Κάθε δουλειά έχει τα δικά της καλά γύρω από το θέμα φαγητό. Θυμάμαι μία χαρακτηριστική στιγμή όπου ο μηχανικός που είχα πάει στο αυτοκίνητο, μέσα στο μικρό του γραφειάκι, έτρωγε μπακαλιάρο σκορδαλιά με ένα καρβέλι ψωμί που πιθανότατα του είχε ετοιμάσει η καλή του. Μπορεί η εικόνα του να τρώει κάποιος μπακαλιάρο σκορδαλιά να φαίνεται αστεία σε κάποιους, αλλά για εμάς που δουλεύουμε στα γραφεία ήταν πάντα κάτι σαν κοινωνική απελευθέρωση. Γιατί; Γιατί οι comme il faut τρόποι συμβίωσης στο γραφείο με τους συνεργάτες, προστάζουν πως δεν μπορείς να φέρεις ότι θέλεις στο τάπερ σου. Πόσο μάλλον σε ανοιχτό γραφείο.
Είναι ο λόγος που ο Στέλιος την βγάζει με τοστ, ο Βασίλης με κρουασάν και ο Χρήστος με ό,τι βρει. Ο μόνος θα έλεγε κανείς, που καταλαβαίνει την ιδιαιτερότητα του τάπερ, είναι ο Άγγελος που δεν βάζει μέσα ό,τι να ‘ναι. Δηλαδή αντιλαμβάνεται πως δεν μπορεί να ανοίξει το τάπερ και να μυρίζει αβγό, ψάρι, κρεμμύδι ή κάτι που να έχει σκόρδο. Κουνουπίδια επίσης και μπρόκολα. Να ξεκαθαρίσουμε κάτι έτσι. Παρότι προσωπικά διαφωνώ με αρκετές διατροφικές συνήθειες που βλέπω τριγύρω μου, εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς πως δεν μπορείς κάθε μέρα να τρως πράγματα που δεν θα μυρίζουν. Μπορείς να τα περιορίσεις βέβαια, αλλά αυτό εξαρτάται από την διακριτική ευγένεια του καθενός. Παραμένει πάντως λίγο περίεργο όταν κάποιος μπαίνει σε μία αίθουσα για meeting και όλοι μυρίζουν το ιμάμ που καταβρόχθισε νωρίτερα.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, εμείς οι Ελλήνες δεν νιώσαμε ποτέ άβολα με το τάπερ στη δουλειά. Δεν νιώσαμε ποτέ άβολα γενικότερα. Η μόδα στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο -ειδικά στη δεκαετία του ’80- έβλεπε το τάπερ ως έναν αποθηκευτικό χώρο για το φαγητό, ώστε να περιοριστούν οι χάρτινες συσκευασίες. Όμως ειδικά οι Άγγλοι, έβλεπαν με δυσκολία ένα από αυτά τα τάπερ να τους συνοδεύει στο γεύμα του γραφείου. Για την Ελληνίδα μάνα ωστόσο, γιατί όλα από εκεί, το τάπερ μπήκε στο πάνθεο των αγαπημένων αντικειμένων, μαζί με τα σεμεδάκια, τις ζακέτες και τις ατάκες. Παρότι ξενόφερτο, η χρήση του έγινε τόσο made in Greece, που ακόμη και οι υπεύθυνοι της Tupperware πρέπει να αναρωτιόντουσαν γιατί οι μουρλό-Έλληνες κουβαλάνε τα πλαστικά κουτιά στο γραφείο αντί να τα αφήνουν σπίτι.
Το τάπερ όχι απλά μπήκε στα γραφεία αλλά τελικά εξελίχθηκε μορφολογικά για αυτά. Μπορεί η αρχή να έγινε με εκείνα τα τεράστια πλαστικά που χωρούσαν μέσα δεκαπέντε γεμιστά και άλλα είκοσι κεφτεδάκια της γιαγιάς, αλλά τα μικρότερα μεγέθη στόχευσαν όχι μόνο στο να υπάρχουν θέσεις για σαλάτες, τυρί ή ψωμί, αλλά και να μικρύνουν τις μερίδες κάνοντας τις όσο πρέπει για ένα μεσημεριανό γεύμα. Κάπως έτσι, το τάπερ έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του γραφείου. Από εκείνους που ετοιμάζουν οι ίδιοι φαγητό για μία βδομάδα και βλέπεις μέρα παρά μέρα το ίδιο μενού, μέχρι τους άλλους που το παίρνουν από τη μάνα τους στο δρόμο για τη δουλειά και δεν ξέρουν τι θα βρουν μέσα. Πάντως εκείνη τη στιγμή που όλοι καταφθάνουν στο ψυγείο, αντιλαμβάνεσαι από τα πρόσωπα -και τις μυρωδιές- ποιος έχει να φάει κάτι λαχταριστό και ποιος θα πρέπει να κάνει την καρδιά του πέτρα και να αρχίσει να σκέφτεται από τώρα το βραδινό του.
Είναι ωραία η ζωή με το τάπερ και ειδικά όταν έχεις μάθει να το πλένεις στο κουζινάκι της δουλειάς, πριν το πετάξεις μέσα στη τσάντα άπλυτο με τα λάδια. Και μπορεί να μας κοροϊδεύουν απανταχού στο εξωτερικό αλλά -και τώρα δεν κάνουμε πλάκα- είναι ο κύριος λόγος που το μαγειρευτό φαγητό μας κρατάει μακριά από την παχυσαρκία και τα πρόωρα εμφράγματα.
Και αφήστε τους άλλους στα delivery. Έτσι και αλλιώς και αυτό έχει γίνει πολυτέλεια.