Για τον Βασίλη Τσιτσάνη, μπορείς να γράψεις πολλά. Βιβλία ολόκληρα. Σαν κι αυτά που έχουν γραφτεί ήδη. Μπορείς βέβαια και να μην γράψεις λέξη. Να αφήσεις να μιλήσουν μόνο τα τραγούδια του. Αυτές οι «ζωγραφιές», με τις οποίες ταξίδεψε ολόκληρη η Ελλάδα.
Μια και το’φερε η κουβέντα για ζωγραφιές, ο Γιάννης Τσαρούχης, μιλώντας κάποτε για τον Τρικαλινό δεν χρειάστηκε να πει πολλά. Δυο γραμμές αρκούσαν: «Ο Τσιτσάνης και το μεγάλο σόι του ρεμπέτικου όπου ανήκει και το τιμά, είναι η μόνη απόδειξη πως έχουμε πολιτισμό». Τόσο απλά.
Το δέντρο του λαϊκού μας τραγουδιού
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, το θείο βρέφος της ελληνικής μουσικής, που γεννήθηκε κι έφυγε στις 18 Γενάρη (1915-1984), είναι το δέντρο του λαϊκού μας τραγουδιού και όλοι οι υπόλοιποι τα κλαδιά. Κι από τη στιγμή που κατάλαβε ότι διαθέτει αυτό το θείο χάρισμα, μέχρι την ώρα που τον πήρε ο Θεός κοντά του, κάθε φορά που έπιανε το μπουζούκι, έκανε ακόμη και τους αγγέλους να τραγουδάνε. Είτε ήταν πιτσιρικάς, στην απομόνωση του Τάγματος Τηλεγραφητών στη Σαλονίκη, τιμωρημένος για κάποια «κοπάνα», είτε παππούς, με την ενδαρτηρίτιδα στο χέρι να τον αναγκάζει να πάρει δώδεκα εκατομμύρια πενικιλίνες (το νούμερο είναι πραγματικό) για να θεραπεύσει τη μόλυνση στα ματωμένα δάχτυλα του, ο Τσιτσάνης όποτε αποφάσιζε να βουτήξει στο «Τσιτσάνειο πέλαγος» θα έβγαζε μαργαριτάρια. Από την περίφημη «Αχάριστη» που έγραψε σε μια στιγμή δικού του πόνου για ένα κορίτσι, μέχρι την «Αρχόντισσα» που γράφτηκε για τον έρωτα ενός φίλου του για ένα κορίτσι με το όνομα Ελίζα, που είχε τραγικό τέλος. Το θαύμα μάλιστα των «Α» της ελληνικής μουσικής ολοκληρώθηκε με την «Αθηναίισα» που τραγούδησε και ο Βασίλης Τσιτσάνης εν μέσω πολέμου.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο θεμέλιος λίθος του ρεμπέτικου τραγουδιού, χωρίς ποτέ ο ίδιος να ακολουθήσει όλα τα υπόλοιπα της ζωής του ρεμπέτη. Αφενός μεν γιατί η πάντα εύθραυστη υγεία του, δεν άντεχε τους τεκέδες, αφετέρου δε διότι η αγάπη του για τη γυναίκα του, Ζωή, ήταν τόσο βαθιά και μεγάλη που δεν ήθελε να τη χάσει. Προς Θεού, ούτε Άγιος, ούτε Μοναχός, υπήρξε ο Τσιτσάνης. Και τις κατακτήσεις του, είχε, και τα παράνομα ειδύλλια του αλλά δεν άφηνε περιθώριο σε κανέναν από τους εφήμερους έρωτες να πιστέψει ότι δεν ήταν… εφήμερος. Ούτε καν με τη Μαρίκα Νίνου, με την οποία έβαλε τέλος, με τον τρόπο που ήξερε καλύτερα από τον καθένα… Με ένα τραγούδι. Και τι τραγούδι. Αυτό που στην πρώτη εκτέλεση, αντιλαμβάνεσαι τον λυγμό της Μαρίκας, όταν αντιλαμβάνεται περί τίνος πρόκειται, τραγουδώντας «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα…».
Κλείνοντας
Με πρωτοβουλία της UNESCO, το 1980 ηχογραφείται ο διπλός δίσκος «Χάραμα», που πήρε τον τίτλο του από το μαγαζί στο οποίο εμφανιζόταν ο Τσιτσάνης τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του. Σε αυτό τον δίσκο, συμπεριελήφθησαν κλασικά τραγούδια του, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Γι’αυτό το άλμπουμ μάλιστα, ο Τρικαλινός βραβεύτηκε από τη Γαλλική Ακαδημία.
Σε αυτή τη μακρά πορεία, ο Τσιτσάνης πληγώθηκε μόνο από εμάς. Τους Έλληνες. Πρώτα τους συμπατριώτες του Τρικαλινούς, που θεωρούσαν πως με το να γίνει μπουζουξής, ατίμαζε τον πατέρα του που ήταν τσαρουχάς και μετά από κάποιους τυχοδιώκτες που επιχείρησαν να τον κατηγορήσουν για κλοπή πνευματικών δικαιωμάτων…
Ποιον; Τον Τσιτσάνη…
ΥΓ: Μία από τις πιο ευαίσθητες στιγμές του Τσιτσάνη ήταν όταν τραγούδησε με την 4χρονη (τότε) εγγονή του, Ζωή, τα «Καβουράκια».