Δεν αντιμετωπίζει όλος ο κόσμος το ψυγείο του με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν οι άνθρωποι που κάνουν τα ψώνια τους μία φορά το μήνα υπολογίζοντας τι τους λείπει και τι χρειάζονται, υπάρχουν εκείνοι που δεν τους νοιάζει και τρέχουν την τελευταία στιγμή και υπάρχουν και εκείνοι που κάθε φορά που γεμίζουν το ψυγείο, δεν σκέφτονται μόνο όλα όσα θα χρειαστούν κατά την διάρκεια της ημέρας, αλλά και κατά την διάρκεια της νύχτας. Και η αλήθεια είναι ότι άνηκα πάντα σε αυτούς τους ανθρώπους.
Δεν ξέρω αν η λαιμαργία είναι πράγματι αμαρτία, αλλά όταν το στομάχι γουργουρίζει σαν το διάολο που βρυχάται στην Κόλαση, είναι δύσκολο να κάνεις πίσω. Έλληνες είμαστε. Δηλαδή φαταούλες. Δηλαδή ξενύχτηδες. Δηλαδή πάμε για πέντε-έξι ποτά και βρισκόμαστε μετά στην πλησιέστερη καντίνα τσακίζοντας σάντουιτς που είναι πιο μεγάλα και από τις απορίες μας για το σύμπαν. Δεν θέλει χαλιναγώγηση η πείνα. Θέλει κατανόηση. Για όλες τις ώρες. Ειδικά μετά τις 12 το βράδυ και ειδικά όταν δεν είσαι έξω για να φας. Γιατί υπάρχουμε και εμείς. Οι άνθρωποι που ξυπνούν πεινασμένοι στις 4 τα ξημερώματα, που πραγματικά το προσπαθούν πολύ να γυρίσουν πλευρό και να ξαναβυθιστούν στον ύπνο αλλά δεν τα καταφέρνουμε. Πεινάμε ρε φίλε. Πεινάμε.
Έχω μάθει στο σπίτι μου να μην πετάω φαγητό. Εκτός από λαδερά. Αρακάδες, μπριάμ και τέτοια. Στο διάολο. Προτιμώ να φάω τα δάχτυλα μου με κέτσαπ, παρά να ανοίξω το τάπερ από το ψυγείο με τον αρακά για να πω πως «έσβησα την πείνα μου». Είναι ντροπή αυτό το πράγμα, είναι απαράδεκτο. Τις περισσότερες φορές που είμαι στο τραπέζι τα μεσημέρια, έχω πάντα στο νου μου να μείνει φαγητό και τα ξημερώματα. Αλλά τι θα φάω το βράδυ; Τι θα πάρω μαζί μου την επόμενη ημέρα στη δουλειά; Δεν είναι εύκολο. Είναι πολύ δύσκολο να πρέπει να φτιάξεις τρεις κατσαρόλες φαγητό για να υπολογίσεις και την πείνα στις 4 το ξημέρωμα. Αυτό λοιπόν που συμβαίνει συνήθως, είναι μία προσπάθεια να χορτάσω με ό,τι υπάρχει στο σπίτι. Και είναι δύσκολο, θέλει φαντασία και όρεξη. Η Μαλβίνα Κάραλη είχε γράψει βιβλίο μαγειρικής έχοντας στο νου της αυτό το «πρόβλημα». Γιατί μην λέμε ό,τι θέλουμε, πρόβλημα είναι.
Σηκώνεσαι και πας στο ψυγείο. Είστε μόνο εσύ και εκείνο. Ο ήχος από το γουργουρητό της κοιλιάς συναντάει εκείνον του ρεύματος που ακούγεται από το ψυγείο. Δεν θέλει γκουρμεδιές και εκλεπτυσμένες γεύσεις. Θέλει γερό στομάχι και φαντασία. Κυρίως φαντασία. Πρέπει όμως να έχεις στο νου σου ότι δεν σου φταίει ο δόλιος ο πατέρας σου να ξυπνήσει πάλι επειδή, φλώρε, δεν μπορείς να ανοίξεις την μαγιονέζα. Τα εύκολα πιάτα περιλαμβάνουν συνήθως δύο αβγά μάτια. Τα ρίχνεις στο τηγάνι, κόβεις και ένα μεγάλο κομμάτι φέτα, παίρνεις και ψωμί και τέλος. Μεγάλο θέμα το ψωμί στο σπίτι. Τεράστιο. Χωρίς αυτό δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Σαν να σου λέω το κορίτσι «δεν κρατιέμαι» και να μην έχεις προφυλακτικά. Γίνεται; Δεν γίνεται. Η δεύτερη επιλογή είναι κρέατα. Τι έχει; Κοτόπουλο κοκκινιστό από το μεσημέρι; Αλλαντικά; Χοιρινό; Ό,τι και αν έχει αποφασίζεις αν θα κάνεις αρπαχτή (σ.σ.: δηλαδή να αρπάξεις να τσιμπήσεις με τα χέρια) ή θα κάνεις κανονικό λουκούλλειο γεύμα. Και κάπου εδώ έρχονται τα σάντουιτς.
Αν πεινάς και δεν έχεις καντίνα κάτω από το σπίτι σου, αξίζει να αφήσεις την φαντασία σου ελεύθερη να κοπιάσει. Εγώ το κάνω και ψυχεδελικό. Κάνω πως είμαι ο σαντουιτσάς και μιλάω στον εαυτό μου. Τι άλλο να κάνω 4 το ξημέρωμα.
Καλώς το παιδί
Τι λέει αδερφέ πώς είσαι;
Καλά καλά. Με το σώβρακο βλέπω πάλι, όλα καλά;
Είδα εφιάλτη ρε φίλε και είπα να τσιμπήσω κάτι
Έλα να σε φτιάξω να βάλω και τον εφιάλτη μέσα. Κλασσικά με απ’ όλα;
Με απ’ όλα
Μπιρίτσα να βάλω;
Όχι να 'σαι καλά, οδηγώ
Αυτό το «με απ’ όλα» κρύβει μέσα του πολλά περισσότερα. Τι είναι το με απ’ όλα; Το πατέ ελιάς στο πάνω ψωμί και η κοπανιστή στο από κάτω; Είναι οι πέντε φέτες σαλάμι αέρος που τις αγκαλιάζει μία μεγάλη φέτα μορταδέλα; Ή είναι αυτή η ξαφνική αναλαμπή που ενώ έχεις τηγανίσει το αβγό λες στον εαυτό σου «μα καλά καθυστερημένος είμαι, γιατί δεν το ρίχνω και αυτό στο σάντουιτς;». Και πριν καλά-καλά το καταλάβεις, το έχεις φτιάξει το αριστούργημα του ξημερώματος, που θα το ζήλευαν και στην Μιχαλακοπούλου. Ψωμί γαλλική μπαγκέτα. Μαγιονέζα και μουστάρδα πάνω χτυπημένα με γλυκό κάρυ, κοπανιστή, ό,τι αλλαντικό βρίσκεις μέσα και μετά μία δόση από το μεσημεριανό. Το κοκκινιστό κοτόπουλο. Το ρολό. Τα αβγά. Τυρί – πολύ τυρί όμως. Το πατάς και στην τοστιέρα βάζοντας βουτυράκι στο πάνω μέρος του ψωμιού. Το πατάς, το βγάζεις, το ανοίγεις, βάζεις ταμπάσκο ή πάπρικα και του δίνεις και καταλαβαίνει. Mε το κινητό να παίζει σιγά κομμάτια από Μότσαρτ, γιατί αυτή είναι μία τρομερή, ασύγκριτη στιγμή δημιουργίας.
Όλα τα παραπάνω με την τσίμπλα στο μάτι, με όρεξη λες και έχεις να φας πεντακόσια χρόνια και που αισθάνεσαι τυχερός που δεν έχεις κοπέλα γιατί θα της είχες ταράξει το ψυγείο και θα πήγαινε για ψώνια κάθε Παρασκευή. Κυρίως όμως, νιώθεις ευλογία που κατάφερες να βρεις μία λύση με ό,τι είχες στο ψυγείο. Δημητριακά; Τι είμαι να φάω δημητριακά; Πρόσκοπος ή πάω Τρίτη Δημοτικού. Ξυπνάω και πεινάω. Βαριέμαι να βγω. Δεν είμαστε όλοι σαν τον Χρήστο Κάβουρα που σηκώνεται ντύνεται και πάει McDonald’s.
Είναι κάπου εκεί που έχεις κλατάρει, που πονάς, που λες στον εαυτό σου «πρέπει να το κόψω αυτό, θα πεθάνω νέος και δεν θα βρω ποτέ γκόμενα» και που την στιγμή που το σκέφτεσαι, ξέρεις πως την επόμενη μέρα θα κάνεις τα ίδια. Γιατί έτσι είναι το σκαρί. Γιατί πεινάς. Γιατί μπορείς. Γιατί έτσι.
Η λιγούρα δεν κρύβεται και δεν έχει ώρα. Μην είστε σπαστικοί. Φάτε.