Σοφία με ΠΑΣΟΚ και Σοφία με ΣΥΡΙΖΑ η φάση και στην πρώτη φωτό θα βλέπατε μια ξανθιά κοπέλα ευτυχισμένη στο πρώτο τραπέζι κάποιας πίστας (λαϊκής) και στη δεύτερη φωτό μια ξανθιά να κοιτάει απεγνωσμένα γύρω της σε πάρτι με house και electro μουσική (ευτυχώς διατηρείται το ξανθό).
Στο διά ταύτα: Πώς φτάσαμε εδώ.
Θα μου πεις, καλά κι εσύ, 30 χρονών έφτασες, δεν είχες πάει σε ένα πάρτι house-electro; Μόνο σκυλάδικα ακούς; Παιδιά, ούτε καν. Μετά και τον ΓΑΠ, εμένα βασικά σε φεστιβάλ με έντεχνους θα με συναντήσετε. Να τα λέμε κι αυτά.
Να μη σας τα πολυλογώ, βρέθηκα το προηγούμενο ΣουΚου στη Θεσσαλονίκη, αυτή που βγάζει τα καλύτερα παιδιά, και επειδή έχω ένα τέτοιο παιδί για φίλο, μου ξηγήθηκε: «Αστεράκο, στις 23.00 θα περάσω να σε πάρω». Ποιες 11 σκέφτηκα, έχω να τρέξω Μαραθώνιο αύριο. Δεν βαριέσαι, δεν θα πιω (ξανά)σκέφτηκα και να τη η σωστή η αθλήτρια (καλά 5 χλμ θα έτρεχα, μην το κάνουμε και θέμα….).
Έρχεται το λοιπόν ο Χρήστος, πάμε στο κέντρο της συμπρωτεύουσας, περπατάμε, χαζεύουμε κόσμο, μπαίνουμε σε ένα ωραίο και κυριλέ μαγαζάκι, πίνουμε τα ποτά μας (εντάξει ήπια δύο), λέμε τα νέα μας, εμφανίζονται οι φίλοι του. Καλώς τα παιδιά.
«Πάμε στo δεν-θυμάμαι-το-όνομά-του;» ακούω να λένε. Πάμε όπου θέλετε, είπα κι εγώ. Μήπως κατάλαβα και τι. Φτάνουμε στο μπαράκι, πληρώνουμε 10 ευρώ έκαστος είσοδο («χωρίς ποτό, γιατί έχουμε DJ σήμερα» είπε η κοπέλα στο ταμείο).
Το… κατάστημα ψηλοτάβανο, λέιζερ παντού, μουσική να σου τρυπάει τα αυτιά. Πού ήρθαμε, Χριστέ μου; Όλα τριγύρω μαύρα. Μόνο led ροζ, πράσινα και μπλε σε ακανόνιστη φορά έκαναν σβούρες πάνω από το κεφάλι μου.
«Τι θα πιεις;» με ρώτησαν τα παιδιά. Και τότε η φωνή της μάνας ήρθε από το βάθος: «Να προσέχεις, μη σου ρίξουν τίποτα στο ποτό». «Δεν θέλω κάτι, ευχαριστώ» είπα ταπεινά και δικαιολογήθηκα ότι πρέπει να τρέξω την επόμενη μέρα. (Ναι, τότε το θυμήθηκα).
Ένα παιδί έπαιζε μουσική. Σταματάει. Βγαίνει στο σημείο του DJ ένας τύπος με μικρόφωνο. «Ακούσαμε τον 19χρονο Χρήστο από τις Σέρρες. Ο διαγωνισμός συνεχίζεται! Λίγο υπομονή ακόμη και θα ακούσετε τον αγαπημένο σας DJ Junior Pappa». Αλήθεια τώρα; Δεν ακούμε καν τον «κανονικό»;;;
Ανέβηκαν άλλοι δυο-τρεις και έπαιξαν από δέκα λεπτά ο καθένας, όσο η κριτική επιτροπή άκουγε προσεκτικά. Προφανώς και δεν καταλάβαινα τι ακούω. Μέχρι που βγήκε η φίρμα. Πανικός. Όλοι μαζί και καθένας μόνος του, στον μικρόκοσμό του. Ξεκάθαρα ανεβάζαμε το μέσο όρο ηλικίας εκεί μέσα. Κορίτσια και αγόρια 18 με 25 ετών, χόρευαν και έπιναν. «Αυτά τα τραγούδια είναι γνωστά;» τόλμησα να ρωτήσω. Δεν πήρα απάντηση. Κορμιά που λικνίζονταν σε ένα σταθερό τέμπο, μόνο με μουσική, χωρίς λόγια, να σε αγγίζουν, να έχουν «κάτι» να σου πουν.
Πέρασε καμία ώρα. Έπιασα το σακάκι μου. Πού πας κι εσύ με το σακάκι, θα μου πεις, και δίκιο θα έχεις. «Θα φύγω» δήλωσα. Βγήκα έξω και μπήκα στο πρώτο ταξί που βρήκα μπροστά μου, σαν άλλη Carrie Bradshaw, χαμένη σε μία ξένη πόλη.
«Είσαι παντρεμένη;» με ρώτησε ο ταξιτζής. Δεν ήξερα ποια είναι η σωστή απάντηση, πάλι η μάνα εμφανίστηκε από το βάθος να λέει: «Να θυμάσαι πάντα, να παίρνεις τις πινακίδες από τα ταξί και να μου στέλνεις μήνυμα».
Στο ράδιο έπαιζε Στράτος Διονυσίου. «Της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος». Σε μισή ώρα διαδρομής γίναμε φίλοι με τον κύριο Στέλιο. Τα είπαμε όλα, για τη γυναίκα της ζωής του, που δεν παντρεύτηκε ποτέ, πως ήταν η αδερφή του καλύτερού του φίλου, πως έζησαν έναν έρωτα παράφορο. «Δεν είναι τα πράγματα όπως τα περιμένεις, άλλη γυναίκα αγαπάς και με άλλη γυναίκα μένεις» μου είπε όταν με άφηνε.
Ανέβηκα στο δωμάτιο. Τα αυτιά μου πονούσαν από τη δυνατή μουσική. Αλλά αποκοιμήθηκα σκεπτόμενη όσα συζήτησα με τον κύριο Στέλιο. Είχε πόνο ο άνθρωπος. Και πόνο η house και η electro δεν ξέρει να δώσει. Σόρι κιόλας.