«Ρίγος στη ραχοκοκαλιά. Αυτό ένιωσα όταν τον αντίκρισα». Από το άλλο άκρο της τηλεφωνικής γραμμής έρχονται διαρκώς στοιχειωμένες εικόνες. Θολές, μαυρισμένες, μακάβριες που καμιά φορά χρωματίζονταν και το ψυχρό, βουβό, άψυχο, τοπίο αποκτούσε ζωή και κίνηση. Όχι από την ευγενική χροιά του συνομιλητή αλλά από τις λεπτομέρειες στις ιστορίες που διηγούταν. Η σκληρή καθημερινότητα ανάμεσα σε έναν δεσμοφύλακα και έναν κρατούμενο απέχει μερικά κάγκελα.
Όσο τον ξέρετε, όσο τον έχετε δει εσείς, άλλο τόσο τον ξέρω και τον έχω δει εγώ. Μοναδική μας σύνδεση, το ακουστικό. Θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του για να μας μιλήσει. Σεβαστό και αρκετό για να τολμήσουμε επιτέλους να πλησιάσουμε έναν από τους μεγαλύτερους εφιάλτες των παιδικών μας χρόνων. Εκείνον που μάς επισκεπτόταν τα βράδια και, σαν τη Μόρα, καθήλωνε τον ύπνο μας, κατακλείζοντάςτον με τίτλους εφημερίδων, ρεπορτάζ ειδήσεων και φρικιαστικές εικόνες.
Αυτή είναι η φυσιολογική επίπτωση στον ψυχισμό ενός 8χρονου παιδιού, όπως εγώ, που στις 20 Μαΐου γιόρταζε τα ανέμελα γενέθλιά του, την ώρα που ο Θεόφιλος Σεχίδης σκότωνε και τεμάχιζε τα μέλη της οικογένειάς του, ή και ενός 15χρονου όπως ο σωφρονιστικός υπάλληλος που τώρα μιλούσα.
«Ποτέ στη σταδιοδρομία μου δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα τον έβλεπα. Στα παιδικά μου χρόνια με είχε συγκλονίσει, με είχε σοκάρει. Κι όμως, έφτασε η στιγμή, να βρεθώ απέναντί του, να συνυπάρχω μαζί του για δύο μήνες στην ψυχιατρική φυλακή, το 2008. Ήταν κάτι σαν δέος για μένα που ήμουν πιο νέος. Αλλά μόνο για μένα, όχι για τους υπόλοιπους δεσμοφύλακες που ήταν εκεί χρόνια. Για αυτούς, ο Σεχίδης είχε γίνει πια... άλλος ένας κρατούμενος».
Ο Θεόφιλος Σεχίδης, ο Σφαγέας, ο Μακελάρης της Θάσου, που σκότωσε πέντε μέλη της οικογένειάς του και τεμάχισε τέσσερα από αυτά, ο άνθρωπος που έκανε τον πιο ειδεχθή και αρρωστημένο πολλαπλό φόνο στα ελληνικά χρονικά, όπως έλεγαν τότε στις ειδήσεις, ήταν πια μια φιγούρα που μπορούσα να δω, αλλά όχι και να φοβηθώ. Σε αντίθεση με τον δεσμοφύλακα, που αρκετά χιλιόμετρα μακριά μου, αλλά αρκετά μέτρα κοντά του, είχε λόγο να νιώσει, να ακουμπήσει, να μιλήσει με τον φόβο:
«Σε τέτοιους κρατουμένους προσπαθούσαμε ούτε την πλάτη μας να μη γυρνάμε. Κακά τα ψέματα, ο άνθρωπος αυτός ήταν άρρωστος. Ήταν ένας ψυχωτικός δολοφόνος. Αυτό τα λέει όλα. Και δεν το λέω εγώ, οι ψυχολόγοι το λένε, πως τους πρώτους που θα σκοτώσει ένας τέτοιος άνθρωπος είναι η οικογένειά του».
Όπως και έγινε, με τον Θεόφιλο Σεχίδη, που δολοφόνησε μάνα, πατέρα, αδερφή, θείο και γιαγιά, επειδή νόμιζε ότι είχαν συνωμοτήσει για να τον σκοτώσουν.
«Σας βλέπω σαν μεζέδες»
Στο Ψυχιατρείο των Φυλακών Κορυδαλλού, αφού αρχικά είχε κρατηθεί στη Δικαστική Φυλακή, ο Θεόφιλος Σεχίδης βρισκόταν από το 2001. Εκεί δηλαδή που πέθανε πριν από μερικές ημέρες, στην προσπάθειά του να μεταφέρει το 150 κιλών σώμα του στο μπάνιο. Τα καρδιολογικά προβλήματα προκάλεσαν δύσπνοια και μοιραίο θάνατο. Επτά χρόνια μετά, ο «ανώνυμος» δεσμοφύλακας βρέθηκε στις Φυλακές, όπου και εργάστηκε για δύο μήνες. Όχι, δεν είχε αμέτρητες ιστορίες να μας διηγηθεί, όπως κλισεδιάρικα θα μπορούσε να είναι ένας θελκτικός τίτλος στο άρθρο, αφού ήταν ένας κρατούμενος διαφορετικός από τους άλλους: «Όταν τον βρήκα εγώ, παρέμενε συνεχώς έγκλειστος στο κελί του. Δεν έβγαινε ποτέ. Ακόμα και όταν οι πόρτες άνοιγαν, εκείνος καθόταν πάντα μέσα», λέει αρχικά ο δεσμοφύλακας πριν μας μεταφέρει δύο συγκεκριμένες στιγμές του Σεχίδη.
«Η μία ήταν στη Δικαστική Φυλακή, όπου και κρατούταν αρχικά. Εγώ δεν ήμουν "παρών". Μου την είχαν περιγράψει. Είχαν δημιουργηθεί κάποια περιστατικά που έγιναν και αιτία να μεταφερθεί στο ψυχιατρικό τμήμα. Όταν ήρθε ο Σεχίδης στις φυλακές, δέχτηκε κάποιες φραστικές επιθέσεις από τους συγκρατούμενούς του. Όχι απειλές. Κυρίως πειράγματα. Τότε, εκείνος, άρχισε να τους κυνηγά, προσπάθησε να ορμήξει κατά πάνω τους και τους φώναξε: «ΞΕΡΕΤΕ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ; ΕΦΑΓΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ. ΕΣΑΣ ΣΑΣ ΒΛΕΠΩ ΣΑΝ ΜΕΖΕΔΕΣ».
Η εικόνα, η φράση και συγκεκριμένα η λέξη «μεζέδες» μου έδωσαν να καταλάβω τι εννοούσε ο δεσμοφύλακας στην αρχή της συνομιλίας μας με το «ρίγος». Είναι η διαπίστωση του πόσο ωμά αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος την ανθρώπινη ζωή, την ανθρώπινη σάρκα.
Όταν ο Σεχίδης ζήτησε τσιγάρα...
Το τσιγάρο ήταν ο μοναδικός του φίλος μέσα στη φυλακή. Το alter ego του. Η μοναδική ενασχόλησή του εκτός από τον ύπνο: «Δεν ασχολούταν με κάτι άλλο. Τσιγάρα μόνο να είχε και τίποτα άλλο. Μία μέρα πήγε ένας συνάδελφος και άνοιξε το κελί του. Εκείνος, βγήκε, κατέβηκε μερικά σκαλιά και ήρθε προς το μέρος μας. Ό,τι ήθελε να πει το έλεγε κοφτά, κυνικά, όπως τότε: "ΘΕΛΩ ΤΣΙΓΑΡΑ". Κανένας μας δεν του απάντησε, παρά μόνο ένας συνάδελφος που του είπε: "ΤΣΙΓΑΡΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ". Παρέμεινε εκεί, στη θέση του, να μας κοιτάζει βλοσυρός και να επαναλάβει, πιο αυστηρά αυτή τη φορά: "ΘΕΛΩ ΤΣΙΓΑΡΑ ΕΙΠΑ". Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, ο ίδιος δεσμοφύλακας γύρισε και του είπε: "ΑΦΗΣΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΝ ΖΩΝΤΑΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΟΥ ΡΕ ΣΕΧΙΔΗ ΝΑ ΣΟΥ ΦΕΡΝΕΙ ΤΣΙΓΑΡΑ;". Δεν απάντησε κάτι. Γύρισε την πλάτη του σιωπηρός, αμίλητος και επέστρεψε στο κελί του».
Ζωντανός-Νεκρός
Η ζωή -αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι- του Σεχίδη στη φυλακή, για την ακρίβεια στην Ψυχιατρική φυλακή, έμοιαζε με καρδιογράφημα νεκρού. Πλήρης απομόνωση, εγκλεισμός, καμία σωφρονιστική εξέλιξη, καμία ενασχόληση από αυτές που αναζητούν οι κρατούμενοι μέσα στις φυλακές αποζητώντας μετάνοια και μετέπειτα ενσωμάτωση στην κοινωνία μετά από την αποφυλάκισή τους φυσικά. Αυτή, άλλωστε, για τον Σεχίδη δεν ήρθε ποτέ.
«Στους δύο μήνες που ήμουν εκεί, εκτός από τη στιγμή που βγήκε να ζητήσει τσιγάρα, δεν τον είδα μία φορά να βγει από το κελί του. Η ζωή του ήταν μία πλήρης απομόνωση. Δεν ενοχλούσε την υπηρεσία των φυλακών, δεν μιλούσε με κανέναν συγκρατούμενό του, ήταν απόμακρος. Φυσικά, λόγω και των φαρμάκων. Δεν έπαιρνες, δεν αντάλλαζες κουβέντα μαζί του. Δεν ήθελε επαφές με κανέναν και όποια επικοινωνία μπορούσες να έχεις ήταν πολύ τυπική, με λίγες κουβέντες. Ακόμα και όταν όλα τα κελιά άνοιγαν, αυτός παρέμενε κλεισμένος στο δικό του. Κι ας μην είχε ορατότητα προς τα έξω, παρά μόνο από ένα μικρό παράθυρο. Δεν έβγαινε ποτέ.. Δεν ήταν τιμωρημένος, απλά κάπου το αποζητούσε και ο ίδιος».
Η εικόνα που ερχόταν στο μυαλό μου όσο ο δεσμοφύλακας μιλούσε ήταν η εξής: Ο Σεχίδης, με μούσια, μαλλιά, όπως ακριβώς ήταν κατά τη σύλληψή του (αυτή την εικόνα είχα ως τελευταία άλλωστε), καθισμένος στη μέση του κρεβατιού, αμίλητος, ακλόνητος από κάθε τι μπορεί να συνέβαινε στις φυλακές, ακόμα και αντιπερισπασμός για μαζική απόδραση, να κοιτάζει τον τοίχο ή το ταβάνι και να καπνίζει. Δεν απείχα πολύ από την πραγματικότητα:
«Μία φορά είχα περάσει από το κελί του και κοίταξα από το τζάμι. Από περιέργεια να δω τι κάνει. Καθόταν στο κρεβάτι και κάπνιζε. Δεν νομίζω ότι έκανε κάτι άλλο εκτός από το να καπνίζει. Είχε αφήσει τον εαυτό του, είχε φτάσει 150 κιλά, είχε αφήσει πάλι μαλλιά και μούσια, είχε αφεθεί πια στα φάρμακα. Ήταν μία σταθερή κατάσταση που συντηρούταν με αγωγή αλλά χωρίς εξέλιξη, χωρίς καμία αλλαγή, ούτε καν αναλαμπή. Σίγουρα τα χάπια έπαιξαν ρόλο σε αυτό. Δεν μπορείς να τα ελέγξεις. Αυτό που λένε ότι πέθανε από καρδιά το θεωρώ πολύ πιθανό. Κάπνιζε μανιωδώς και είχε πάρα πολλά κιλά».
Η μοίρα του αν δεν είχε πεθάνει..
Στην ισόβια κάθειρξη, λίγο πριν ο κρατούμενος εκτίσει την ποινή μπορεί να αιτηθεί την αποφυλάκισή του. Ο Σεχίδης το έκανε πριν από δύο χρόνια, ωστόσο αυτή απορρίφθηκε. Και φαίνεται ότι δεν θα έπαιρνε έγκριση ποτέ: «Κάποια στιγμή που είδα το βιβλίο κρατουμένων, όταν θα συμπλήρωνε 25 χρόνια, είχε προβλεφθεί να μεταφερθεί για εγκλεισμό σε Δημόσιο Ψυχιατρείο στην Πτέρυγα Ανιάτων. Η επιθυμία του να αποφυλακιστεί δεν θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα. Δεν έγινε ούτε το 2016 που το ζήτησε. Φαίνεται ότι θα έκανε νέα αίτηση για να δικαστεί, όπως ορίζει ο νόμος και να αιτηθεί την αποφυλάκισή του, ωστόσο τον πρόλαβε ο θάνατος. Και πάλι, όμως, το αίτημά του δεν θα γινόταν δεκτό. Όλα συνηγορούσαν ότι η ζωή του θα συνεχιζόταν σε Ψυχιατρείο».