Πιστεύω πως ξέρετε τι εννοώ, πριν καλά-καλά τελειώσω την πρώτη πρόταση αυτού του κειμένου. Νιώθω χέρια να μου κάνουν «πατ-πατ» στον ώμο και όλους να μου λέτε «Ξέρω ρε φίλε, ξέρω. Been there, done that».
Κάποιοι μήνες, βγαίνουν δυσκολότερα από άλλους. Γιατί άμα είσαι ωραίος και νοικοκύρης, τα έχεις βάλει κάτω, ξέρεις τι παίρνεις και τι δίνεις και κάνεις και τα κουμάντα σου. Να όμως που κάποιες φορές σκάει η φάση και νιώθεις τον πόνο στον λογαριασμό της τράπεζας. Που μένουν άλλες 7 ημέρες για να πληρωθείς και είσαι με 35 ευρώ στην τσέπη.
Συμβαίνουν(;) αυτά
Όλοι ξεφεύγουμε, ανθρώπινο είναι. Όσο καλό κουμάντο και αν κάνεις, υπάρχει κάτι που θα σε βγάλει από την γραμμή. Ένας λογαριασμός τηλεφώνου που ήρθε λίγο πιο φουσκωμένος απ’ ότι συνήθως. Κάτι ποτά με φίλους που ξέφυγαν από το ένα-δύο. Κάτι μηχανικά προβλήματα που παρουσίασε το αυτοκίνητο. Πράγματα τα οποία δεν μπορείς να τα ελέγξεις.
Εδώ με έβαλε ο οφθαλμίατρος να πάρω ένα κολλύριο και το πλήρωσα 20 ευρώ που να πάρει ο διάολος. Και μην πείτε «σιγά ρε τι ψυχή έχει ένα 2άρικο». ΕΧΕΙ ΡΕ. Όταν μετά μένεις με 35 ευρώ, έχει ψυχή. Και ξέρεις τι πρέπει να κάνεις μετά; Να σφίξεις το ζωνάρι και να βάλεις νέο πρόγραμμα για αυτές τις 7 ημέρες. Γιατί αν κάνεις το λάθος να δανειστείς, μετά θα πρέπει να τα γυρίσεις πίσω. Οπότε τι γίνεται;
Εγώ πάντως έβαλα πρόγραμμα.
Η ζωή αλλιώς
Καφές απ’ έξω τέρμα. Έχω ένα νερόπλυμα στο σπίτι που θέλει να λέγεται βραστός. Ψιλοάγνωστη μάρκα, τον βρήκα στο σούπερ. Μιλάμε για επικά απαίσια γεύση. Νομίζω πως σε κάθε γουλιά, μου καταστρέφει και ένα κομμάτι από το στομάχι.
Και μετά ξεκινάει το ταξίδι για τη δουλειά. Στα τυχερά, με παίρνουν μαζί τους συνάδελφοι. Παίρνω το πιο κουταβίσιο ύφος, τους λέω ότι μπορεί να με βρει καμιά βροχή στο δρόμο, με λυπούνται και με μαζεύουν. Αλλιώς έχει λεωφορεία και μετρό, ηλεκτρικούς και ταξί. Γιατί τι είναι η Αθήνα για τον εργαζόμενο; Ένα μεγάλο ταξίδι.
Το πρόβλημα είναι στο φαγητό. Ξέρεις τι είναι να λιγουρεύεσαι σουβλάκια αλλά να σκέφτεσαι ακόμη και το ένα πιτόγυρο; Σάντουιτς φίλε μου και αβγά. Τηγανητά. Και φέτα. Και μετά πάλι σάντουιτς και δημητριακά. Μόνο αν μαζευτείς σε κάνα σπίτι με φίλους και τους πεις «ή μου παίρνετε και μένα ή θα σας δαγκώσω την καρωτίδα». Εκεί φαίνονται οι κολλητοί. Στα δύσκολα.
Λύπη, μόνο λύπη
Σε κάθε περίπτωση, βιώνεις καταθλιψάρα. Είσαι λίγο σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Περνάς από βιτρίνες και κοιτάζεις παπούτσια που λες «άστο, ούτε τη σόλα δεν παίρνω αυτό το μήνα». Ακούς τις τυρόπιτες να σου τραγουδούν. Βλέπεις κάτι προσφορές για πίτσες σε διαφημιστικά και αναρωτιέσαι γιατί σου έλαχε αυτή η μαύρη μοίρα. Ούτε για ΖΑRA μαγαζί δεν σου φτάνουν.
Καλά για ποτά ούτε λόγος. Γελάνε και τα καλαμάκια του μπάρμαν. Πας για ποτό μαζί της και παίρνεις ένα μεγάλο ποτήρι μπίρα για να την παλέψεις. Όχι πως έχουν κάτι κακό οι μπίρες, αλλά σου λείπει το ουίσκι και το τζιν. Και ξαφνικά της πετάς ένα «όπα κάτσε να πληρώσω γιατί είναι ο τελευταίος συρμός μετρό και δεν θα πάω ποτέ σπίτι». Φιλί στα γρήγορα και γεια σας. Αλλιώς δεν βγαίνει η φάση. Και πηγαίνεις και στο ΑΤΜ της γειτονιάς ΜΠΑΣ ΚΑΙ ΕΜΦΑΝΙΣΤΟΥΝ ΧΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ. Ποτέ σε κανέναν.
Και περνούν οι ώρε και συνειδητοποιείς πως μένουν ακόμα άλλες έξι. Και είσαι πάνω από το μήνυμα να γράψεις «ρε μάνα παίζει κανένα ψιλό γιατί τα σκάτωσα;». Αλλά δεν σου πάει η καρδιά ρε γαμώτο και δεν πάει και το μήνυμα. Και κάθεσαι αγκαλιά με το νερόπλυμα στον καναπέ και σκέφτεσαι ότι πάλι καλά που υπάρχουν και οι σειρές, αλλά κάθε σκέψη που κάνεις καταλήγει στην ίδια φράση με κάθε γουλιά.
«Γαμώ τις φτώχειες μου, γαμώ».