια από τις κόκκινες γραμμές όχι μόνο αυτής της Κυβέρνησης, αλλά κάθε Κυβέρνησης.
Πρέπει να είναι μια κόκκινη γραμμή της κοινωνίας ολόκληρης, που οφείλει ευγνωμοσύνη στους προγόνους της και όχι ψέμματα και φρούδες ελπίδες.