Για όσους δεν το γνωρίζουν, η Pauline Kael ήταν μία από τις πρώτες γυναίκες που δούλεψαν στο πόστο της κριτικής ταινιών. Ήταν μία από τις αδυσώπητες πένες του περιοδικού Τύπου, γνωστή για το γεγονός ότι έκρινε σκληρά ακόμη και τις mainstream ταινίες της εποχής κατακεραυνώνοντας τις. Είχε όμως και ένα πρόβλημα. Κοιμόταν πολύ συχνά στα σινεμά. Όχι, δεν ήταν μυστικό και το είχε παραδεχτεί και η ίδια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξαναπηγαίνει δύο και τρεις φορές στους κινηματογράφους για να βλέπει τις ταινίες. Το μυστικό όμως σε αυτή την ιδιότροπη -για κάποιους- κατάσταση ξέρετε ποιο είναι; Ότι η κυρία Kael ποτέ δεν αισθάνθηκε άσχημα γι' αυτό.
Το σαλόνι και η θαλπωρή του σπιτιού, είναι μία ξεχωριστή κατάσταση από αυτή του κινηματογράφου. Πόσο μάλλον αν πρόκειται και για καθημερινή, όπου η κούραση έχει βαρέσει κόκκινο, τα βλέφαρα κλείνουν και λόγω καραντίνας επιβάλλεται να δείτε μια ταινία ή τηλεοπτική σειρά. Πολλές φορές είσαι κουρασμένος να λογοφέρεις, να διαφωνήσεις, ή απλά να τους την χαλάσεις. Δεν υπάρχει λόγος. Απλά το αφήνεις – βέβαια αν κάνεις το λάθος να σκεπαστείς με καμιά κουβέρτα, έχεις χάσει το παιχνίδι από χέρι. Το μάτι αρχίζει να παίζει στο δεκάλεπτο, τα χασμουρητά θυμίζουν την τρύπα του όζοντος και όλη η κατάσταση που θα ακολουθήσει στη συνέχεια, προδιαγράφεται στο ποια ατάκα θα επιλέξεις να πεις. Το «αν κοιμηθώ ξυπνήστε με» ή το «αν κοιμηθώ αφήστε με».
Γιατί στην πρώτη περίπτωση έχουμε μάθει να είμαστε ούγκανοι με τους φίλους μας. Ναι αυτή είναι η αλήθεια. Έχουμε μάθει να τους σκουντάμε, να τους φωνάζουμε, να βγάζουμε σέλφι και να τους κάνουμε ρεζίλι στο Instagram. Και καλά όλα αυτά. Το πρόβλημα έρχεται αλλού. Όταν αρχίζουν να κάνουν παράπονα. «Πάλι κοιμήθηκες;». «Ρε Κώστα, πάλι τα ίδια;». «Ξύπνα πια ρε, ξύπνα». Δεν καταλαβαίνω τι ζόρια τραβάει ο κόσμος. Το προσπαθείς. Κάθεσαι κάτω. Σκέφτεσαι ότι δεν πρέπει να την χαλάσεις στην παρέα. Αλλά αφήστε με να κοιμηθώ. Το βλέπετε. Έχω παραδοθεί. Απολαμβάνω τον χαμηλό φωτισμό, τον ζεστό καναπέ και το μαξιλάρι που έχω στο κεφάλι μου. Τρεμοπαίζουν και τα φωτάκια του δέντρου, είμαι κουρασμένος και βρήκα χρόνο να ξαποστάσω. Το ζητάει το σώμα μου, φωνάζει το μυαλό «κοιμίστε τον γιατί αύριο θα έχει άλλα». Και αφήνομαι. Και βλέπω ό,τι όνειρα να ΄ναι και, αν τύχει και ροχαλίσω, δεν έχω κανένα πρόβλημα να με σκουντήσουν. Αλλά από την στιγμή που δεν σας ενοχλώ γιατί με ενοχλείτε; Οι γυναίκες δείχνουν σε αυτό να είναι πιο ανεκτικές από την παρέα μας. Είναι επειδή κοιμούνται και εκείνες το ίδιο εύκολα; Δεν ξέρω. Πάντως το εν λόγω απαιτεί σεβασμό.
Ότι δηλαδή τι; Αν δεν δω εγώ την ταινία θα γίνει κάτι; Θα την δω άλλη μέρα μόνος μου. Θα το δω το επεισόδιο μετά. Δεν θα φύγει. Επίσης όλα αυτά τα περίεργα πειράγματα που προκύπτουν μετά, είναι εξίσου εκνευριστικά. «Σ’ άρεσε εσένα;». «Πώς σου φάνηκε εκείνη η σκηνή;». Ναι ωραία κοιμήθηκα. Και; Τι με ρωτάτε; Ξέρω πως υπάρχουν τρόποι να παραμείνεις ξύπνιος αν και όποτε χρειαστεί. Υπάρχουν έρευνες και οργανισμοί που ειδικεύονται σε αυτό. Το θέμα όμως είναι το εξής: άπαξ και νιώσεις έτοιμος να πέσεις στην αγκαλιά του Μορφέα, να μην το καταπιέσεις. Να μην προσπαθείς να ανοίγεις με το ζόρι τα μάτια, να μην προσπαθείς να τους πείσεις ότι έχεις παρακολουθήσει τι έχει συμβεί. Να υπάρξει μία άτυπη συμφωνία ανάμεσα στους ξύπνιους και τον κοιμισμένο, με την κάθε πλευρά να απολαμβάνει αυτό που έχει επιλέξει.
Αφήστε μας να κοιμηθούμε. Δεν ενοχλούμε και κανέναν.