Στην Ελλάδα, τη χώρα της υπερβολής, κάποιοι προπονητές «παίρνουν πρωτάθλημα» από τα καλοκαιρινά φιλικά προετοιμασίας, άλλοι θεωρούνται άχρηστοι επειδή δεν πέρασαν σε ευρωπαϊκό όμιλο Αύγουστο μήνα, κάποιοι θεωρούνται μιζαδόροι επειδή οι παίκτες που έφεραν δεν «πετάνε» στα πρώτα τρία ματς και μερικοί «θα κριθούν στα επόμενα δυο παιχνίδια». Έχει πλάκα να είσαι προπονητής στη Ελλάδα, έχεις συνέχεια στο κεφάλι σου ένα ρεβόλβερ σε μια ιδιότυπη «ρωσική ρουλέτα»: η διαφορά είναι ότι το παιχνίδι στη χώρα μας παίζεται με 3 σφαίρες στη θαλάμη και όχι με μια… Πιθανότητες να τη σκαπουλάρεις; 50%.
Ποιο είναι το πιο νοικοκυρεμένο και ζηλευτό σωματείο τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα; Εγώ θα έλεγα ο Ατρόμητος. Χωρίς τυμπανοκρουσίες και «τζουμ – ταρατα – τζουμ», με μπάτζετ που δεν ακροβατεί στα όρια της τρέλας και διαλεγμένες κινήσεις, έχει καταφέρει (ειδικά) την τελευταία διετία να πρωταγωνιστεί, να παίζει ωραία μπάλα, να υπολογίζεται σαν «μεγάλος παίχτης» και όχι σαν «ομαδούλα της γειτονιάς» που της έκατσαν 2-3 αποτελέσματα – κι ας της γυρίζει την πλάτη το πολυπληθές Περιστέρι, αφήνοντας την ομάδα στην τελευταία θέση των εισιτηρίων. Πώς τα έχει καταφέρει τόσο καλά ο Ατρόμητος; Λόγω διοίκησης και λόγω Κάναντι. Προσέξτε όμως με ποιον τρόπο λειτουργούν τα πράγματα στην Ελλάδα: πέρυσι το καλοκαίρι, στην προετοιμασία της ομάδας, ο Ατρόμητος μάζευε γκολ δεξιά κι αριστερά και ο Κάναντι στο τσακ γλίτωσε τη θέση του πριν καλά – καλά ξεκινήσουν οι επίσημες υποχρεώσεις. Η συνέχεια είναι γνωστή και η ιστορία συνεχίζεται και φέτος: έστω και χωρίς Ουάρντα, ο Ατρόμητος πετάει ψηλά – πού και να επιβεβαιωθεί η φημολογία επιστροφής του Αιγύπτιου το Γενάρη…
Βέβαια ο Ατρόμητος δεν έχει την «υποχρέωση του πρωταθλητισμού», κάνει απλά το κέφι του, παίζει τη μπάλα του και όπου τον βγάλει. Θα είναι σίγουρα σε ευρωπαϊκή θέση, θέλει να είναι όσο πιο μακριά γίνεται στο κύπελλο, κάνει τα όνειρά του χαμηλόφωνα, γελάει με τις «κορόνες» και τις «υστερίες» για δανεικούς και «παραρτήματα», έχει μπει στη μύτη και το μάτι των «μεγάλων», τους ενοχλεί χωρίς στην πραγματικότητα να ενοχλεί κανέναν, είναι η μόνη ομάδα που έσπασε το νικηφόρο σερί του ΠΑΟΚ σε ένα ματς που όλοι έσκιζαν τα ρούχα τους ότι θα «ανοίξει τα πόδια» και θα φάει «τρία και βάλε», αφού δεν έπαιζαν οι δανεικοί. Ξιδάκι…
Την ίδια μη – υποχρέωση πρωταθλητισμού, δεν την έχει ούτε ο Δώνης, οπότε κάνει κι αυτός απερίσπαστος τη δουλειά του, προσπαθεί να βελτιώσει τα πιτσιρίκια, να δώσει αγωνιστική ταυτότητα σε μια ομάδα που το καλοκαίρι κάποιοι την είχαν τέταρτο φαβορί για φούντο, έχει κερδίσει το χειροκρότημα των «ουδέτερων» και αυτών που αγαπάνε το ποδόσφαιρο και – κυρίως – το δικαίωμα να βλέπουν τον Παναθηναϊκό ως μια κανονική ομάδα που αξίζει το σεβασμό και όχι τη λύπηση και τον οίκτο για όσα περνάει.
Οι πρωταθληματικοί...
Αυτοί που κάνουν πρωταθλητισμό ή οφείλουν να κάνουν, που «πρέπει» να κερδίζουν πάντα και παντού, που έχουν την υποχρέωση να βάλουν 2-3 καρπούζια κάτω από τη μασχάλη και να τρέχουν χωρίς να τους πέσουν, είναι και αυτοί που έχουν τη μεγαλύτερη πίεση. Ο Λουτσέσκου, ο Ουζουνίδης, ο Μαρτίνς. Τρέχουν, σκοντάφτουν, παραπατούν, ψάχνουν στο κουτάκι με τις δικαιολογίες, άλλοτε σηκώνουν ασπίδα στους παίκτες κι άλλοτε τους βγάζουν στη σέντρα, συνήθως τους φταίνε Έλληνες και ξένοι διαιτητές – μόνο που ό,τι κι αν κάνουν ο καθρέφτης είναι πάντα το γήπεδο κι ο κόσμος εμπιστεύεται τα μάτια του και όχι τα αυτιά του: αυτός που βλέπεις είναι το σωστό, όχι αυτό που σου λέει ο προπονητής.
Ο Λουτσέσκου έστρεψε το βλέμμα του στις εγχώριες διοργανώσεις μετά τις δυο ήττες από τη Βίντι. Τον «σώζει» ότι είναι καβάλα στ’ άλογο στην Ελλάδα, σε ένα πρωτάθλημα που δύσκολα θα χάσει όπως έχει πάει ως τώρα – σε διαφορετική περίπτωση, με αυτή την κάκιστη ευρωπαϊκή εικόνα θα είχε πρόβλημα, αφού η μπάλα που παίζει ο ΠΑΟΚ και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, ουδεμία σχέση έχει με την πολύ ωραιότερη μπάλα που έπαιζε πέρυσι – μόνο που ο Λουτσέσκου πληρώνεται για να κερδίζει και όχι για να ικανοποιεί τα απαιτητικά μάτια, το κάνει με θαυμαστή επιτυχία ως τώρα στο πρωτάθλημα κι αν το κατακτήσει στο τέλος κανείς δεν θα νοιαστεί για το θέαμα που προσέφερε ή δε προσέφερε.
Ο Ουζουνίδης βρήκε έναν πήχη τοποθετημένο πολύ ψηλά από τον προκάτοχό του, που έγραφε «ΑΕΚ: Πρωταθλήτρια 2017-2018» και ταυτόχρονα έναν μεταγραφικό πήχη που τοποθετήθηκε πιο χαμηλά σε σχέση με την περσινή σεζόν από τη διοίκηση: Άλεφ αντί για Γιόχανσον + Κονέ, Πόνσε αντί για Αραούχο, Μπογέ αντί για Λάζαρο, Οικονόμου αντί για Βράνιες. Ξεκίνησε με τα πολύ δύσκολα, έβαλε την ΑΕΚ στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά στα μέσα Νοεμβρίου πλέον μοιάζει να είναι εκτός πρωταθλήματος και ευρωπαϊκής συνέχειας.
Ο τρίτος της παρέας, ο Πέδρο Μαρτίνς, «γλύκανε» τον κόσμο της ομάδας με τις καλοκαιρινές εμφανίσεις και ευρωπαϊκές προκρίσεις, αλλά νιώθει κι αυτός πίεση μετά από τις μηδέν νίκες στα ντέρμπι με ΠΑΟΚ – ΑΕΚ – Παναθηναϊκό, τις αγχωτικές νίκες στα περισσότερα παιχνίδια, τη χαμηλή παραγωγικότητα, το φτωχό θέαμα, τα «κολλήματα» με συγκεκριμένους παίκτες και τη μη – αξιοποίηση ενός ρόστερ που έμοιαζε στις αρχές Σεπτέμβρη «ζάμπλουτο». Ως πότε θα καταφεύγει σε δικαιολογίες (που συνήθως θα έχουν σε περίοπτη θέση τις διαιτητικές αποφάσεις) και θα αποφεύγει την αυτοκριτική; Ωσότου του επιτρέπουν τα αποτελέσματα – σε περίπτωση που ξεμακρύνει κι άλλο η κορυφή του βαθμολογικού πίνακα, το τροπάρι της διαιτησίας και το παράπονο της αδικίας θα ακούγεται παράφωνο ακόμα και στα αυτιά που το ακούνε ως τώρα και ταυτίζονται.
Κάποιοι προπονητές στη Σούπερ Λίγκα πρόλαβαν την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, κάποιοι όχι. Ο Σάββας Παντελίδης έκανε παρέλαση αλλά δεν πρόλαβε το Πολυτεχνείο ως προπονητής του Αστέρα - θα το προλάβει τουλάχιστον ως προπονητής του Άρη. Οι υπόλοιποι θα το προλάβουν σίγουρα, αφού έχει διακοπή το πρωτάθλημα λόγω Εθνικής. Τα Χριστούγεννα όμως είναι κοντά, μαζί τους έρχονται τα χειμερινά μεταγραφικά «δώρα» και «ψώνια» και λίγοι προπονητές μπορούν να αισθάνονται σιγουριά, ασφάλεια και γιορτινή θαλπωρή – και δεν μιλάω μόνο για τους πάγκους των «μεγάλων»: έχει αναρωτηθεί κανείς πώς μπορεί να νιώθει ο Δέλλας, ο Πετράκης ή ο Φέστα για παράδειγμα;