Ποιος δεν έχει ακούσει έστω κι ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη στη ζωή του; Όποια ηλικία κι αν είσαι, ότι κι αν πιστεύεις ή διατείνεσαι πως έχεις ακούσει, δεν υπάρχει περίπτωση να μην εκτιμήσεις έστω και κάποιο μικρό κομμάτι από την μουσική τέχνη του μεγάλου αυτού δημιουργού.
Ήταν ένας από τους πιο διάσημους Έλληνες καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο. Η μεγάλη του πορεία στην μουσική τέχνη είχε μία γιγαντιαία εμβέλεια εκτός της Ελλάδας. Φυσικά στην Ελλάδα πολλοί είναι εκείνοι που τον έβαζαν στο ίδιο επίπεδο με τον Μάνο Χατζιδάκι. Άλλωστε ήταν φίλοι από παλιά.
Τα έργα του ερμηνεύτηκαν από δεκάδες καταξιωμένους ερμηνευτές και η μουσική του έντυσε πολλές από τις πιο διάσημες παραγωγές ταινιών στον κόσμο. Εξίσου γνωστά έργα έδωσε η μελοποίηση ποιημάτων του Ρίτσου, του Ελύτη, του Σεφέρη, αλλά και του Χιλιανού Πάμπλο Νερούδα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ένας γνήσιος πρεσβευτής την αμόλυντης μνήμης του κοινού ελληνικού λαού, των κακουχιών του αλλά και της ομορφιάς του τόπου του. Με τις μελωδίες του γαλούχησε χιλιάδες Έλληνες στην Ελλάδα αλλά και φυσικά στο εξωτερικό.
Είναι σαν να έζησε δέκα ζωές σε μία
Μετά τα Δεκεμβριανά, καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομα στην Αθήνα.
Όλα του τα τραγούδια μιλάνε για τον πόνο του λαού και τον ξεσηκωμό του απλού ανθρώπου. Οι μελωδίες του διακατέχονται από έντονο συναίσθημα για τις δυσκολίες της ζωής, την δικαιοσύνη και την ελευθερία. Οι νότες του έγραψαν στην ουσία την ιστορία αυτού του ματωμένου τόπου.
Συλλαμβάνεται στις μαζικές συλλήψεις του Ιουλίου 1947, και κατόπιν στέλνεται εξόριστος στην Ικαρία όπου είναι ο κομματικός υπεύθυνος του χωριού εξορίας, από όπου θα προσπαθήσει ανεπιτυχώς να αποδράσει με τους άλλους εξόριστους υπό τον Βασίλη Ζάννο. Με τη γενικευμένη αμνηστία που δίνει η κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη περνάει στην παρανομία στην προσπάθεια συμμετοχής σε ένοπλες ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού Αθηνών.
Δεν είναι τυχαίο που το 2000 ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Ειρήνης. Στην ζωή του απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Μαργαρίτα και ήταν παντρεμένος από το 1953 με την Μυρτώ Αλτίνογλου. Ήταν ένα υπόδειγμα καλλιτέχνη και το μουσικό ήθος του ήταν αξεπέραστο.
Επί χούντας συνέθεσε μερικά από τα πιο διάσημα έργα του
Συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Ακολουθεί η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας, η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και ο κατ' οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας, και τέλος το στρατόπεδο Ωρωπού. Λέγεται πως βασανίστηκε από τους χουντικούς για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πολλά από τα καινούργια έργα του καταφέρνει με διάφορους τρόπους να τα μεταβιβάσει στο εξωτερικό, όπου τραγουδιούνται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.
Στο Παρίσι γνωστοποιεί τον κόσμο για όλα τα κακουργήματα και τις ειδεχθείς πράξεις που έκαναν οι άνθρωποι των συνταγματαρχών στου πολιτικούς κρατούμενους. Η ζωή του είχε γίνει ένα με την μουσική του και ο κόσμος το ένιωθε μέσα από τις μελωδίες του που εξέφραζαν την τραγική πολιτική κατάσταση που επικρατούσε.
Οι συνθέσεις του έχουν μείνει στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού σαν οι πιο γνήσιες προσπάθειες να διατυπωθεί το αθάνατο πνεύμα της νέας Ελλάδας, από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά. Τα τραγούδια του πάντα θα υπάρχουν στην μνήμη και στις καρδιές των απλών Ελλήνων.
Το 1997 ο Μίκης Θεοδωράκης παραχώρησε το προσωπικό του αρχείο στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας «Λίλιαν Βουδούρη».
Εντυπωσιακό σε όγκο και θεματική ποικιλία, το αρχείο απαρτίζεται από χειρόγραφες παρτιτούρες και κείμενα, αποκόμματα Τύπου, αφίσες, προγράμματα, οπτικοακουστικό υλικό, διατριβές, μελέτες, φωτογραφίες, μετάλλια και ποικίλα έντυπα.
Τα μουσικά χειρόγραφα και τα κείμενά του, καθώς και μέρος της συλλογής προγραμμάτων, είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσω Διαδικτύου.
Το μουσικό του έργο είναι κάτι παραπάνω από μεγάλο και εντυπωσιακό. Το έργο του χωρίζεται σε τρεις κύριες περιόδους: α) 1937-1960: Συνθέτει έργα συμφωνικά και μουσικής δωματίου, σύμφωνα με δυτικοευρωπαϊκές μορφές και σύγχρονες τεχνικές, β) 1960-1980: Επιχειρεί σύζευξη της συμφωνικής ορχήστρας με λαϊκά όργανα και δημιουργεί νέες φόρμες με βάση τη φωνή, οι οποίες εξελίσσονται σε καλλιτεχνικό κίνημα με μοναδική λαϊκή απήχηση, γ) 1981 και μετά: Επιστρέφει στις συμφωνικές μορφές και ασχολείται με το είδος της όπερας.
Η μουσική του και η μορφή του σαν καλλιτέχνης θα μείνει για πάντα χαραγμένη στις καρδιές των Ελλήνων που βίωσαν τον πόνο και την απαξίωση της ιστορίας. Το έργο του θα παραμείνει κλασικό και οι νέες γενιές θα μαθαίνουν για πάντα την ιστορία του τόπου τους μέσα από τις αριστουργηματικές του συνθέσεις.