Το πρώτο ερώτημα που κάνεις στον εαυτό σου πριν τον βάλεις στη θέση του πατέρα σου, είναι το τι ειναι για εμένα άντρας. Κατα μια εννοια και πέραν της έννοιας του φύλου, ο άνθρωπος που παίρνει τη ζωή στα δικά του χέρια. Αντρίκια και τίμια, χωρίς δισταγμούς. Έτσι το έβλεπα πάντα.
Αλλά είναι ο πατέρας μου ο άντρας που θα ήθελα να γίνω; Η πρώτη μου απάντηση που μου έρχεται ακαριαία να προφέρω διαβάζοντας αυτή την ερώτηση, είναι όχι. Ίσως γιατι κάθε πατέρας στα μάτια του παιδιού του, ειναι ενας εν δυνάμει ήρωας αλλά για εμένα δεν ήταν ποτέ κάτι τέτοιο. Για κάποιους ειναι ένα παράδειγμα προς μίμηση, ένας λαμπρός άνθρωπος και οικογενειάρχης, όμως για εμένα είναι σίγουρα ένα παράδειγμα προς αποφυγή. Για άλλους , ο πατέρας είναι ενα ακλόνητο θεμέλιο. Για εμένα ο πατερας μου ηταν το κάστρο απο άμμο που κατα ένα παράδοξο τρόπο είναι ακόμα εκεί και αντιστέκεται κόντρα σε κάθε πρόβλεψη , πιθανότητα και λογική, κόντρα σε κάθε κύμα που το σμπαραλιάζει και όμως, εκείνος ξαναχτίζεται από την αρχή. Κατά κάποιο τρόπο αυτός ο πρωτόγονος εγωισμός του, το μεγαλύτερο ταλέντο του για μένα, το να θέλει πάντα να καταφέρνει ο,τι βάζει στο νου του κι ας φέρνει την σπόλυτη καταστροφή θέλοντας να ρεφάρει πάσα θυσία, τον κρατά στη ζωή. Με τίμημα τεράστιο όμως, από τις σχέσεις με το κοινωνικό περίγυρο, τα χρωστούμενα σε δάνεια, δημόσιο και χίλια άλλα. Σε όλους έξω από το κύκλο μας φαινότανε υπέρλαμπρος και σωστός. Στα εν οίκο όμως. Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική.
Θυμάμαι να παίρνω δύο πράγματα από το πατέρα μου. Παιχνίδια και λεφτά. Δε τον θυμάμαι ποτέ να ήταν σε γιορτινό τραπέζι πάρα σε ελάχιστες εξαιρέσεις. Δε τον θυμάμαι να μου λέει σ'αγαπώ. Να με αγκαλιάζει και να με φιλά. Σαν να ζήλευα τη τράπουλα που με τόσο πάθος τη κρατούσε... Τη κοιτούσε, που τη κανάκευε για να του έρθει το φύλλο το καλό όταν έπαιζε με τους συγγενείς μας... Πόσο ήθελα να μου μιλήσει και μένα έτσι. Ο πατέρας μου είναι ένας τζογαδόρος και σε κάθε γιορτή εξαφανιζόταν. Όταν είχε λεφτά να παίξει, έπαιζε. Όταν δεν είχε έπαιζε με τα ονόματα, τις δουλειές , τις περιουσίες και τις συνειδήσεις των άλλων. Έπαιζε σε λέσχες χαρτιά στην αρχή. Θυμάμαι, είχε τόσο καλή μνήμη που δύσκολα θα έχανε. Του άρεσε η νύχτα, και πιο παλιά και το ποτό. Παράτησε το δεύτερο οταν κατάλαβε πως θα έχανε τη μάνα μου. Έτσι κάπως, στις γιορτές, θυμάμαι πως κάθε φορά που μου έλεγε η μάνα μου «Γιάννη μου, ο μπαμπάς έχει δουλειά». Στην αρχή ημουν θυμωμένος. Μετα απαθής. Και τα τελευταία χρόνια αυτόματα πήγαινα να την αγκαλιάσω γιατί ήξερα τι δουλειά είχε βλέποντας τη μαμα μου μόνη. Και με τσάκιζε αυτό.
Δε θυμάμαι ποτέ να με παρηγόρησε σε καμία αποτυχία μου, κανένα χωρισμό μου, καμία στεναχώρια μου. Δε με ρώτησε ποτέ τι άντρας θέλω να γίνω. Τι άνθρωπος. Τι θελω να κανω με το χρόνο που μου δώθηκε. Θυμάμαι μόνο να με ρωτά τι έχεις και γιατί είσαι έτσι, και όταν του έλεγα μου έλεγε μόνο ένα «δε πειράζει» και γυρνούσε τη πλάτη του. Σαν να μην ήξερε πως να παρηγορήσει έναν άνθρωπο, ίσως να μην τον είχε και εκείνον παρηγορήσει ποτέ κανείς. Να μην τον είχε αγαπήσει κανείς άλλος εκτός από τη μητέρα μου, πράγμα που τώρα προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω κοντεύοντας τα 40 μου. Θυμάμαι να μου λέει: «Εκεί έξω είναι δύσκολα και θα πεινάσεις. Σε μένα θα καταλήξεις πάλι, στα μαγαζιά με τα έπιπλά μας, οπότε μη χάνεις το χρόνο σου άσκοπα. Ζωγράφος θες να γίνεις και να πεθάνεις στην ψάθα;».Θυμάμαι όλους τους φίλους και γείτονες να μου λένε «Οι γονείς σου ξέρουν, αυτοί σε μεγάλωσαν, να τους ακούς, ξέρει ο πατέρας σου, άκουσέ τον. Παράτα τα πινέλα και βρες καμία δουλειά της προκοπής».
Και κάπως έτσι, ξέχασα ποιος ήθελα να γίνω. Λίγο-λίγο, άφησα κάθε μου ταλέντο για το όνειρο άλλων. Για να μη πεινάσω. Για να μη πεθάνω στη ψάθα. Έπιασα τα πινέλα μου μια μέρα και δεν μπορούσα να ζωγραφίσω. Πήγα να ξαναπροσπαθήσω, αλλά ένιωθα ένα κόμπο στο στήθος να με σταματάει. Αρα λεω, δεν ειναι για εμένα αυτό. «Άστο μωρέ, αυτά είναι ρομαντικά όνειρα άλλων. Η ζωή είναι αλλιώς και η τέχνη για χαμένους». Συνέχισα μια δεκαετία κοντά, κλεισμένος στο σιωπηλό καβούκι μου ,να βλέπω μια στο τόσο τα έργα άλλων και να πικροχαμογελώ, ενώ μερικές φορές χαιρόμουν που δεν πήρα το δρόμο των εικαστικών και είχα ένα μεροκάματο στο μαγαζί με τα έπιπλα. Κατέληξα μέσα στο χάος της παταγώδους αποτυχίας σχεδίων άλλων και μεταξύ πολλών επιχειρηματιών στην οικονομική κρίση γύρω στο 2010 να ακούω το πατέρα μου να μου λέει μια μέρα. «Πρέπει να φύγεις από τη δουλειά, δεν μπορώ να σε πληρώσω. Κάνε ο,τι σε φωτίσει ο Θεός, είσαι ολόκληρος άντρας πια».
Έτρεξα στο σπίτι μου πήρα τα πινέλα μου και άρχιζα να ζωγραφίζω σαν να μην υπήρχε αύριο. Ακανόνιστες, πρωτόγονες, χωρίς επεξήγηση γραμμές. Από ψηλά, νικητής, αντίκρισα το κόσμο ξανά. Ανάλαφρος και αποφασισμένος να μη με ξαναπροδώσω ποτέ και να γίνω ο άντρας και ο καλλιτέχνης που πάντα ήθελα. Πάση θυσία. Ειλικρινά, αν υπάρχει κάτι που μου έμαθε ο πατέρας μου ή καλύτερα κάτι που εγώ έμαθα από αυτόν και εκείνος ας μη το ξέρει, είναι πως δεν είναι ο άντρας που θα ήθελα να γίνω. Όχι τουλάχιστον, όλα του τα κομμάτια. Και αυτό το μαθαίνεις τελικά μόνο μέσα από τον πόνο, την απώλεια και την απογοήτευση.
Θυμάμαι τη πρώτη φορά μετα από μήνες, από τη πιο γλυκιά απόλαυση που εζησα. Που ήρθε στην πρώτη ατομική μου έκθεση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το χαμόγελο του, σα μικρό παιδί που του έδιναν το ακριβότερο δώρο. «Γιάννη, σε παραδέχομαι». Δεν ξέρω αν ο πατέρας μου είναι ο άντρας που θέλω να γίνω. Ξέρω όμως σίγουρα ότι εκείνος, χαίρεται που βλέπει ότι είμαι ο άντρας που ήθελα να γίνω εγώ.