Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στα 1851 στη Σκίαθο, με την οποία και συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του. Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά του ιερέα Αδαμαντίου Εμμανουήλ και της Γκιουλώς Μωραΐτη. Απείθαρχος και ιδιαίτερος από παιδί, περιπλανήθηκε από σχολείο σε σχολείο έως ότου τελικά αποφοίτησε στα 1874 από τη Βαρβάκειο. Για μερικούς μήνες έμεινε με τον εξάδελφό του, τον Τίμο Μωραϊτίδη, στο Άγιον Όρος και ύστερα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του, δεν τον ενδιέφερε το πτυχίο. Από το 1887 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Κατά αραιά χρονικά διαστήματα επισκεπτόταν την ιδιαιτέρα του πατρίδα, στην οποία και πέθανε, από πνευμονία, το 1911.
Ο λόγιος του λόγου
Ο Παπαδιαμάντης ζει στην Αθήνα τη μεταβατική εποχή των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών και της ανάπτυξης του Τύπου. Όλα αυτά, συνδυαστικά, τον έφεραν στην πρώτη γραμμή μιας ομάδας νέου τύπου ανθρώπων του λόγου, πιο ανεξάρτητων από οικονομικές και κοινωνικές νόρμες. Ήταν αυτοί οι άνθρωποι που κατάφεραν να ανανεώσουν με ριζικό τρόπο τη σχέση των λογοτεχνών με το κοινό.
Ήταν η εποχή που όλα βοήθησαν σε αυτό: Η εκπαίδευση επεκτείνεται, οι καθημερινές εφημερίδες περιλαμβάνουν τη λογοτεχνία στις σελίδες τους, το κινό διψάει για αναγνώσματα τα οποία μπορεί να καταλάβει και με τα οποία μπορεί να ταυτιστεί, το διήγημα και το χρονογράφημα ανθούν.
Η νέα ελληνική λογοτεχνία κάνει μια ιστορική μετάβαση: Ξεφεύγει από τα δεσμά των κάθε λογής πατρώνων, που έως τότε πλήρωναν γι αυτήν και την εξουσίαζαν και εντάσσεται στους νόμους της αγοράς.
Μέσα σε όλα αυτά, ο Παπαδιαμάντης βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να ανθίσουν τα δικά του λογοτεχνικά άνθη. Ξεκινά τη σταδιοδρομία του ως συγγραφέας, μπαίνοντας καθυστερημένα στο χώρο του μυθιστορήματος, και αργότερα εξίσου καθυστερημένα στο χώρο του διηγήματος σε εφημερίδες και περιοδικά. Δεν ακολουθεί κανένα από τους έως τότε κανόνες, καμία από τις κοινώς αποδεκτές συνταγές, αψηφά πλήρως τις νόρμες στη γλώσσα.
Κι ενώ έχει ήδη πίσω του μια θητεία στη μετάφραση και τη δημοσιογραφία, δεν τις χρησιμοποιεί ποτέ για να προωθήσει τη συγγραφική του δουλειά. Είναι λες και αδιαφορεί εντελώς για τη μοίρα των γραπτών του άπαξ και φύγουν από τα χέρια του. Ζητάει ελάχιστα χρήματα για τη δουλειά του και σε μια εποχή που οι συγγραφείς αποκτούν υπεραξία την οποία και εμπορεύονται με σθένος, αυτός συμπεριφέρεται σαν ερασιτέχνης και χομπίστας.
Το επίκαιρο έργο του
Αδιαφορεί εξίσου για τις όποιες διακρίσεις.
Δεν μετείχε σε διαγωνισμούς, δεν ζήτησε την προστασία παλαιοτέρων συναδέλφων του, δεν αφιέρωσε σε κανέναν μυθιστόρημα ή διήγημά του, δεν διεκδίκησε βραβεία και δεν έκανε απολύτως τίποτα για να χτίσει ένα λογοτεχνικό μύθο γύρω από το όνομά του.
Στην αρχή ο Παπαδιαμάντης έγραφε περιπετειώδη ιστορικά μυθιστορήματα. Μετά πήγε στο ρεαλιστικό διήγημα, που ήταν και το φόρτε του. Η στροφή αυτή έγινε από μια προσωπική του ανάγκη:
Ο Παπαδιαμάντης πνιγόταν στην Αθήνα, το αστικό και ολοένα αναπτυσσόμενο περιβάλλον του ήταν πάντα ένας ξένος τόπος. Ο ίδιος ζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα, αλλά δεν έγινε ποτέ αστός. Ως ψυχοθεραπεία μάλλον, βούτηξε στις αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων, αναζήτησε τον τόπο και το χρόνο στον οποίο εκείνος υπήρξε ευτυχισμένος και τα έκανε ιστορίες.
Αρχίζει, λοιπόν, για το -βασικά αστικό- κοινό του να περιγράφει τη μικρή κοινωνία του νησιού του, όπως την θυμάται στην πόλη, και τις περισσότερες φορές φέρνει σε αντιπαραβολή τον απλό αγροτικό κόσμο του κειμένου με τον αστικό και «εξευρωπαϊσμένο» κόσμο του αναγνώστη.
Σκηνή από την Φόνισσα
Καταφέρνει κάτι μοναδικό: Φέρνει τον αναγνώστη σε μια αντιπαραβολή των δύο εικόνων, του απλού παρελθοντος με το περίπλοκο παρόν. Τον κάνει να στέκεται με κριτικό πνεύμα απέναντι στο πολύπλοκο αυτό παρόν, να νοσταλγεί το ειδυλλιακό παρελθόν όπως ξεπηδά από τις σελίδες του Παπαδιαμάντη, κι ας μην το έχει ζήσει ποτέ...
Δημιουργεί για τους αστούς ένα σημείο σύνδεσης με τη φύση, με τους ενήλικες έναν κρίκο με τη χαμένη τους παιδικότητα. Τα γραπτά του Παπαδιαμάντη δεν θα ήταν τα ίδια αν είχαν γραφτεί σε άλλη εποχή και αλλού: Ειδωμένα μέσα από το πρίσμα των ανθρώπων που είχαν ανάγκη αυτές τις συνδέσεις, βρίσκουν μια θέση στο πάνθεον της εξιδανίκευσης ενός κόσμου που κανένας αναγνώστης δεν είχε γνωρίσει στην πραγματικότητα. Αλλά φαινόταν ως ιδανικός μπροστά σ' αυτό που ο ίδιος ζούσε...
Στην τελευταία δεκετία της ζωή του ο Παπαδιαμάντης γράφει ένα έργο σημαντικό όχι μόνο για εκείνη την εποχή, αλλά για όλες: Τη Φόνισσα, του 1903. Κεντρική μορφή στο μεγάλο αυτό αφήγημα είναι η Φραγκογιαννού (η φόνισσα). Εξήντα χρονών πια, καθώς αναλογίζεται το παρελθόν της, διαπιστώνει ότι η γυναίκα είναι πάντα σκλάβα: των γονιών της ανύπαντρη, του άντρα της, παντρεμένη, ύστερα των παιδιών και στο τέλος των παιδιών των παιδιών της. Έτσι συλλαμβάνει την ιδέα να σκοτώνει τα μικρά κορίτσια, για να τα σώσει από τα βάσανα. Και με την έμμονη αυτή ιδέα, θα διαπράξει μια σειρά από φόνους, και κυνηγημένη από την αστυνομία θα πνιγεί την ώρα που ζητά καταφύγιο σε μια εκκλησιά κοντά στη θάλασσα, «εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».
Η Φόνισσα δεν είναι μόνο ένα τεράστιο ψυχογράφημα, εντελώς ξένο προς τους απλοϊκούς χαρακτήρες των άλλων διηγημάτων του Παπαδιαμάντη. Είναι το ψυχογράφημα μιας ολόκληρης εποχής, με προεκτάσεις που φτάνουν ως σήμερα.
Η αξία της γλώσσας
Η γλώσσα ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο κομμάτι στη λογοτεχνία του Παπαδιαμάντη: Η καθαρεύουσα εμφανίζεται σε διάφορες μορφές στο λόγο του αφηγητή και των προσώπων που έχουν κάποια μόρφωση. Στις περιγραφές τοπίων και ψυχών αυτή η απλή καθαρεύουσα μετατρέπεται σε αυστηρή αρχαΐζουσα. Η δημοτική χρησιμοποιείται στους περισσότερους τίτλους των διηγημάτων, στην εσωτερική αφήγηση, σε διαλόγους και ενίοτε στον λόγο του κύριου αφηγητή. Σε ένα τρίτο επίπεδο κάνουν την εμφάνισή τους και οι διάλεκτοι και ιδίως το σκιαθίτικο ιδίωμα. Ο Παπαδιαμάντης περνάει από τη μια εκδοχή της ελληνικής στην άλλη, ακροβατώντας διαρκώς ανάμεσά τους. Οι διηγήσεις του είναι ένας θησαυρός όλων αυτών των εκδοχών, πώς η μια μας πέρασε στην άλλη, γυρνώντας όμως και πάλι πίσω στις προηγούμενες, σαν ένα μάθημα του πως η γλώσσα έχει συνέχεια, όποια μορφή κι αν πάρει τελικά και όλες οι μορφές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους με το αόρατο νήμα της ιστορικής εξέλιξης.
Ο Παπαδιαμάντης κατηγορήθηκε πολύ. Για επανάληψη των μοτίβων του, για προχειρογραφία κυρίως, για αφέλεια, ακόμα και για τον τρόπο που χρησιμοποιούσε τη γλώσσα. Θεωρήθηκε υπερεκτιμημένος.
Η αλήθεια είναι ότι το έργο του είχε τρομερές διακυμμάνσεις. Ήταν ικανός για το πολύ μέτριο και το αριστουργηματικό. Δεν πέρασε από το πρώτο στο δεύτερο ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας ωρίμανσης και εξέλιξης, αυτές οι λέξεις δεν υπάρχουν στον λογοτεχνικό του κόσμο. Ήταν αποκλειστικά ζήτημα της δικής του ψυχικής διάθεσης.
Ο ίδιος αρνιόταν πεισματικά να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του αναγνώστη, ή ενος απλού παρατηρητή και να τον περιγράψει σύμφωνα με την κοινή εμπειρία. Αν και ο ίδιος επέμενε ότι είναι ρεαλιστής, είχε δημιουργήσει έναν εντελώς ξεχωριστό κόσμο, μέσα στον οποίο βρήκαν πεδίο έκφρασης τα δύο αγαπημένα του θέματα: Η φύση και ο ανεκπλήρωτος έρωτας, ο οποίος περιγράφεται πάντα από την πλευρά του άντρα.
Εν ολίγοις, το έργο του Παπαδιαμάντη αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος έγραφε:
Μπορείς να το αγαπάς, ή να μην σου αρέσει.
Αποκλείεται όμως να σε αφήσει αδιάφορο. Και ορθώς.