Κάθε χρόνο, περίπου τέτοια εποχή, οι ίδιες ερωτήσεις: πού θα πάω διακοπές; Πόσο καιρό θα πάω; Για πόσο με βγάζουν τα λεφτά; Και τι θα κάνω τις υπόλοιπες ημέρες, όπου θα έχω άδεια αλλά δεν θα έχω λεφτά να πάω κάπου; Ίσως να πάω και λίγο στο χωριό. Ή να «φορτωθώ» στους φίλους που με έχουν καλέσει για λίγες μέρες. Εκτός κι αν υπάρχει αυτός ο Μύθος, που λέγεται Εξοχικό.
Οι περισσότεροι από τη γενιά των σημερινών 40άρηδων ή 50άρηδων, περάσαμε τα καλοκαίρια μας σε ένα εξοχικό. Σε εποχές όπου ο πατέρας δούλευε, η μητέρα δεν δούλευε κι έτσι μπορούσε να κάνει διακοπές με τα παιδιά σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Και στο εξοχικό, είχαμε τις καλοκαιρινές μας παρέες και περνάγαμε πολύ ωραία, μέχρι που μεγαλώναμε, «μαγκεύαμε», βαριόμασταν, κάναμε άλλες παρέες και θέλαμε διακοπές αλλού. Και το σνομπάραμε το εξοχικό και κάπως έτσι έχανε το λόγο ύπαρξής του, άρχισαν να μην πηγαίνουν ούτε οι γονείς, το νοίκαζαν ή το πούλαγαν ή το παράταγαν και κάπως έτσι το μέρος των παιδικών καλοκαιρινών μας αναμνήσεων πέρναγε στη λήθη.
Στη δική μου οικογένεια, υπήρχε ένα εξοχικό στην Κινέτα. Ένα διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία, όπου έμεναν πολλές οικογένειες, οι περισσότεροι συνάδελφοι με τον πατέρα μου, όπου τους δόθηκε η δυνατότητα από την κατασκευαστική εταιρεία που δούλευαν να πάρουν από ένα διαμέρισμα. Με πολύ χαμηλή τιμή ή με ένα χαμηλό αντίτιμο ή δώρο σε κάποιους, δεν θυμάμαι, έχουν περάσει πολλά χρόνια. Αυτά που θυμάμαι, είναι τα καλοκαίρια μου στην Κινέτα, μέχρι την ηλικία που αποφάσισα - εγώ κι η αδελφή μου - ότι βαρεθήκαμε την Κινέτα. Και κάπως έτσι οι γονείς μου πούλησαν το εξοχικό για να αγοράσουν το σπίτι όπου έμεναν, το πατρικό μου, το οποίο η ιδιοκτήτρια είχε αποφασίσει να πουλήσει. Πολλές φορές το έχω νοσταλγήσει εκείνο το ωραίο δυαράκι στην Κινέτα - το βλέπω καμιά φορά ακόμα στον ύπνο μου. Σκέφτομαι ότι αν το είχαμε ακόμα, τα Σαββατοκύριακα εκεί θα τα περνούσα, 100 μέτρα από τη θάλασσα και με το πευκοδάσος απέναντι. Αλλά το πούλησαν οι γονείς πριν καμιά 30ριά χρόνια, χαθήκαμε με όλους τους φίλους (σ.σ.: δεν υπήρχε και Facebook και social media τότε, ούτε καν κινητά), οπότε μόνο στον ύπνο μου το βλέπω πια. Πέρυσι μάλιστα με τις φωτιές στην Κινέτα, με έπιασε μια αγωνία, αν «είναι καλά» η πολυκατοικία ή κάηκαν τίποτα διαμερίσματα.
Αναρωτιέμαι πάντως τι έκαναν τόσο καλά οι μπαμπάδες και οι παππούδες μας και κατάφεραν να αγοράσουν ή να φτιάξουν εξοχικά κι εμείς τώρα δεν μπορούμε να πάρουμε ούτε αντίσκηνο. Βεβαίως ήταν άλλες οι εποχές, η γη κόστιζε λίγο ή πολύ λίγο, τα υλικά κατασκευής ήταν σαφώς φτηνότερα, έβαλαν και μπόλικη προσωπική εργασία όσοι έχτισαν σπίτια, ξεκίνησαν με ένα - δυο δωμάτια και σιγά - σιγά, χρόνο με το χρόνο, έφτιαχναν και κάτι έξτρα. Αλλά το κατάφεραν. Με ένα μισθό, με ό,τι έπαιρναν τότε. Με ένα κτηματάκι που είχαν κληρονομήσει όλο κι όλο, έφτιαξαν κάτι που έμεινε στο χρόνο και πέρασε τις επόμενες γενιές. Με «δυο άκρες» στο Δήμο ή την Πολεοδομία, με «έναν γνωστό» στη ΔΕΗ, όπως λειτουργούσαν (και λειτουργούν ακόμα) τα πράγματα στην Ελλάδα τη δεκαετία του '70 ή του '80.
Κάτι έκαναν οι «παλιοί» πολύ καλά και κάτι κάνουμε λάθος εμείς. Που μπορεί να κάνουμε δυο δουλειές, να βγάζουμε πολλά περισσότερα απ' όσα έβγαζαν εκείνοι, να δουλεύει και ο μπαμπάς και η μαμά, αλλά τα λεφτά μας να φτάνουν με το ζόρι για 10-15 μέρες διακοπών αν δεν έχουμε κανένα εξοχικό. Ίσως διότι μας αρέσει να αλλάζουμε αυτοκίνητα ή θέλουμε να έχουμε το τελευταίο smartphone ή 50άρα τηλεόραση και λάπτοπ. Ίσως διότι παίξαμε (και χάσαμε…) τα λεφτά μας κάποτε στο Χρηματιστήριο - μπορεί να παίξαμε και να χάσαμε και το εξοχικό, πιστεύοντας ότι θα βγάλουμε τόσα πολλά, που θα πάρουμε καλύτερο στη Μύκονο ή τη Σαντορίνη. Ίσως διότι ακούσαμε τους λάθος ανθρώπους και σπρώξαμε τις οικονομίες μιας ζωής σε μια λάθος επιχειρηματική κίνηση ή σε μια μπιλιά στην Πάρνηθα ή το Λουτράκι. Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα κάτι κάναμε λάθος. Και εξακολουθούμε να κάνουμε…
Πόσους ακούτε σήμερα να φτιάχνουν ή να αγοράζουν εξοχικό; Εγώ δεν ξέρω κανέναν - μόνο όποιος έχει από τους γονείς του, συνεχίζει την «παράδοση». Και γκρινιάζει για τον ΕΝΦΙΑ ή τα έξοδα, και παραπονιέται ότι έχει ένα σπίτι που κάθεται σχεδόν όλο τον χρόνο και τα παιδιά δεν θέλουν να πάνε ούτε Σαββατοκύριακο και «θα το πουλήσω το ρημάδι». Μην το πουλάς, αν δεν έχεις πραγματική ανάγκη τα χρήματα. Διότι κάποια στιγμή τα παιδιά σου θα το εκτιμήσουν, θα αρχίσουν να πηγαίνουν με τους φίλους τους, με την κοπέλα ή το αγόρι τους, θα είναι η καβάντζα και το ησυχαστήριό τους, το μέρος όπου θα δημιουργήσουν τις καινούργιες τους αναμνήσεις, όχι παιδικές ή εφηβικές πλέον, αλλά ενήλικες. Κι αν όλα πάνε καλά, σε μερικά χρόνια που θα φτιάξουν τη δική τους οικογένεια, θα συνεχιστεί η αλυσίδα και δεν θα σπάσει.
Και θα σε παίρνουν και σένα, τον παππού και τη γιαγιά μερικές μέρες στο εξοχικό και θα θυμάσαι τα παλιά. Θα τους λες πού ήταν τότε η ψησταριά του κυρ-Σταύρου και η ταβέρνα του «Μιχάλη» και του «Μανώλη», πόσο μακριά ήταν το θερινό σινεμά και σε ποιο σούπερ - μάρκετ ψωνίζατε και γεμίζατε τα μπιτόνια με πόσιμο νερό. Και θα τους δείχνεις τα «αξιοθέατα» της περιοχής: το δικό μας, ήταν το διάσημο σπίτι της Ζωζούς Σαπουντζάκη...