Ο Γιάννης Οικονομίδης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι ίσως ένας από τους πιο καταξιωμένους και γνήσιους σκηνοθέτες της γενιάς του, που κατάφερε με την δική του μοναδική κινηματογραφική γλώσσα να ανοίξει πόρτες πίσω από ταμπού ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας και να ευαισθητοποιήσει καταστάσεις που μέχρι σήμερα κρατιόντουσαν καλά κρυμμένες μέσα σε οικογενειακά και περιθωριακά «ενυδρεία».
Οι ταινίες του δεν είναι για όλους, αν και θα έπρεπε να είναι. Είναι ταινίες έντονες, οριακές, ακραίες, κομμάτια εικονολογίας που συναντώνται μόνο στην σκληρή πραγματικότητα της καθημερινής αστικής ζωής. Τα σενάρια του, όπως και οι χαρακτήρες του, είναι κομμάτια ενός κοινωνικού συνόλου που αργοπεθαίνει μέσα στην ίδια του την ψυχική και σωματική εντροπία. Το ταλέντο του Γιάννη Οικονομίδη όμως δεν σταματάει στην σκηνοθεσία. Ο ίδιος έχει παίξει σαν ηθοποιός σε πολλές ταινίες, έχοντας ερμηνεύσει μικρούς ρόλους σε μεγάλες παραγωγές όπως το ''Suntan'' και ''Wasted Youth'' του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, το ''Μαζί ή Τίποτα'' του Φατίχ Ακίν και άλλα.
Ο Γιάννης Οικονομίδης ασχολείται και με το θέατρο και μπορούμε να πούμε πως αυτό που μας αποκάλυψε στην κουβέντα που κάναμε, είναι κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικό για εκείνους που ίσως τυχαίνει να γουστάρουν την όπερα αλλά να έχουν και μία αδυναμία για τις ταινίες του.
Βρεθήκαμε μαζί με τον Γιάννη και κάναμε μία υπέροχη κι ενδιαφέρουσα κουβέντα για το σινεμά, τη νέα ταινία που γράφει μαζί με τον Βαγγέλη Μουρίκη, για τη λογοτεχνία, το νέο του πρωτοποριακό πρότζεκτ στη Στέγη Ωνάση κι όλη αυτή την παράνοια που ζούμε καθημερινά στις ζωές μας.
Φωτογραφίες: Άρης Ντίνος
-Πώς ήταν η συνεργασία σου με τον Βασίλη Μπισμπίκη στην Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς;
Η συνεργασία μου με τον Βασίλη ήταν εξαιρετική. Ένας από τους πιο ταλαντούχους και οξυδερκείς ηθοποιούς που έχω συνεργαστεί, από τους πιο δοτικούς. Φοβερό παιδί κι ωραίος άνθρωπος. Ο Βασίλης έχει βάθος, έχει να εκφράσει πράγματα, λόγω μίας ζωής ζόρικης που έχει ζήσει στο παρελθόν. Το δοχείο των εμπειριών του έχει γεμίσει. Είναι πολλοί ηθοποιοί που είναι άδειοι, δεν έχουν τι να εκφράσουν. Σε αυτό το πεδίο πρέπει να έχεις πάντα κάτι να δώσεις. Να φέρνεις κάτι στη δημιουργική διαδικασία. Τι να τον κάνεις έναν ηθοποιό που είναι καναπεδάτος, άδειος, ρηχός, που είναι του “γαλάκτου” με μηδέν λιπαρά!
-Θα συνεργαστείτε μαζί ξανά με τον Βασίλη Μπισμπίκη σε κάτι νέο;
Το πιο πιθανόν ναι, στην επόμενη μου ταινία, καλώς εχόντων των πραγμάτων...
-Με τον Βαγγέλη Μουρίκη κάνετε παρέα; Είστε φίλοι στην κανονική ζωή; Βγαίνετε για ποτό ή για καφέ ας πούμε;
Εννοείται. Για πολλά ποτά και για πολλούς καφέδες και φαγητά και σπανακόπιτες και κουλούρια και κουβέντες, απ’ όλα (γέλια). Με το Βαγγέλη είμαστε καλοί φίλοι και καλοί συνεργάτες. Έχουμε βαθύ δεσμό οι δυο μας.
-Το θεωρείς αυτό κάτι καλό σε μία συνεργασία; Γενικά μιλώντας…
Ανάλογα. Είναι άλλοι που φοβούνται την οικειότητα, την πολύ κοντινή σχέση με τους συνεργάτες τους. Εγώ το επιδιώκω, μέσα στα χρόνια η πλειοψηφία των ανθρώπων με τους οποίους έχω συνεργαστεί μπήκανε και στη παρέα μου, γίναμε και φίλοι, αδέρφια! Οι συνεργάτες μου είναι η οικογένεια μου. Ήρθα από την Κύπρο στα 19 μου. Ο νέος μου κόσμος ιδρύθηκε μέσα από το σινεμά και όλη αυτή τη προσπάθεια να κάνεις ταινίες. Παιδική και νεανική ηλικία πέρασα στη Κύπρο, στρατός και μετά Ελλάδα, Αθήνα και φουλ σινεμά.
-Τι ετοιμάζεις τώρα; Έχεις κάτι νέο στα σκαριά;
Γράφουμε ένα καινούριο σενάριο με τον Βαγγέλη τον Μουρίκη. Το δουλεύουμε από την πρώτη καραντίνα, γύρω στα δύο χρόνια δηλαδή. Οι δυο μας το γράφουμε. Ο Βαγγέλης είναι πάντα στα σενάρια μου μέσα έτσι κι αλλιώς χωμένος πάντα. Και μετά είναι το μιούζικαλ (;), ροκ όπερα (;) που ετοιμάζουμε για το Σπιρτόκουτο - ποιος ξέρει πως αλλιώς μπορούμε να ονοματίσουμε αυτή τη “μουσικοπολεμική” παράσταση! Το Σπιρτόκουτο θα κάνει πρεμιέρα το φθινόπωρο του ΄22 στη Στέγη Ωνάση. Για αυτό το πρότζεκτ έχουμε ξεκινήσει δουλειά από καιρό, έχουν ήδη βρεθεί αρκετοί συντελεστές, ο Γιάννης Νιάρρος είναι ο βασικός πυλώνας του εγχειρήματος ως συνθέτης, λιμπρέτο έχουμε γράψει εγώ και ο Δώρης Αυγερινόπουλος και στην σκηνοθεσία θα είναι η Λένα Κιτσοπούλου. Οι ηθοποιοί θα είναι κατά κύριο λόγο τραγουδιστές. Ο ενθουσιασμός, η αφοσίωση και η στήριξη της Στέγη Ωνάση στο παλαβό μας εγχείρημα είναι το κάτι άλλο! Πραγματικά...
-Πώς σου ήρθε να γράψεις κάτι σαν το «Στέλλα Κοιμήσου»;
Το “Στέλλα Κοιμήσου” προέκυψε από μια πειραγμένη ιδέα και την απόφαση μου να μπερδευτώ με το θέατρο. Ήμουν τυχερός να έχω μία σπουδαία ομάδα ηθοποιών και πολύτιμους συνεργάτες γύρω, γύρω. Ακολούθησαν πολλές πρόβες, πολλοί αυτοσχεδιασμοί και μετά ήρθε η παράσταση. Το βιβλίο γράφτηκε και εκδόθηκε ουσιαστικά μέσα από πάμπολλες ηχογραφήσεις κι απομαγνητοφωνήσεις, μετά το ανέβασμα της παράστασης.
'-Εχεις μία ιδιαίτερη σχέση με τη λογοτεχνία;
Διαβάζω, αν και τον τελευταίο καιρό δεν προλαβαίνω λόγω φόρτου και συνθηκών χρόνου. Δεν υπάρχει αυτό που λέμε πνευματική ηρεμία. Τέλος πάντων...Η λογοτεχνία σίγουρα είναι η βάση, από εκεί πηγάζουν όλα, σε σχέση τουλάχιστον με τον κινηματογράφο. Η μεγάλη μήτρα του σινεμά είναι η λογοτεχνία, πιο συγκεκριμένα το αστικό μυθιστόρημα. Και ο Σαίξπηρ!
-Τι είναι αυτό που θα σε κάνει να κάτσεις να γράψεις κάτι καινούριο; Γράφεις συγκεκριμένες ώρες στην ημέρα και ποια είναι η σχέση σου με την ρουτίνα της δουλειάς;
Γράφω πάντα με παρέα. Δεν κάθομαι μόνος μου να γράψω, δεν είμαι ένας σεναριογράφος που θα κάτσει μόνος του στο γραφείο. Το κάνω με κάποιον άλλο ή με μία ομάδα ανθρώπων. Είναι η φύση του χαρακτήρα μου τέτοια που θέλω να γράφω μαζί με άλλους. Φυσικά πολλές φορές χρειάζεται να κάτσω και μόνος μου, εξυπακούεται... Λίγο πριν κοιμηθώ ή όταν ξυπνάω, δηλαδή όταν πρέπει να βυθιστώ στον εαυτό μου για να λύσω ένα πρόβλημα δραματουργικό ή στο μοντάζ. Παρόλα αυτά δεν είναι το καλύτερο μου να γράφω μόνος μου γιατί γίνομαι ψυχάκιας κανονικός, όπως και στο μοντάζ, δεν μοντάρω ποτέ σόλο. Είμαι εμμονικός, ψυχανάγκας, την ώρα που κάνω ένα cut, λέω από μέσα μου πως υπάρχουν άλλα εκατό πιθανά κοψίματα. Αυτό με τρελαίνει. Εκεί τώρα θέλεις τον συνεργάτη να σε βγάλει από το δίλημμα σου. Το ίδιο και με την ατάκα που ψάχνεις, το ίδιο και με την εξέλιξη της όποιας ιστορίας στο σενάριο.
-Πιστεύεις πως πρέπει να επενδύσουν οι δημιουργοί περισσότερο στη γλώσσα του απλού ανθρώπου; Κάτι που εσύ κάνεις.
Η γλώσσα είναι μία, δεν υπάρχει γλώσσα του απλού ανθρώπου ή του σύνθετου. Ανάλογα με το τι ήρωες έχεις, πρέπει να ξεδιπλώσεις την φυσικότητα του πράγματος, να είσαι ακριβής σε αυτό που θέλεις να δείξεις. Εκεί κρίνεσαι, αν είσαι ακριβής ή όχι, όλα είναι θέμα πιστότητας. Γι’ αυτό ο άλλος βλέπει κάτι κι αναγνωρίζει μία αλήθεια ή βλέπει κάτι και ξερνάει. Λέει, οκ, αυτό είναι σίριαλ, είναι τηλεόραση, μαλακίες, κακό, ψέμα, λάθος ή δεν ξέρω τι. Άλλο το ύφος το κινηματογραφικό κι άλλο το στυλ του κινηματογραφούμενου θέματος. Ο φορμαλισμός του κάθε σκηνοθέτη, η γλώσσα του, η κινηματογραφική του ταυτότητα είναι το πως αντιλαμβάνεται τον κόσμο τον οποίο φιλμάρει.
-Σε περιορίζει ποτέ ο υπερβολικός ρεαλισμός που έχουν οι ταινίες σου; Έχεις ποτέ αισθανθεί εξαντλημένος από τον ίδιο σου τον εαυτό;
Όχι, δεν μπορώ να σου πω πως το έχω πάθει αυτό. Από τη στιγμή που κάνω σύγχρονες ιστορίες της ελληνικής πραγματικότητας που τρέχει τώρα, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, αυτό είναι. Γιατί να με κουράσει; Εγώ το επιλέγω, αυτό θέλω να κάνω. Αν επέλεγα να κάνω μία ταινία των ελληνικών σαλονιών της μεγαλοαστικής τάξης του 19ου αιώνα, ας πούμε, εκεί θα ήταν αλλιώς τα πράγματα. Αλλά δεν παίζω σ’ αυτή την πίστα. Αυτό που λες στη ουσία πηγαίνει περισσότερο στα θέματα της παραγωγής και στον περιορισμό που σου μεταδίδουν. Εννοείται πως θα ήθελα να μην κάνω ταινίες μόνο στην Αθήνα. Έχει τόσα απίστευτα locations η Ελλάδα, τόσες πόλεις, τόσες ιστορίες που μπορούν να ειπωθούν εκεί έξω, στην επαρχία, στα νησιά, στα βουνά, στα λαγκάδια. Είναι όμως απαγορευτικό σήμερα. Με τα μπάτζετ που υπάρχουν είναι πάρα πολύ δύσκολο να βγεις απ’ την Αθήνα. Το έκανα με τη ''Μπαλάντα'' κι ακόμα μετράμε τις πληγές μας, ήταν ένα εγχείρημα παρακινδυνευμένο, μιας και η ταινία ήταν γυρισμένη εξ ολοκλήρου εκτός έδρας. Όπως επίσης είναι σχεδόν ακατόρθωτο το να κάνεις μία αξιοπρεπή ταινία εποχής στην Ελλάδα γιατί θέλει πάρα πολύ μεγάλο μπάτζετ. Θα ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο, αλλά δεν υπάρχουν τα φράγκα.
-Ποια είναι η άποψη σου με την έκρηξη του streaming κινηματογράφου; Πως επηρεάζει όλο αυτό τη δουλειά σου; Πως το βλέπεις που όλο το πράγμα με το σινεμά πάει εκεί; Το αποδέχεσαι;
Τι να αποδεχτώ, αφού το πράγμα εκεί πάει όπως λες κι εσύ, μπορώ να κάνω κάτι; Δεν έχω τηλεόραση στο σπίτι. Βλέπω όμως κάποιες σειρές επιλεγμένες που θα μου προτείνουν φίλοι. Δεν είμαι Netflixάκιας, δεν έχω εντρυφήσει σε σειρές ιδιαίτερα. Το ζήτημα είναι να κρατηθούν οι κινηματογράφοι, να κρατηθεί η κινηματογραφική αισθητική, η λογική του σινεμά που είναι ότι σηκώνεσαι από την καρέκλα σου, από το σπίτι σου, και πας στην αίθουσα. Να μείνει ατόφια η εμπειρία του κινηματογράφου. Να τιμηθεί το κινηματογραφικό γεγονός. Κι εγώ θα δω Netflix, οκ, και έχει τα θετικά του όλο αυτό με τον ψηφιακό κόσμο, αλλά όμως πρέπει να κρατηθεί από την άλλη η κινηματογραφική αίθουσα. Γιατί με την πολύ τηλεόραση αλλάζει η αισθητική των ανθρώπων, με την τηλεοπτική αισθητική τα πράγματα διαστρεβλώνονται. Αλλάζει η αισθητική της εικόνας, αλλάζουν τα σενάρια, αλλάζουν όλα. Η τηλεοπτική αισθητική στα σενάρια είναι τόσο επεξηγηματική έτσι ώστε να τα καταλαβαίνει και ο πιο βλάκας. Η τηλεόραση τα κάνει όλα νιανιά, σε υποτιμά, σε αποβλακώνει. Εν τέλει σε θεωρεί και μαλάκα...Υπάρχουν όμως τηλεοράσεις και τηλεοράσεις έτσι; Υπάρχουν τηλεοπτικές σειρές που είναι αριστουργήματα.
-Αισθάνεσαι ποτέ πως με τις ταινίες σου ανοίγει ένας διάλογος για ταμπού θέματα ή καταστάσεις που βρίσκονται αδρανοποιημένες πίσω από κλειστές πόρτες;
Με τις ταινίες μου καταπιάνομαι με μία ακραία δραματουργία και με την ψυχολογία βάθους των ηρώων, μοιραία ακουμπάω όλα αυτά τα ζητήματα. Όταν στην ''Ψυχή Στο Στόμα'' η αδερφή βαράει την άλλη αδερφή και λέει «Κι εγώ δεν την αγαπάω ρε, κι εγώ δεν την αγαπάω ρε!» και τη σαπίζει στο ξύλο, ε αυτό είναι ένα πράγμα που δεν είναι ηθογραφία. Εκεί βλέπεις το βάθος της ψυχής της γυναίκας αυτής, τέτοια πράγματα συμβαίνουν στον καθημερινό άνθρωπο. Είναι σοκαριστικό αλλά από την άλλη δεν μπορείς να κατηγορήσεις και κανέναν. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να στοχαστείς πάνω σε αυτό. Δεν μπορείς να πιάσεις πρώτος την πέτρα και να την πετάξεις. Με ελκύει όλο αυτό. Προσπαθείς να διερευνήσεις, να έχει κάποιο νόημα αυτό που κάνεις. Γιατί να κάνω μία ταινία; Πρέπει να μπεις εσύ ο ίδιος μέσα σε μία περιπέτεια. Όλα είναι συνειδητά, αυτά που γίνονται στις ταινίες, εμείς και οι συνεργάτες μου σπάμε αυγά, πάμε να κάνουμε μία ταινία και ξέρουμε πως θα «βρέξουμε» κώλο. Τίποτα δεν γίνεται τυχαία.
-Νομίζεις πως, σαν κοινωνία και σαν υποκείμενα, ίσως να ζούμε μέσα σε ένα από τα σενάρια σου; Αισθάνεσαι ποτέ έτσι;
Εμείς βάλαμε μέσα στις ταινίες την παρατήρηση μας. Δεν πάμε να φέρουμε τη κοινωνία στα δικά μας μέτρα. Βάλαμε μέσα αυτά που μας στεναχωρούν, αυτά που μας ανησυχούν, αυτά που μας εξοργίζουν.
-Έχεις ζήσει στη ζωή σου ανάλογα σκηνικά όπως αυτά στις ταινίες σου;
Τα έχω ζήσει. Είτε άμεσα είτε έμμεσα, τα ξέρω. Ο λόγος μου δεν είναι στο πουθενά, ούτε και η αναφορά μου. Όλα αυτά τα έχω γευτεί.
-Σαν πατέρας, πως βλέπεις όλη αυτή την κατάσταση με την κρυμμένη βία, τις δολοφονίες παιδιών από χούλιγκαν, την κακοποίηση των γυναικών. Νιώθεις ποτέ την ανάγκη να εξηγήσεις στο παιδί σου τι συμβαίνει και γιατί;
Με ρωτάς κάτι που είναι και η πεμπτουσία των ταινιών που κάνω. Στο ''Μικρό Ψάρι'', στην ''Ψυχή στο Στόμα''. Όλα είναι εκεί. Στον ''Μαχαιροβγάλτη'', στο “Σπιρτόκουτο”, στη “Μπαλάντα”. Αυτή η σκοτεινιά που περιγράφεις, είναι όλη εκεί. Η βία όμως είναι το πρώτο επίπεδο. Μετά πρέπει να πάμε και πιο βαθιά. Στις αιτίες και στα συναισθήματα που εμπεριέχει η κάθε ιστορία. Ποια είναι τα ζητούμενα; Πρέπει ο θεατής να ζήσει μία πνευματική εμπειρία, πρέπει να τον «πάρεις» μαζί σου και συναισθηματικά αλλά και πνευματικά.
-Τους ηθοποιούς σου πως τους επιλέγεις; Κάνεις casting;
Όχι, σπάνια θα κάνω casting και για πολύ συγκεκριμένους ρόλους. Όπως π.χ. για το κοριτσάκι στο ''Μικρό Ψάρι''. Κάνω audition ναι, αλλά με ηθοποιούς που έχω επιλέξει πρώτα. Είμαι πολύ στοχευμένος στην επιλογή.
-Έχει τύχει ποτέ να γυρίσεις μία σκηνή πάνω από δέκα φορές;
Δέκα είναι το λιγότερο. Όσο χρειάζεται. Πρέπει να νιώσω πως η σκηνή έχει βγει. Ακόμη και αυτό όμως είναι σχετικό. Η κάθε σκηνή έχει άλλη δυναμικότητα. Υπάρχουν σκηνές «μάνα» που λέμε, κομβικές και βασικές, π.χ. στο ''Σπιρτόκουτο'' αν δεν είχαμε πετύχει 100% τη σκηνή στην κουζίνα όπου η Ελένη Κοκκίδου λέει στον Ερρίκο Λίτση για το παιδί, τότε δεν θα υπήρχε ταινία. Υπάρχουν σε κάθε έργο οι σκηνές που στήνουν το σώμα του.
-Τον έρωτα στις ταινίες σου τον προσεγγίζεις με ωμότητα. Εσύ ο ίδιος πως βιώνεις τον έρωτα στη ζωή σου;
Τι εννοείς; Γιατί το λες αυτό; (γέλια). Εννοείς ότι δεν είναι αυτό το ''αγάπες και λουλούδια'', το εφηβικό, αυτό το αγόρι γνωρίζει κορίτσι και τέτοια, το λουλουδάτο λες (γέλια). Το ζαχαρωτό, που στάζει, αυτό εννοείς; Με τις μαργαρίτες και τα τριαντάφυλλα. Υπάρχουν όμως σκηνές πραγματικά ερωτικές στις ταινίες μου. Να σου θυμίσω, μία κατεξοχήν ερωτική σκηνή, και μοναδική στο σινεμά, στο ''Μαχαιροβγάλτη''. Ο Σταμουλακάτος είναι γυμνός και είναι το κορίτσι (Νικολίτσα Ντρίζη) που του σπάει τα μπιμπίκια στη πλάτη. Τι πιο ερωτικό; Ο ερωτισμός δεν είναι μόνο η διείσδυση. Η ερωτική αίσθηση μπορεί να υπάρξει και με άλλους τρόπους. Είναι μία όμορφα ερωτική σκηνή. Δεν είναι αυτό που λέμε corny. Ακόμη και οι σκληρές ερωτικές σκηνές μου έχουν πάθος, δεν είναι κλινικές. Τύπου Haneke, που βλέπει λίγο το όλο πράγμα σαν επιστήμονας, λίγο αφ’ υψηλού. Τύπου σκηνοθετών βορειοευρωπαίων που δεν έχουν καμία ζεστασιά. Υπάρχει πάθος, υπάρχει ιδρώτας στα δικά μου. Δες τη σκηνή στα λάστιχα, στη ''Ψυχή στο Στόμα'', στο ''Μαχαιροβγάλτη'', στην ''Μπαλάντα'', υπάρχει καβλάντα, αγάπη. Με αυτή την έννοια πιστεύω πως ο ερωτισμός στις ταινίες μου δεν είναι ωμός. Το ότι έχουν βία είναι γιατί βίαιη είναι και η ίδια η ζωή. Για μένα όλο αυτό το στυλιζάρισμα των ερωτικών σκηνών που πέφτει στις ποπ Χουλιγουντιανές ταινίες, είναι για τα πανηγύρια.
-Όλη αυτή η «καφρίλα» που βγάζεις στα σενάρια και στην κάμερα πολλοί εκεί έξω την βρίσκουν αστεία, μία πηγή γέλιου και τρολ. Σε ενοχλεί καθόλου αυτό;
Δεν την βγάζω εγώ. Πρόσεξε. Την βγάζουν οι ήρωες και οι ιστορίες. Όχι εγώ. Μην μπερδεύεσαι. Δεν με ενοχλεί όμως αυτό που λες. Πολλές φορές συμβαίνει κι αυτό. Το φαρσικό στοιχείο υπάρχει στη ζωή μας. Ο κάθε ένας θα δει αυτό που είναι να δει, ο κάθε ένας θα πάρει αυτό που είναι να πάρει, κι ο κάθε ένας θα νιώσει αυτό που είναι να νιώσει, από κει και πέρα το έργο φεύγει από εμένα, η ταινία ταξιδεύει. Αυτό που δεν ανέχομαι είναι στην αίθουσα την κινηματογραφική να ενοχλείς τον διπλανό σου τη στιγμή που βλέπεις την ταινία. Γιατί είναι κάποιοι που αντιδρούν με αυτό που βλέπουν μέσα στην αίθουσα, γιατί δεν τους αρέσει. Δεν σου αρέσει ρε φίλε; Δε γουστάρεις; Σήκω φύγε. Μην καταστρέφεις την προβολή. Έχει τύχει να είμαι παρών σε κάτι τέτοιο. Ευτυχώς μία άλλη μερίδα κόσμου τους βάζει στη θέση τους. Πήγε πολλές φορές να γίνει εμφύλιος πόλεμος μέσα στο σινεμά. Έχει συμβεί αυτό με την ''Ψυχή στο Στόμα''. Είναι μία ταινία που έχει ξεσηκώσει πολλές αντιδράσεις κατά καιρούς.
-Με τον Φατίχ Ακίν πως ήταν η συνεργασία σου; Πώς ήταν να υποδύεσαι ένα νεοναζί; Σου βγήκε εύκολα; Σε δυσκόλεψε; Η ερμηνεία σου είναι τρομερά πειστική, τρομακτική θα έλεγα.
Μια χαρά ήταν. Πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος μόνο. Αν ο σκηνοθέτης πιστεύει σε σένα τότε όλα πάνε καλά. Πρέπει να κάνεις focus σε αυτό που θέλει. Να είσαι εκεί με όλη σου την προσοχή. Κάτσαμε, δουλέψαμε τις σκηνές, του είπα και διάφορα πράγματα. Από σπόντα έγινε η συνεργασία μας. Ήθελε να πάρει τον Γιάννη Τσορτέκη, ο Γιάννης είχε θέατρο και δεν μπορούσε, πήρε τηλέφωνο για πληροφορίες το φίλο του τον Αδάμ Μπουσδούκο (Soul Kitchen), αν ξέρει κάποιον να του προτείνει αλλά ούτε κι εκείνος γνώριζε κανέναν αντικαταστάτη. Ο Μπουσδούκος εκείνο τον καιρό έκανε την ταινία ''Αναζητώντας τον Χέντριξ'' μαζί με την Βίκυ Παπαδοπούλου και τελικά η Βίκυ είπε στον Φατίχ να κοιτάξει το ''Μικρό Ψάρι'' που έχει κι άλλους ηθοποιούς που ίσως να του κάνουν και καθώς μπαίνει αυτός να δει το Μικρό Ψάρι, βλέπει τη φάτσα μου και λέει αυτόν θέλω (γέλια). «Μα αυτός είναι ο σκηνοθέτης», λέει η Βίκυ, «δεν πειράζει» λέει ο Φατίχ. Κι εκεί που έπινα τον καφέ μου στα Εξάρχεια ένα μεσημέρι, με παίρνει τηλέφωνο.
-Οι γυναικοκτονίες, οι βιασμοί, οι δολοφονίες, το όλο σάπιο πράγμα με τον Λιγνάδη μας ρίχνει πίσω σαν χώρα. Αυτοκαταστρεφόμαστε τελικά σαν κοινωνία;
Όλα αυτά που αναφέρεις είναι μέρος μίας μεγαλύτερης εικόνας, την οποία την έχει περιγράψει με εξαιρετική ευστοχία και διαύγεια ο Λέοναρντ Κοέν στο κομμάτι του ''Everybody Knows''. Δες τους στίχους αυτού του τραγουδιού. Είναι όλα εκεί. Ο Κοέν τα έχει πει όλα για το πως δουλεύει ο κόσμος. Αυτό το κομμάτι είναι όπως λέμε σήμερα «Ελλάντα». Είναι όλα εκεί.
Την Κυριακή 27/2 θα προβληθεί το Σπιρτόκουτο στα πλάισια του κινηματογραφικού αφιερώματος της Στέγης Ωνάση "Ζέτα Φλωρέττα, Νίκη", ο Γιάννης Οικονομίδης θα προλογήσει την ταινία. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.
Η ροκ όπερα, μουσικοπολεμική παράσταση του Σπιρτόκουτου θα κάνει πρεμιέρα στην Στέγη τον Νοέμβριο του 2022.