Θείος, ο μοναδικός βαθμός συγγένειας που είναι ταυτόχρονα και κάτι σαν τίτλος ευγενείας στην ιεραρχία της κοινωνικής μικρογραφίας που λέγεται ελληνικό σόι. Ο θείος δεν είναι μόνο ο αδερφός του πατέρα ή της μητέρας σου, δεν χρειάζεται να είναι καν ο σύζυγος της εξ αίματος θείας σου. Μπορεί να έχει οποιαδήποτε μορφή συγγένειας, έστω και μακρινής. Ο άγραφος κανόνας του σογιού αναφέρει ότι αν κάποιος τριτοξάδερφος έχει κλείσει τα 35, έκανε παιδί και έχει τουλάχιστον μια δεκαετία διαφορά από το μέσο όρο των νεαρών του τραπεζιού, τότε χάνει τον τίτλο του ξαδέρφου και γίνεται θείος, όπως ο Ουίλιαμ που από δούκας του Κέιμπριτζ έγινε πρίγκιπας της Ουαλίας στη στιγμή.
Επίσης ο θείος μπορεί να μην έχει και την παραμικρή συγγένεια γιατί τα μεγάλα σόγια είναι σαν να διψούν για lebensraum όταν ανταμώνουν κι έτσι έχουν τη δυνατότητα να καταπίνουν τις μικρότερες οικογένειες σε μια ακτίνα τετραγώνου και να τις «υιοθετούν» στις μαζώξεις με χαρακτηριστικά πλατιάς ολομέλειας, aka Καθαρά Δευτέρα, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστος κλπ.
Τα τελευταία δεκακάτι χρόνια, ο θεσμός του θείου έχει γίνει ένα από τα πρώτα αυθεντικά ελληνικά memes, αλλά όχι οποιοσδήποτε θείος, αλλά ο θείος που κάθεται με τη νεολαία. Σύμφωνα με τον μύθο, ο θείος που κάθεται με τη νεολαία είναι ο μεσήλικας που κάθεται στο τραπέζι ή στη μεριά του τραπεζιού με τους έφηβους και φοιτητές συνδαιτημόνες με δική του πρωτοβουλία, η οποία συνοδεύεται από το battle cry του «Εγώ θα κάτσω εδώ με τη νεολαία» Στη συνέχεια θα προσπαθήσει να καπελώσει τη συζήτηση στο ζωτικό χώρο που απλώνεται σε 3 περίπου θέσεις περιμετρικά της καρέκλας του, ένα καπέλο με ισχυρά στοιχεία ετεροντροπής και cringe (όχι, δεν είναι ταυτόσημες αυτές οι έννοιες). Το στερεότυπο που τον ακολουθεί του επιτάσει να ρωτήσει για τη σεξουαλική ζωή των εφήβων και νεαρών αντρών τριγύρω του δίνοντας πάσα στον εαυτό του να αναφέρει ότι στην ηλικία τους είχε πολλαπλάσιες επιτυχίες κλπ. Αλλά πόσα από αυτά τα πράγματα είναι αληθή και πόσα προβολή όσων πέρασαν την τρυφερή τους ηλικία γύρω από τέτοια τραπέζια. Ο μύθος του θείου που κάθεται με τη νεολαία είναι ένα μεγάλο ψέμα, αλλά και μια μεγάλη αλήθεια ταυτόχρονα και ήρθε η ώρα για την αποκατάστασή του.
Ξεκινάμε τη σκληρή αποδόμηση με τη φράση «Εγώ θα κάτσω με τη νεολαία» μια φράση που μπορεί να ακούγεται σε ένα τραπέζι, αλλά δεν υποδηλώνει σε καμία των περιπτώσεων δήλωση πρόθεσης για το πού θα κάτσει, είναι απλά αποδοχή της θέσης που έχει ήδη οριστεί για τον εν λόγω θείο. Τηρουμένων των αναλογιών είναι κάτι σαν την εβραϊκή ευχή “Mazel Tov” που μεταφράζεται σε «Καλή Τύχη», αλλά αναφέρεται στην τύχη που έφερε το ευτυχές γεγονός και δεν εύχεται καλή τύχη σε κάτι που αναμένεται. Η ιεραρχία του παραδοσιακού ελληνικού τραπεζιού είναι προαιώνια, έχει υμνηθεί στα τραγούδια της τάβλας με τα Κολοκοτρωνέϊκα, κανείς δεν κάθεται όπου του καπνίσει. Ο αρχηγός της οικογένειας/ψήστης είναι στην κεφαλή που έχει προσανατολισμό προς το σπίτι ή την ψησταριά. Εκατέρωθεν αυτού, αραδιάζονται εναλλάξ σαν κορδόνι που περνιέται στις τρύπες του παπουτσιού οι υπόλοιποι καλεσμένοι. Οι παππούδες έχουν προνομιακή σχέση, ακολουθούν οι πρεσβύτεροι θείοι, και στο βάθος η νεολαία. Ο «θείος που κάθεται με τη νεολαία» κάθεται ακριβώς στη μέση μεταξύ νεότερων και πρεσβύτερων και η αναγγελία του είναι απλά η αποδοχή της μετριότητάς του, δεν είναι πια νέος, αλλά δεν είναι και μεγάλος.
Αυτή επίγνωση της θέσης είναι επώδυνη γιατί τυγχάνει να συγκεντρώνει όλα τα αρνητικά αυτής της επίγνωσης στη συσκευασία μιας μίνι κρίσης μέσης ηλικίας. Αυτός ο θείος παλεύει με το παρελθόν και το μέλλον του όση ώρα μασουλάει και μιλάει ταυτόχρονα και έχει στραμμένο το βλέμμα του προς τη νεολαιίστικη πλευρά γιατί όλοι μας έχουμε την τάση να κοιτάμε προς το παρελθόν επειδή νομίζουμε ότι θα μας δώσει δύναμη για το μέλλον. Όλα είναι ζήτημα οπτικής και για τον μεσήλικα όλα όσα βλέπει στους νέους είναι αυτά που άφησε πίσω, από τους έρωτες, μέχρι τη γοητεία του αγνώστου. Γιατί ξέρεις πολύ καλά τι έρχεται στα 50 όταν είσαι 40, αλλά δεν έχεις ιδέα για το τι έρχεται στα 30 όταν είσαι 20.
Ο διάλογος του «θείου» με τη νεολαία είναι ένα σχολείο για την ίδια, ένα ταχύρυθμο μάθημα κοινωνικών δεξιοτήτων που κανείς δεν θα έπρεπε να έχει, αλλά δυστυχώς είναι απαραίτητες. Η κριντζιά και αυτό το αίσθημα που θες να ανοίξει η γη και να σε καταπιεί, είναι ένα συναίσθημα που οι νέοι δεν το έχουν ζήσει στη ζωτική του σημασία. Μετά τον θείο, θα έρθει κάποιος ανθύπας, η ερωτήσεις στην πρώτη συνέντευξη για δουλειά, η αίτηση για στεγαστικό και πάει λέγοντας.
Το ταξίδι ενός νέου άντρα προς την ενηλικίωση δεν είναι μια coming of age ταινία που διαδραματίζεται γύρω από ένα road trip στις μεσοδυτικές πολιτείες, αλλά από το χτίσιμο της ικανότητας του να απαντάς σε δύσκολες ερωτήσεις χωρίς να κοκκινίζει και χωρίς να κομπιάζει. Δυστυχώς ή ευτυχώς, ο μοναδικός σύμμαχος σε αυτό το ζόρικο ταξίδι αυτογνωσίας ενός νέου, είναι ο κριντζαριστός θείος που είναι σαν να σε μαθαίνει να κολυμπάς αρπάζοντάς σου τη σανίδα από αφρολέξ λέγοντάς σου, «Τώρα κολύμπα».
H Gen Z μπορεί να θεωρεί αυτό το πέταγμα στα βαθιά οριακά τραυματική και μπορεί να έχει δίκιο, αλλά αποκλείεται να την επηρεάσει περισσότερο από ότι εμάς τους millenials που πήραμε αυτόν τον άτυχο άνθρωπο και τον κάναμε meme για νομίσαμε για μια στιγμή ότι το σταύρωμά του θα δράσει αναλγητικά για όλη την ετεροντροπή που μας έκανε να νιώσουμε σε εκείνα τα τραπέζια. Το καταλάβαμε αργά, λίγο πριν έρθει η ώρα να πάρουμε τη θέση του στο τραπέζι σε αυτό το ιδιότυπο τελετουργικό που θυμίζει μουσικές καρέκλες. Η βασική διαφορά που έχει αυτό το τελετουργικό με το παιχνίδι, είναι ότι ο αριθμός των καρεκλών μένει σταθερός, αυτό που αλλάζει είναι η σύνθεση του τραπεζιού. Όσο ο θείος που καθόταν με τη νεολαία, πάει και κάθεται με τους άλλους θείους και όπως οι millennials γίνονται σιγά σιγά εκείνοι οι θείοι, έτσι αναπληρώνεται το κενό που αφήνουν οι πραγματικά πρεσβύτεροι που φεύγουν από τη ζωή. Όσο λυπηρό κι αν είναι, είναι ο φυσιολογικός κύκλος της ζωής και η συμμετοχή του θείου είναι ένα γλυκόπικρο και απαραίτητο στάδιο και για τις δύο όχθες του διαλόγου.
Το αν εμείς οι millennials θα είμαστε εξίσου cringe με τη Gen X, είναι κάτι το συζητήσιμο. Σίγουρα θα είμαστε λιγότερο χοντροκομμένοι, αλλά θα το αντισταθμίσουμε με περισσότερη γκρίνια. Θα δώσουμε κι εμείς τις αναγκαίες συμβουλές που δεν έχουν ανάγκη οι νέοι, αλλά πάνω από όλα, θα κρατήσουμε στη θέση του το νήμα που ενώνει τις διαφορετικές γενιές σε ένα τραπέζι και μια οικογένεια. Η αποστολή είναι άχαρη, αλλά η διατήρηση των οικογενειακών δεσμών είναι κάτι που την επιβάλλει.