Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν τόσο σπουδαίος που δεν χρειάζεται να τον αγιοποιήσεις για να το αποδείξεις. Αν το έκανες όσο ζούσε, θα σε πλάκωνε στις κλωτσιές. Γιατί το μαξιλάρι του, που είναι ο καλύτερος κριτής όλων, είχε πολλά να του πει κάθε βράδυ. Από τις σχέσεις του με γυναίκες, μέχρι όσα έζησε την εποχή που η νύχτα ισοδυναμούσε με μισό θάνατο. Όποιος και αν ήσουν, ό,τι δουλειά και αν έκανες. Και αυτή η νύχτα και το νταραβέρι με τους ανθρώπους της, για τον Μάρκο ήταν η ζωή του.
Ο Μάρκος έφυγε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972. Ήταν-δεν ήταν 67 χρονών. Για δυο δεκαετίες και βάλε, είχε παρέα τους πόνους που προκαλεί η αρθρίτιδα. Πόνοι που γίνονταν ακόμη πιο έντονοι όταν δεν μπορούσε να πιάσει καν στα χέρια του το μπουζούκι…
Αν δεν υπήρχε ο μέγας Τσιτσάνης, ο οποίος το 1960 επέβαλλε στην Columbia να κυκλοφορήσει παλιά και νέα τραγούδια του Μάρκου, τραγουδημένα από μύθους (Μπιθικώτσης, Διονυσιού κα.) ο Βαμβακάρης θα πέθαινε στην ψάθα. Κυριολεκτικά.
Μαζί του όμως ενδεχομένως να πέθαινε και το ρεμπέτικο τραγούδι. Στην καλύτερη αυτό το υπέροχο δέντρο που φύτρωσε μόνο στην Ελλάδα, να είχε κομμένο ένα τεράστιο κομμάτι από τον κορμό του. Γιατί αυτό ήταν ο Μάρκος. Αν όχι το δέντρο, σίγουρα ένα μεγάλο κομμάτι του κορμού στο δέντρο του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Ο Μάρκος που ύμνησε την πατρίδα του τη Σύρο με ένα από τα διασημότερα τραγούδια όλων των εποχών, που τη δόξασε στα πέρατα του κόσμου, που έκανε αυτή την άνυδρη κουκίδα στο χάρτη μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Και η Σύρα του το ανταπέδωσε (έστω καθυστερημένα) φτιάχνοντας το Μουσείο του, μια πλατεία στην απάνω μεριά και κάποια άλλα μνημεία που έχουν μπει μπροστά για να γίνουν. Κυρίως όμως τον τιμάει καθημερινά, παίζοντας τα τραγούδια του από τη μία άκρη του νησιού στην άλλη.
Και με ένα γκράφιτι στη μπούκα του λιμανιού, πλάι στην πόρτα του Νεωρίου. Με το που φτάνει στη Σύρο βλέπεις το Νεώριο και τον Μάρκο. Και τα δύο κόβουν την ανάσα. Το ένα με τους γερανούς και τα θηρία που επισκευάζει στις δεξαμενές. Ο Μάρκος με το βλέμμα του. Αυτό το βαρύ, το αντρικό που όταν σε κοίταζε, μπορεί και να κατουριόσουν πάνω σου. Όταν έπιανε όμως το μπουζούκι ξέχναγες ότι κατουριέσαι… Πάνε πια 49 χρόνια που ο Βαμβακάρης παίζει τη Φραγκοσυριανή στον Παράδεισο. Εκεί που συγχωρούνται οι αμαρτίες.
Κι άμα είναι καμιά ξεχασμένη, ασυγχώρητη, θα έπαιξε καμιά πενιά στον Άγιο Πέτρο για να ξεχαστεί.