Ήταν τελικά καλύτερος από τον Φρανκ Σινάτρα; Γιατί εγκατέλειψε το πιάνο και τη τζαζ για χάρη των πιο “ποπ” τραγουδιών; Ποιο τραγούδι του αγαπάει περισσότερο; Πολλά μπορεί να υποθέσει κανείς, αλλά ας ρωτήσουμε καλύτερα τον ίδιο τον Νατ Κινγκ Κόουλ.
Γεννηθήκατε...
“Μαύρος (γελάει). Πριν από 100 χρόνια ακριβώς, στις 17 Μαρτίου 1919 στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, ως Ναθάνιελ Κόουλ, αλλά εσείς με ξέρετε ως Νατ. Θα είναι τρομερό χάσιμο χρόνου αν προσπαθήσω να εξηγήσω σε ένα λευκό του 21ου αιώνα τι σημαίνει να γεννηθείς μαύρος στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα το 1919. Υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του δουλεμπορίου του νότου. Και μετά έγινε ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα της ακτιβιστικής δράσης των μαύρων. Ξέρετε, φυσικά για τη Ρόζα Παρκς και το περίφημο μποϊκοτάζ των λεωφορείων. Η Ρόζα ήταν από το Μοντγκόμερι. Όπως και ο Μάρτιν (σ.σ. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ). Αλλά, όλα αυτά δεν έγιναν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50, τότε ξεκίνησαν ν' αλλάζουν κάπως τα πράγματα. Νωρίτερα ήσουν απλώς άλλος ένας νέγρος. Με ταλέντο ή χωρίς...”.
Το ταλέντο, όμως, σίγουρα σε βοηθάει να ξεφεύγεις από όλα αυτά.
“Ναι και όχι. Στη δική μου εποχή δεν ξέφευγες ποτέ από αυτό. Θέλω να πω, θα έχετε ακούσει πώς με έδειραν πάνω στη σκηνή στο Μπέρμινχαμ (σ.σ. επίσης στην Αλαμπάμα). Ήταν το '56, πήγα να παίξω δύο παραστάσεις, μια για λευκό ακροατήριο και μια -πιο αργά- για μαύρο. Η ορχήστρα μου ήταν όλοι λευκοί, κάτι σαν συμβιβασμός προς το λευκό κοινό. Μαζεύτηκαν κάπου 4.000 λευκοί για την πρώτη παράσταση. Ξεκίνησα να τραγουδάω. Και την ώρα που έλεγα το τρίτο μου τραγούδι, αν θυμάμαι καλά ήταν το “Little Girl”, ξαφνικά ανέβηκαν στη σκηνή κάποιοι άντρες και άρχισαν να με χτυπάνε με γκλομπ... Ένας με πέταξε πάνω από το σκαμπό του πιάνου στο πάτωμα και με χτύπησε με το μικρόφωνο. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα και θυμάμαι κάποιους από το κοινό να μου φωνάζουν “νέγρε πήγαινε σπίτι σου”. Μετά η φασαρία γενικεύτηκε, με φυγάδευσαν, οι αστυνομικοί πλακώθηκαν μεταξύ τους, κάποιοι με στολές νόμιζαν ότι κάποιοι άλλοι, χωρίς στολές ήταν μέρος της ομάδας που μου επιτέθηκε, πανδαιμόνιο”.
Κάνατε μηνύσεις;
(Γελάει). “Μηνύσεις; Ένας μαύρος σε λευκούς στην Αλαμπάμα; Το 1956; Ξανανέβηκα στη σκηνή, αλλά δεν έπαιξα. Τους είπα μόνο δύο κουβέντες: “Ήρθα εδώ για να σάς διασκεδάσω. Νόμιζα ότι αυτό θέλατε. Γεννήθηκα στην Αλαμπάμα. Αυτοί οι άνθρωποι με χτύπησαν και πονάει η πλάτη μου. Πρέπει να πάω σε έναν γιατρό”. Μετά πήγα στο γιατρό, επέστρεψα και έπαιξα, αλλά μόνο για το μαύρο κοινό”.
Που ζούσατε εκείνη την εποχή;
“Στο Χόλιγουντ. Είχαμε μετακομίσει εκεί το 1948, τη χρονιά που παντρευτήκαμε με τη Μαρία. Μην εντυπωσιάζεστε. Σε κάποια μέρη ίσχυε πάντα το αξίωμα ότι το χρώμα του χρήματος είναι πιο ισχυρό από εκείνο του δέρματος. Η Καλιφόρνια ήταν πάντα πιο ανοιχτόμυαλη από τις άλλες πολιτείες. Αλλά κι εκεί συναντήσαμε προβλήματα, αρκετοί μας αντιμετώπισαν πολύ δύσπιστα όταν μετακομίσαμε στη γειτονιά των πλούσιων λευκών και δεν δίστασαν να το εκφράσουν με πολλούς τρόπους”.
Ήσασταν όμως ήδη πολύ επιτυχημένος...
“Ναι, Νομίζω ότι η επιτυχία ξεκίνησε το 1943. Αλλά, το μεγάλο “μπαμ” έγινε το 1947, όταν ηχογράφισα το Nature Boy. Έγινε Νο1 στο Billboard και πούλησε πάνω από 1 εκατομμύριο δίσκους. Μετά το είπε και ο Φράνκ Σινάτρα, αλλά και η Σάρα Βων. Οπότε, το '48 είχα πλέον αρκετά λεφτά για να πάω στο Χόλιγουντ”.
Ο Φρανκ Σινάτρα ήταν φίλος σας;
“Ναι. Ο Φρανκ είχε μια πολύ ιδιαίτερη αντιμετώπιση για τα πράγματα. Δεν ξεχώριζε λευκούς και νέγρους, τον ενδιέφερε πιο πολύ αν έκανε καλή παρέα μαζί σου και αν είχες ταλέντο. Και γενικά υποστήριξε τους μαύρους καλλιτέχνες και τους μαύρους γενικά. Ήταν και χρηματοδότης του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Τα πηγαιναμε καλά, κάναμε καλή παρέα, αν και προτιμούσε τον Σάμι (σ.σ. Σάμι Ντέιβις τζούνιορ). Ο Σάμι ήταν πιο 'φωνακλάς' από μένα, ταίριαζε πιο πολύ στην ιδέα της αντροπαρέας που ήθελε να δημιουργήσει ο Φράνκι”.
Κάποιοι λένε ότι ήσασταν καλύτερος απ' αυτόν...
“Αλήθεια είναι. Ήμουν. Απλώς ήμουν μαύρος κι εκείνος λευκός”.
Και ότι θα μπορούσατε να έχετε κάνει σπουδαια καριέρα και στον κινηματογράφο και το θέατρο...
“Νομίζω πώς ναι, θα μπορούσα. Έκανα όμως έτσι κι αλλιώς πολλά για την εποχή. Ήμουν ο πρώτος μαύρος που είχε το δικό του τηλεοπτικό σόου: Το Nat King Cole Show. Είναι κρίμα που οι σπόνσορες δεν ήθελαν να δίνουν τα χρήματά τους σε έναν μαύρο παρουσιαστή και το σόου διεκόπη μετά από μια σεζόν. Πήγαινε πολύ καλά”.
Σας κατηγόρησαν ότι δεν 'φωνάξατε' τότε όσο δυνατά θα μπορούσατε και γενικά ότι δεν υποστηρίξατε όσο θα έπρεπε τα δικαιώματα των μαύρων χρησιμοποιώντας τη φήμη και τη δύναμή σας.
“Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήμουν θυμωμένος. Ίσως, όμως, έμαθα από μικρός ότι όσο κι αν φώναζα δεν θα κατάφερνα κάτι άλλο από το να περιθωριοποιηθώ ακόμα περισσότερο. Ίσως έκανα λάθος. Μην ξεχνάτε, όμως, ότι ήταν άλλες εποχές κι ότι δεν αντιδρούμε όλοι με τον ίδιο τρόπο”.
Σας κατηγόρησαν, επίσης, ότι αφήσατε στην άκρη τη τζαζ και το πιάνο για χάρη πιο ποπ και εύπεπτων ήχων, με τραγούδια όπως το “Unforgetable”.
“Δεν είναι αλήθεια. Είναι γεγονός ότι οι καταβολές μου είναι στη τζαζ και το σουίνγκ, αλλά ακόμα και αυτό που έκανα αργότερα εκεί είχε τις ρίζες του. Δεν είναι κακό, ξέρετε, να φέρνεις τη μουσική σε πιο πλατιά στρώματα, στο ευρύ κοινό. Ας μην είμαστε τόσο ελιτιστές. Το ίδιο έκανε και ο Σινάτρα εξάλλου. Όμως, ανάμεσα στα μεγάλα “χιτ”, συνέχισα να κάνω τζαζ δίσκους μέχρι το τέλος. Όσο για το πιάνο, παρέμεινε η μεγάλη μου αγάπη, όσο κι αν οι περισσότεροι με ξέρουν για τη φωνή μου”.
Πότε αρχίσατε να τραγουδάτε;
“Η οικογένειά μου μετακόμισε από την Αλαμπάμα στο Σικάγο, όταν ήμουν μικρός. Εκεί ο πατέρας μου ήταν ιερέας στην τοπική εκκλησία. Πήγαινα εκεί, έπαιζα όργανο και τραγουδούσα, από τα 12 μου χρόνια. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Έντι, ήταν μπασίστας. Το πρώτο γκρουπ, τους Eddie, το φτιάξαμε μαζί, το 1936. Μετά εγώ έκανα τους Royal Dukes και μετά, στα τέλη της δεκαετίας του '30 ήρθε το King Cole Τrio με τον Όσκαρ Μουρ και τον Γουέσλι Πρινς”.
Ήταν η εποχή του σουίνγκ...
“Ναι. Αν και θεωρώ ότι κάναμε τη διαφορά, αφού δεν είχαμε ντραμς, κάτι πολύ ασυνήθιστο για το είδος, σχεδόν πρωτοφανές. Εγώ έπαιζα πιάνο και ο ήχος μας ήταν ξεχωριστός, επειδή το πιάνο και η κιθάρα ακούγονταν σχεδόν σαν 'μια φωνή'.
Αλλά σύντομα ήρθε η στροφή στο τραγούδι, υπάρχει και ένας “μύθος” γι αυτό.
“Πάντα υπάρχει ένας μύθος που όλοι θέλουν να πιστεύουν. Στη δική μου περίπτωση, ο μύθος λέει ότι ένα βράδυ ένας μεθυσμένος πελάτης μού ζήτησε να τραγουδήσω το «Sweet Lorraine». Ακούγεται ωραίο, δεν είχα λόγο να εξηγήσω ότι δεν συνέβη ποτέ... Στην πραγματικότητα το τραγούδι το έφερε το ραδιόφωνο. Μας ζητούσαν όλο και περισσότερο να κάνουμε “εμφανίσεις” σε αυτό και η φωνή μου έγραφε καλύτερα απ' ότι τα σκέτα όργανα. Οπότε, σκέφτηκα, γιατί όχι; Αφού το κοινό θέλει φωνή, ας του δώσουμε φωνή. Ήμουν πάντα της γνώμης 'οτι μπορείς να δίνεις στο κοινό αυτό που θέλει χωρίς να κάνεις μεγάλες εκπτώσεις σε αυτό που θέλεις εσύ. Είναι μια δύσκολη, αλλά όχι αδύνατη ισορροπία”.
Κάνατε μεγάλη επιτυχία τραγουδώντας και ισπανικά.
“Έχω τραγουδήσει σε διάφορες γλώσσες. Στα ισπανικά έβγαλα τρεις δίσκους που πήγαν εξαιρετικά στη Λατινική Αμερική. Έχω τραγουδήσει και γαλλικά, όμως, αλλά και ιαπωνικά, to L.O.V.E, για παράδειγμα. Είναι πολύ ενδιαφέρον, να το ακούσετε...”.
Τι ξέρετε για την Ελλάδα;
“Ίσως δεν το ξέρετε, αλλά έχω τραγουδήσει ένα τραγούδι ενός σπουδαίου Έλληνα συνθέτη. Του Μάνου Χατζιδάκι. Ήταν το '63 νομίζω, η MGM γύρισε στην Ελλάδα την ταινία In The Cool of The Day, με πρωταγωνιστές τον Πίτερ Φιντς και τη Τζέιν Φόντα. Ο Χατζιδάκις έγραψε τη μουσική. Είχε ήδη πάρει κι ένα Όσκαρ, ήταν πολύ γνωστος. Μου πρότειναν να πω στ' αγγλικά ένα τραγουδι του Μάνου. Ήταν το ομώνυμο του τίτλου της ταινίας. Εξαιρετικός συνθέτης και αγαπούσε πολύ τη τζαζ... Τι άλλο ξέρω για την Ελλάδα; Ότι πολύ αργότερα αγάπησε πολύ τη μουσική μου και ένας Πρωθυπουργός σας: Ο Ανδρέας Παπανδρέου.”
Ποιο τραγουδι σας αγαπάτε περισσότερο;
“Το Unforgettable”. Όπως το είπε η κόρη μου, η Νάταλι, 40 χρόνια μετά το θάνατό μου”.
Ο οποίος ήρθε πολύ πρόωρα και απότομα.
“Κάπνιζα σα φουγάρο. Δεν ήταν και πολύ παράξενο αυτό που έγινε. Καρκίνος του πνεύμονα, διαγνώστηκε στα 46 μου και μέσα σε δύο μήνες, στις 15 Φεβρουαρίου του '65, τελείωσαν όλα”.
Απ' όσα αφήσατε πίσω σας για τι είστε πιο περήφανος;
“Νομίζω ότι από τη μουσική μου επηρεάστηκαν πολλοί μουσικοί. Όπως ο σπουδαίος Ρέι Τσάρλς. Αλλά και ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ. Αν ακούσετε προσεκτικά το Yesterday θα διαπιστώσετε ότι θυμίζει πολύ ένα δικό μου τραγούδι, το Answer Me. Δεν λέω ότι το 'έκλεψε' φυσικά, ήταν εξίσου σπουδαίος μουσικός, αλλά πιθανώς επηρεάστηκε απ' αυτό, είναι πολύ όμορφο να ξέρεις ότι αφήνεις πίσω σου μια τέτοια παρακαταθήκη. Όταν γράφεις μουσική δεν σκέφτεσαι το μέλλον, ούτε αν θα γίνει επιτυχία ή όχι. Αλλά, δεν σας κρύβω ότι είναι πολύ σπουδαίο να αγαπάει τη μουσική σου το κοινό της εποχής σου, αλλά ακόμα σπουδαιότερο όταν την αγκαλιάζουν οι επόμενες γενιές και γίνεται διαχρονική. Είναι κάποιου είδους αθανασία αυτή. Γι αυτό είμαι εδώ και κουβεντιάζουμε, εξάλλου. Επειδή η μουσική μου είναι αθάνατη και αυτό με κάνει κατά κάποιον τρόπο κι εμένα”.
Unforgettable...
“Μπορείτε να το πείτε κι έτσι”.
Σας ευχαριστώ
“Κι εγώ”.
* Η παραπάνω συζήτηση είναι εντελώς φανταστική και βασίζεται στη ζωή και το έργο του Ναθάνιελ “Νατ Κινγκ” Κόουλ.