Σάββατο πρωί. Ξυπνάω, πίνω καφέ, κάνω μια βόλτα στα αθλητικά σάιτς, τσεκάρω τηλεοπτικό πρόγραμμα. Και ξαφνικά, μέσα από το καλαμάκι του φρέντο εσπρέσο, βγαίνει ένα φως! Μια λάμψη που συνοδεύεται από μια απόκοσμη βοή! Μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου αρχίζει να επαναλαμβάνει «Σήμερα η Λίβερπουλ πατάει κορυφή! Κερδάει εκτός έδρας τη Μπόρνμουθ, η Σίτι δεν κερδάει την Τσέλσι». Βρε λες; «Άκου που σου λέω, πατάμε κορυφή λέμε σήμερα». Και λίγες ώρες μετά, η Λίβερπουλ είχε σκορπίσει τη Μπόρνμουθ με τον Σαλάχ να κάνει όργια και η Τσέλσι υποχρέωσε τη Σίτι στην πρώτη της ήττα. ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ! Η ΛΙΒΕΡΠΟΥΛ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ!
Μια φωνή ακούγεται απ’ άκρη σ’ άκρη σε ολόκληρο τον πλανήτη: Λήχτοοοοο! Λήχτο τώρα που είμαστε μπροστά. Κάντε το ρημάδι το Brexit αύριο, να πετάξουν την Αγγλία εκτός Ευρώπης, να γίνει αναμπουμπούλα, χαλασμός, κακός χαμός και να σταματήσουν όλα τα πρωταθλήματα. Λήχτο τώρα που προλάβαμε να βγάλουμε φωτογραφία με Λίβερπουλ στους 42 βαθμούς και Σίτι στους 41. Λήχτο, πριν γλιστρήσει πάλι κανείς την κρίσιμη στιγμή, πριν παρκάρει ο μπαρμπα-Ζοσέ το πούλμαν μπροστά στην εστία του Ντε Χέα το επόμενο Σου-Κου. Λήχτο τώρα που γέλασε το χειλάκι μας, που βλέπουμε όλον τον καλό τον κόσμο από κάτω μας (τη Γιουνάιτεντ στους 26 σχεδόν δε τη βλέπουμε καν…). Λήχτο «να πάμε σπίτια μας»…
Η μαγεία της Λίβερπουλ βρίσκεται στον κόσμο της.
Διότι η Λίβερπουλ είναι ένα ποδοσφαιρικό ψυχόδραμα, ένα case-study, μια ιστορία αυτοκαταστροφής, ένα άσμα ηρωικό και πένθιμο. Είναι η ομάδα που σε γεμίζει προσδοκίες, που σε πορώνει, που σε «φτιάχνει» τρελά, που κάνει το τέλειο παιχνίδι τη μια στιγμή και στο αμέσως επόμενο τραβάει ένα απόλυτο black-out. Που φτάνει τελικό Europa και Τσάμπιονς Λιγκ κάνοντας ποδοσφαιρικά θαύματα και χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Είναι αυτή με την τριάδα – φωτιά στην επίθεση, αλλά και αυτή που μπορεί να αποσυντονιστεί πλήρως με δυο τραυματισμούς και δυο παίκτες ντεφορμέ. Αυτή που βάζει τα απίθανα και χάνει τα άχαστα. Είναι η κλασσική Λίβερπουλ.
Που όμως είναι η Λίβερπουλ του Κλοπ. Με αρχή, μέση και τέλος. Με κανονικό τερματοφύλακα επιτέλους, τον Άλισον και όχι τον τσαρλατάνο Κάριους και τον κουμπαρά Μινιολέ. Με Φαν Ντάικ να καθοδηγεί την άμυνα και με νιάτα και ενθουσιασμό στα άκρα της άμυνας. Με την τιμιότητα προσωποποιημένη στον άξονα (ναι Μίλνερ, εσένα λέω…), με Κεϊτά, με Βαϊνάλντουμ – και με Χέντερσον για τους kinky φίλους της ομάδας. Με Σαλάχ, Μανέ (σ.σ.: όχι στο παιχνίδι με Μπόρνμουθ) και Φιρμίνο μπροστά, με Σακίρι και Στάριτζ να έρχονται και να δίνουν πράγματα, ακόμα και με Όριγκι/ Οριτζί/ Ορίγκι να δίνει μια «τρελή νίκη» στα χασομέρια με την Έβερτον. Κλασσική Λίβερπουλ. Με καλή μπάλα αλλά και με ποδοσφαιρική ρέντα. Με «κυνικές νίκες» σε παιχνίδια που δεν έπαιξε καλά και με ανατροπές. Με απόδοση που ανεβαίνει μήνα με το μήνα, με σκοπό να φτάσει τη μπάλα που θαυμάσαμε πέρυσι στο τελευταίο κομμάτι της σεζόν – αρκεί μέχρι τότε να είναι στο «κόλπο» και να μην παλεύει απλά για ένα καλύτερο πλασάρισμα στην τετράδα.
Πάει να παίξει την επιβίωσή της στο Τσάμπιονς Λιγκ κόντρα στη Νάπολι, ψάχνοντας νίκη χωρίς να δεχτεί γκολ ή νίκη με δυο γκολ διαφορά αν οι φιλοξενούμενοι σκοράρουν – μυρίζει ψυχόδραμα πάλι. Θα υποδεχθεί τη Γιουνάιτεντ λίγες μέρες μετά, με τον Μουρίνιο να έχει παραγγείλει ένα φορτηγό με τούβλα και τσιμεντόλιθους, για να «χτίσει» μπροστά στην εστία του έναν τοίχο, ένα αμπρί και να σκάψει χαρακώματα και τάφρο – κι εκεί ψυχόδραμα μυρίζει. Αλλά έτσι είναι η Λίβερπουλ της καρδιάς μας: δεν μπορεί να κάνει τίποτα «φυσιολογικά», πρέπει να σου βγάλει την ψυχή και να στη δώσει να τη φας με το κουταλάκι του γλυκού. Ίσως γι’ αυτό να την αγαπάμε – μας θυμίζει τη γκόμενα που μας καψουρεύει, που μας παιδεύει, που μας χυλοπιτιάζει, που περνάμε καλά ένα βράδυ και μετά εξαφανίζεται, που τη βλέπουμε να τριγυρνά με άλλους. Αλλά ξέρουμε ότι κάποια στιγμή, είναι γραφτό να γυρίσει σε μας. Όπως το πρωτάθλημα στην Αγγλία…