Κάθισε αναπαυτικά στη μεγάλη δερμάτινη καρέκλα του γραφείου και τράβηξε μια ρουφηξιά από το φρεσκοαναμμένο πούρο του. Μπροστά του, σε δυο μάλλον άβολες καρέκλες, κάθονταν οι δυο ατζέντηδες με τα χέρια ακουμπισμένα πάνω στα γόνατά τους, σαν μαθητούδια. Επίτηδες οι καρέκλες των επισκεπτών ήταν άβολες – αρχοντικές βέβαια, ξύλινες, με ωραία σκαλίσματα, αλλά άβολες: για να νιώθουν άβολα μπροστά στο «Αφεντικό», να καταλαβαίνουν τη διαφορά που υπάρχει στις δυο πλευρές του τραπεζιού, μπορεί να κάθονταν στο ίδιο τραπέζι, αλλά δεν ήταν «ομότιμοι», ούτε ισότιμοι συνομιλητές.
Ο Δημήτρης Μελισσανίδης τράβηξε ακόμα μια παχιά ρουφηξιά από το πούρο του και πάτησε το «play» στο cd-player. Το «Σε συζητάν’ δίχως γιατίιιι, και όχι άδικαααα…» άρχισε να πλημμυρίζει το μεγάλο γραφείο. Ο μάνατζερ Μπακασέτα και ο μάνατζερ Σιμόες κοιτάχτηκαν με απορία. – «Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να…» Ο «Τίγρης» με ένα νόημα τον έκανε να σωπάσει και ρούφηξε όλο το κουπλέ με τη φωνάρα του Μητροπάνου. «Τόσα δίνω, πό…» - η φωνή του Μητροπάνου πάγωσε, την ώρα που πάτησε το «pause» και έσπασε τη σιωπή του. «Όπως λέει και το τραγούδι κύριοι, τόσα δίνω. Τελεία».
Δεν έγιναν απαραίτητα έτσι ακριβώς τα πράγματα αλλά θα μπορούσε κάλλιστα κάπως έτσι να κύλησε το ραντεβού. Διότι ο Δημήτρης Μελισσανίδης «τόσα δίνει» και το «πόσα θες;» είναι απλά ένας στίχος από ένα τραγούδι που αγαπάει και μέχρι εκεί. Δεν τον αγγίζει, ούτε τον αφορά, πολύ απλά διότι έχει ένα συγκεκριμένο business plan στο μυαλό του, ένα συγκεκριμένο ποσό με το οποίο αποτιμά τους παίκτες και δεν είναι διατεθειμένος να υποκύψει σε κανέναν «εκβιασμό», καμία πίεση, κανένα «φόβο» ότι μπορεί να φύγουν και να πάνε στους «απέναντι» ή στο εξωτερικό, ότι ίσως να πληγεί επικοινωνιακά η εικόνα του επειδή έχασε κάποιον παίκτη για 100 χιλιάρικα, να τον πουν «Καβούρια» ή να θυμηθούν πώς χάθηκε ο Λάζαρος το καλοκαίρι.
Θα ήταν χρήσιμο σε αυτό το σημείο να θυμηθούμε και το πώς «έπεισε» τον Βράνιες...
«Το μοναστήρι να είναι καλά», αυτά είναι τα χρήματα που δίνουμε, πήραμε πρωτάθλημα, παίξαμε Τσάμπιονς Λιγκ, χτίζουμε γήπεδο, είμαστε μαγαζί – γωνία. Οπότε όποιος θέλει μπορεί να βρίσκεται στη βιτρίνα του «μαγαζιού» κι όποιος θέλει μπορεί να κάτσει στο πίσω ράφι. Χρήματα όμως δεξιά κι αριστερά δεν πρόκειται να σκορπίσει η ομάδα – αν κάποιος νομίζει ότι μπορεί να βρει 700 ή 800 χιλιάρικα στην πιάτσα, του δίνω την ευχή μου».
Δεν τα βρήκαν και πρώτα ο Μπακασέτας και μετά ο Σιμόες, υπέγραψαν με τα χρήματα που τους πρόσφερε αρχικά η ομάδα – προφανώς ο «Τίγρης» είχε καλύτερη εικόνα και αίσθηση της αγοράς και της πραγματικής χρηματιστηριακής αξίας των παικτών, απ’ ό,τι είχαν οι ίδιοι οι παίκτες και οι μάνατζέρς τους. Διότι ο «Τίγρης» είναι χρόνια στην «πιάτσα» και ξέρει – όχι μόνο στην ποδοσφαιρική πιάτσα, αλλά στην πιάτσα γενικώς. Στις επιχειρήσεις και το εμπόριο. Στις αγορές και τις πωλήσεις. Και πολλά μπορεί να πει κανείς για το Δημήτρη Μελισσανίδη, αλλά κορόιδο δεν τον έπιασε κανείς.
Η διαπραγματευτική επιτυχία του Μελισσανίδη στις υποθέσεις του Μπακασέτα και του Σιμόες ήταν μνημειώδης. Ήταν μια απτή απόδειξη ότι σε έναν κόσμο και μια εποχή όπου οι μανατζαραίοι «κάνουν τον κόσμο να γυρίζει», αγοράζουν και πουλάνε στις τιμές που ορίζουν οι ίδιοι, κάνουν το πραγματικό κουμάντο στην αγορά και συχνά μεταχειρίζονται τους πελάτες τους σαν εμπορεύματα και τα συμβόλαια σαν χαρτοπετσέτες, μερικές φορές τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά. Δεν είναι πολλές πλέον αυτές οι περιπτώσεις, αλλά να που υπάρχουν.
Και σε μια χώρα, όπου τα τελευταία χρόνια, με την τωρινή ή την προηγούμενη κυβέρνηση η έννοια «διαπραγμάτευση» έχει γίνει «είδος υπό εξαφάνιση» και συνήθως είναι συνώνυμο του «φωνάζω λιγάκι για επικοινωνιακούς λόγους πριν πω “ναι σε όλα”», προξενεί μια κάποια έκπληξη κι έναν κάποιον θαυμασμό να βλέπεις πραγματικές διαπραγματεύσεις, σκληρές, χωρίς πισωγυρίσματα, με όποιο ρίσκο μπορούν να περιέχουν, που να στέφονται τελικά με επιτυχία. Σε αθλητισμό και πολιτική, σε συνδικαλισμό και Μνημόνια, σε εθνικά ζητήματα και ιδιωτικοποιήσεις, γενικά «δεν το έχουμε» και πολύ. Αλλά μπορεί τελικά να μην θέλει κόπο, αλλά να θέλει τρόπο…