Δεν θυμάμαι ποια ήταν η πρώτη φορά που κοίταξα μαζί με τον πατέρα μου το βραδινό ουρανό. Ξέρω όμως πως η αφορμή για να το κάνουμε, ήταν τα βιβλία της Ελληνικής Μυθολογίας που έγραψε η Σοφία Ζαραμπούκα. Προφανώς και εκείνη την εποχή, δεν είχα ιδέα για την αστρονομία, τους αστερισμούς που υπάρχουν στον ουρανό ή και για την ίδια την Ζαραμπούκα – ποια ήταν και, πολύ περισσότερο, ποιο ήταν το συγγραφικό της έργο. Ξέρω όμως ότι τα βιβλία της σε ταξίδευαν σε έναν μαγικό κόσμο, κάπου ανάμεσα στην ιστορία και την φαντασία των αρχαίων Ελλήνων και πως ήταν αρκετό για να μου πει ο πατέρας μου πως μπορούσαμε ακόμα να ψάξουμε τους αρχαίους θεούς.
Έμαθα πως να ξεχωρίσω την Μικρή από την Μεγάλη Άρκτο. Πως η τελευταία αναφερόταν ως άμαξα από τον Όμηρο. Φανταζόμουν πολλές φορές πως ίσως αυτό να ήταν το άρμα που έμεινε από τον Ήλιο όταν ένα πρωί του το έκλεψε ο γιος του ο Φαέθων. Έμαθα να εντοπίζω τον Άρη στον ουρανό και πως ο Ερμής με την Αφροδίτη κάνουν την εμφάνισή τους μονάχα για λίγο – είτε πριν την ανατολή είτε μετά την Δύση. Έμαθα επίσης πως η Σελήνη δεν είναι και τόσο αθώα όσο φαίνεται, καθότι μπορεί να έδειχνε γοητευτική και ήσυχη στον ουρανό, αλλά τα προσωπικά της ήταν μάλλον περίεργα. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως είδε έναν θνητό να κοιμάται, τον Ενδυμίωνα και έκανε μαζί του 50 κόρες. Προσπαθούσα να καταλάβω πως ο Δίας, ο Κρόνος και ο Ουρανός μπορούσαν να συμβιώσουν όλοι μαζί εκεί πάνω, μιας και ο ένας έκλεψε την κυριαρχία από τον άλλο. Και πως ο Ποσειδώνας με τον Πλούτωνα βρισκόντουσαν τόσο μακριά που θα μας έβλεπαν σαν δύο καλοί φίλοι που θα έπιναν μαζί και θα αισθανόντουσαν λύπηση και τις πενιχρές ζωές και τους χαζούς προβληματισμούς μας.
Όλες αυτές οι σκέψεις περνούσαν κάθε βράδυ από το μυαλό μου όταν κοιτάζαμε τα αστέρια. Είχαμε ένα τροχόσπιτο στα Λεγραινά και ειδικά εκείνες οι καλοκαιρινές νύχτες με την ξαστεριά στον ουρανό, βοηθούσαν για να παρατηρήσουμε τα άστρα και ακόμη περισσότερο για τις ιστορίες του Ησίοδου. Εκείνες τις βραδιές που ο ουρανός φώτιζε έμαθα για τους Γαλαξίες και για εκείνο τον απότομο απογαλακτισμό του Ηρακλή από το στήθος της Ήρας που δημιούργησε το…ατύχημα. Πως το ζώδιο μου, ο Υδροχόος, ήταν ο Γανυμήδης που σέρβιρε νέκταρ και αμβροσία στους θεούς του Ολύμπου. Και πως όταν ανέλαβε το «μπαρ» η Ήβη, τον τίμησαν κάνοντας τον αστερισμό. Για ό,τι υπήρχε εκεί πάνω, για ό,τι φαινόταν αλλά και για ό,τι δεν φαινόταν, υπήρχε μία ιστορία που είτε γνώριζα από την Σοφία Ζαραμπούκα, είτε από τον πατέρα μου που τα είχε μάθει από τον δικό του πατέρα. Πέρασαν τα χρόνια και απλά κάποια στιγμή δεν ξανακοιτάξαμε μαζί τα αστέρια. Ίσως επειδή με έμαθε ότι γνώριζε. Ίσως επειδή εγώ τα έμαθα. Ίσως επειδή η φύση της ζωής σε θέλει, όσο μεγαλώνεις, να απομακρύνεσαι φυσικά από τους γονείς σου αλλά να είσαι ψυχικά πιο κοντά σε όσα σας δένουν.
Όμως όλες αυτές οι βραδινές ιστορίες, με ένα χάρτη, έναν φακό και κάποιο από τα βιβλία της Σοφίας Ζαραμπούκα να μας συνοδεύει, έδωσαν την αφορμή να συνεχίσω αυτή την αγάπη για τα ουράνια σώματα, ακόμη και αν διέφεραν αρκετά σε μορφή από ό,τι είχα στο νου. Η μυθολογία, έδωσε την θέση της στην επιστήμη. Για τα πάλσαρ και τις μαύρες τρύπες. Για τις κλίσεις των πλανητών, τις αποστάσεις και την ατμόσφαιρά τους. Για την απώλεια του Χρόνου ως έννοια από την συμπαντική αλήθεια του διαστήματος και τον ορισμό της βαρύτητας ως μοναδικό μέτρο αντίληψης αποστάσεων και χρόνου. Για την κβαντομηχανική. Βιβλίο με βιβλίο, θεωρία με θεωρία, οι παιδικές ιστορίες μπορεί να έχαναν την σημασία τους, αλλά έδιναν την θέση τους σε μία διαφορετική και πιο ενήλικη αλήθεια, την οποία ασπαζόταν και ο ίδιος ο πατέρας μου. Δεν υπήρξαμε επιστήμονες που ασχολήθηκαν με το Παράδοξο της Πληροφορίας των μαύρων τρυπών, αλλά κάθε φορά που μαθαίναμε κάτι καινούργιο γύρω από το διάστημα και την επιβλητικότητά του, αντιλαμβανόμασταν παράλληλα το πόσο θνητοί ήμασταν. Όταν το CERN το 2000 ανακοίνωνε και επίσημα την ύπαρξη της νέας ύλης -εκείνης των κουαρκ- θυμάμαι τον πατέρα μου να σχολιάζει «Κοίτα πως ένα μικρό πράγμα κάνει μία τόση μεγάλη δουλειά. Την σύνθεση της ίδιας της ύπαρξης». Και μετά αποκτούσαμε αυτό το πλατύ χαμόγελο της ικανοποίησης, της αντίληψης της νέας αλήθειας και το πόσο τυχεροί ήμασταν που βρισκόμασταν ζωντανοί για να την βιώσουμε.
Όμως όλη αυτή η αγάπη για τους πλανήτες, το σύμπαν, τον Hawking και την Θεωρία των Πάντων, γεννήθηκε από το πιο απλό και αθώο πράγμα. Μία βραδινή παρατήρηση στον ουρανό, με έναν φακό και τις ιστορίες της Ελληνικής Μυθολογίας. Και μπορεί σήμερα να χαίρομαι για όλα εκείνα που ήρθαν με το διάβασμα και την μελέτη γύρω από τα ουράνια σώματα, αλλά μου λείπει αυτή η απλότητα των ιστοριών που γέννησε η φαντασία.
Με τον πατέρα μου κατακτούσαμε τα άστρα κάθε βράδυ, όπως έκανε και εκείνος με τον πατέρα του. Όπως θα κάνω και εγώ με το δικό μου παιδί. Μέχρι τότε τα κοιτάζω μόνος μου για να θυμάμαι όλα εκείνα τα απίστευτα βράδια. Και εκείνον.