Ο Μάικ Τζέιμς είναι οκτώ εκατοστά πιο ψηλός από μένα. Τόσο που αν δεν σταθώ ακριβώς δίπλα του και δεν έρθουμε ώμο με ώμο, μπορώ να ξεγελάσω τον οποιονδήποτε και να πω ότι είμαι κι εγώ 1,85. Δεν θα το καταλάβει κανείς. Όσες φορές έχω βρεθεί δίπλα του στο ΟΑΚΑ, είτε του μιλήσω είτε όχι, θα τον κοιτάξω με προσοχή για να καταλάβω πρώτον αν αυτή η διαφορά ύψους που έχουμε μπορεί να γίνει αντιληπτή, αλλά και να κατανοήσω πώς στο διάολο γίνεται ένας τόσο βραχύσωμος «άσσος» μπορεί να πηδά με τέτοια άνεση και να καρφώνει με τέτοιο σθένος.
Από πέρυσι που ο Τζέιμς ήταν στη Μπασκόνια και που τον έμαθε ο περισσότερος κόσμος, αυτοί τουλάχιστον που αγνοούσαν ή δεν θυμόντουσαν ότι είχε περάσει ξανά από την Ελλάδα και τον Κολοσσό Ρόδου, ήταν ένας από τους αγαπημένους μου παίκτες στη Euroleague. Είναι ένας «fun to watch» γκαρντ, για τον απλούστατο λόγο ότι συνδυάζει την τέλεια και ιδιαίτερα εντυπωσιακή (δυσ)αναλογία ανάμεσα στο ύψος και το άλμα του.
Αν τον κοιτάζεις από το ψηλό διάζωμα ενός γηπέδου, του ΟΑΚΑ π.χ., νομίζεις ότι βλέπεις ένα πιτσιρίκι, που ξεχωρίζει σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα να τρέχει σαν σαμιαμίδι στο παρκέ, να το διασχίζει σαν σίφουνας μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, να διαβάζει τους διαδρόμους, να ελίσσεται ανάμεσα στους ψηλούς σαν παιδάκι που τους κοροϊδεύει και τους φωνάζει «Catch me if you can» και να τους αφήνει αποσβολωμένους να τον κοιτάνε να καρφώνει!
Χθες το βράδυ, η φάση με το coast to coast μέσα στα 5 τελευταία δευτερόλεπτα του πρώτου ημιχρόνου, όπου ολοκλήρωσε με καλάθι στην εκπνοή του, ήταν το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Είναι άκρως εντυπωσιακό να βλέπεις έναν παίκτη αυτού του ύψους να τρέχει με τέτοιες ταχύτητες να πηδά με τέτοια άνεση και να καρφώνει με τέτοιο μίσος στην μπασκέτα σα να της λέει «Παρ'τα μωρή άρρωστη». Λες και βγάζει όλα του τα απωθημένα πάνω της, επειδή όταν ήταν μικρός καθόταν στο γηπεδάκι της γειτονιάς του για ώρας προσπαθώντας να τη φτάσει. Κι όταν μεγάλωσε, πήρε δυο-τρία εκατοστά ακόμα και δούλεψε την αλτικότητά του (όχι και το πιο εύκολο) αποφάσισε να τελειώνει τις περισσότερες φάσεις με αυτόν τον τρόπο για να θυμίζει στη μπασκέτα και στον εαυτό του ότι «everything is possible».
Δεν είναι βέβαια το μοναδικό στοιχείο που τον διακρίνει. Ναι, η αθλητικότητά του παρά το ύψος του είναι το πιο «εμπορικό», αλλά η εκρηκτικότητά του, η ντρίπλα που σπάει κόκαλα (για όποιον τον μαρκάρει), η ταχύτητά του, ο τρόπος που σταματά και σουτάρει πάνω σε ντρίμπλα ακόμη και στον αιφνιδιασμό συνθέτουν ένα ζιζάνιο που μπορεί να μπει μέσα και να κάνει τους ψηλούς να κουτουλάνε!
Πώς λέγεται η ταινία; Οι λευκοί δεν μπορούν να πηδήξουν; Δεν ξέρω τι κάνουν οι λευκοί, πάντως ο Τζέιμς μπορεί κάλλιστα να είναι πρωταγωνιστής μιας ταινίας που θα λέγεται «οι κοντοί μπορούν και παραμπορούν να πηδήξουν».
Πέρα από όλα αυτά, βέβαια, το πιο σημαντικό από τα ατομικά στοιχεία του Τζέιμς είναι η εμφατική επιστροφή του μετά το παιχνίδι στο Μιλάνο. Φωνάζοντας «παρών» στην ομάδα του Τσάβι Πασκουάλ με την πειστική του εμφάνιση (19 πόντους, 7 ριμπάουντ, 3 ασίστ) και δίνοντας μία αξιόπιστη λύση στο παρκέ, αλλά και μία ευεργετική εναλλακτική επιλογή του Νικ Καλάθη που περίμενε υπομονετικά όλο αυτό τον καιρό έναν παίκτη για να του δώσει ανάσες.
Με τέτοιο Τζέιμς, ο Παναθηναϊκός μπορεί πια να εφαρμόσει σε ακόμη καλύτερο βαθμό το tempo που θέλει ο προπονητής του, το τρέξιμο σε ανοιχτό γήπεδο, την ενέργεια στις δύο πλευρές του παρκέ, το σουτ από μακρινή απόσταση, αλλά και τα mind games σε κάθε άμυνα που πλέον θα ταλαντεύεται για το αν πρέπει να κλείσει διαδρόμους όταν αυτός ο παίκτης θα είναι στο παρκέ ή να κόψει το οπτικό πεδίο σε μία ομάδα που αρέσκεται να σουτάρει από μακρινή απόσταση. Και μέσα σε όλα αυτά, με τον Καλάθη πλέον να μη χρειάζεται να κρατά ένα κουπί μόνος του, αλλά να κάνει τις δουλειές στις οποίες ειδικεύεται, πιο ξεκούραστος και φρέσκος πια.