Η ισοπέδωση και ο κανιβαλισμός είναι δυο «σπορ» που δεν μου αρέσουν και δεν μου άρεσαν ποτέ: πολύ εύκολα και πολύ απλά ο μέσος οπαδός/ φίλαθλος ξεπατώνει έναν παίκτη ή/και έναν προπονητή μετά από μια κακή εμφάνιση, ένα ατυχές αποτέλεσμα, έναν αποκλεισμό. Το ίδιο πράγμα, αλλά από την ανάποδη, που γίνεται μετά από έναν θρίαμβο: όλοι Τιτάνες, όλοι Γίγαντες, οι καλυτερότεροι όλων, the bester of the bestest! Ούτε αυτό μου κάνει εμένα προσωπικά, γενικά ο αθλητισμός – όπως και η ζωή γενικότερα – θέλει ένα μέτρο. Θέλει να βουτάς λίγο τη γλώσσα στο μυαλό πριν μιλήσεις, να μετριάζεις τον ενθουσιασμό σου, να σκέφτεσαι και το χθες αλλά και το αύριο, πριν πανηγυρίσεις ή φορέσεις μαύρες πλερέζες.
Στον μπασκετικό Ολυμπιακό, το αποτέλεσμα της Τετάρτης και η ήττα από τη Ζαλγκίρις, ήταν για πολλούς αναπάντεχη («δεν γίνεται να χάσουμε τρίτο ματς από τον Σάρας, δυο κολλητά στην έδρα μας»), ήταν «κόντρα» στην εικόνα των ομάδων όλη τη σεζόν – μόνο που άλλο regular season και άλλο play-offs – αλλά δεν ήταν καθόλου παράλογη τελικά με βάση τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν πριν το ματς και κατά τη διάρκειά του: ο Παπανικολάου έμεινε εκτός, ο Μιλουτίνοφ τραυματίστηκε, μείον δυο βασικοί και σημαντικοί παίκτες σε επίθεση και άμυνα. Επιπλέον, πλην του Σπανούλη και μερικών εξάρσεων άλλοτε του Πρίντεζη και άλλοτε του Παπαπέτρου, δεν βρέθηκε κανένας άλλος πόλος, που να μπορεί να ακουμπήσει πάνω του η ομάδα και να πάρει πόντους, δημιουργία, άμυνες, ριμπάουντ, τάπες, κάτι τέλος πάντων. Έμεινε λοιπόν ένας Σπανούλης στα 36 του να παίζει κάπου 36 λεπτά αλλά φυσικά να μην μπορεί να βάλει 36 πόντους και να πάρει μόνος του το ματς – το έστειλε στην παράταση, έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν, αλλά το «μόνος μου και όλοι σας» σπάνια κερδίζει τέτοιου επιπέδου ματς στις μέρες μας.
Και συζητάμε την άλλη μέρα για το μεγαλείο του Σπανούλη, για την απουσία του «Παπ» και τον τραυματισμό του Μιλουτίνοφ. Αλλά και τη μηδενική βοήθεια από τους ξένους. Και αυτούς που δεν ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις και δεν έκαναν ένα βήμα μπροστά. Γενικά και αόριστα. Απρόσωπα. Σαν να είναι μια ομάδα μπάσκετ ένα «αεροπλάνο» που πάει μόνο του, με αυτόματο πιλότο. Ακόμα και τα αεροπλάνα όμως, χρειάζονται το ανθρώπινο χέρι στην απογείωση και την προσγείωση.
Τι έχεις Γιάννη;
Ο Σφαιρόπουλος, μπορεί να μην έχει πάρει το «κρέντιτ» που του αναλογεί τα τελευταία χρόνια, στα πρωταθλήματα του Ολυμπιακού και τις καλές ευρωπαϊκές πορείες και τις συμμετοχές στους τελικούς – τα «παράσημα» συνήθως τα έπαιρναν και τα παίρνουν οι παίκτες – αλλά όποιος «βλέπει» μπάσκετ και δεν βλέπει απλά αγώνες στην τηλεόραση, καταλαβαίνει πόσα πράγματα έκανε καλά όλο αυτό το διάστημα ο προπονητής του Ολυμπιακού. Αλλά όπως και η ζωή γενικότερα, έτσι και η «ζωή» των ομάδων δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα: ένας θρίαμβος μπορεί να δώσει τη θέση του σε μια τραγωδία, το χειροκρότημα στη γιούχα, ο αποθέωση στην κατακραυγή.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει συμβεί ακόμα στον Ολυμπιακό. Ένα ματς έχασε, «έσπασε» μεν η έδρα του αλλά έχει τέτοια ποιότητα, εγωισμό και μπασκετικό «τσαμπουκά», που μπορεί να πάει και να πάρει τρία ματς στη σειρά και να τους ρουμπώσει όλους. Μόνο που η εικόνα στο πρώτο ματς και η εικόνα τον τελευταίο καιρό γενικότερα μοιάζει προβληματική και ξεπερνάει ατυχίες, παίκτες που έκαναν λίγες προπονήσεις και μπήκαν να παίξουν ή ντεφορμαρίσματα. Και είναι μια εικόνα που δεν γίνεται να είναι «ορφανή» από ευθύνες και απρόσωπη, όπως ακριβώς δεν είναι «ορφανές» και απρόσωπες οι επιτυχίες.
Το αν ο Ολυμπιακός δεν παίρνει βοήθεια από τους ξένους του, δεν είναι κάτι που γίνεται ή δεν γίνεται από μόνο του ή καρμικά: τους παίκτες τους διάλεξε ο Γιάννης Σφαιρόπουλος, με τη λογική και την προοπτική να είναι καλύτεροι από τους περσινούς. Αλλά δεν είναι. Ο Ουίλτζερ και ο Μπόμπι Μπράουν που δεν παίζουν καθόλου ή κάνουν «φιλική συμμετοχή» στα παιχνίδια, δεν είδαν φως και μπήκαν – τους διάλεξε κι αυτούς ο κόουτς, σαν «τονωτικές ενέσεις» μεσούσης της σεζόν. Το αν η ομάδα έχει ή δεν έχει πλάνο πέραν του «δώστε τη μπάλα στον Μπιλ κι αυτός ξέρει τι να την κάνει», είναι ευθύνη επίσης του προπονητή, όπως ακριβώς είναι δική του δουλειά να μοιράσει το χρόνο συμμετοχής με τέτοιον τρόπο, ώστε οι μεγαλύτεροι σε ηλικία να παίρνουν τις απαραίτητες ανάσες και οι «βασικοί» να είναι στο παρκέ έχοντας ενέργεια στις μπαταρίες τους όταν κρίνονται τα παιχνίδια.
Τι από τα παραπάνω έχει κάνει σωστά ο Σφαιρόπουλος;
Από την εικόνα που βλέπουμε, λίγα πράγματα: οι ξένοι, παλιοί και φρέσκοι, προσφέρουν από ελάχιστα μέχρι καθόλου. Ο Σπανούλης και ο Πρίντεζης παίζουν παραπάνω απ’ όσο «προβλέπεται» βάσει της ηλικίας τους, συγκεκριμένα συστήματα που να βγάζουν σουτ με καλές προϋποθέσεις και «κομπίνες» ομολογώ ότι δεν έχω δει και πολλά και κάπως έτσι χάθηκε από το πρώτο κιόλας ματς το πλεονέκτημα έδρας, που κατακτήθηκε πολύ εύκολα και από πολύ νωρίς στην κανονική περίοδο. «Φταίει» ο προπονητής; Ασφαλώς και έχει το δικό του μερίδιο ευθύνης, όπως είχε και πέρυσι με τις επιλογές των ξένων ή με την ακατανόητη απόφασή του να κινηθεί για «τεσσάρι», αλλά μετά το «άκυρο» του Οκάρο Γουάιτ, να αποφασίσει ότι η ομάδα δεν χρειάζεται ενίσχυση στη θέση «4». Αποτέλεσμα; Ο Πρίντεζης «έσκασε» και στη σειρά των τελικών με τον Παναθηναϊκό ήταν φάντασμα του εαυτού του.
Πέρυσι, η παρουσία στον τελικό της Ευρωλίγκας, παρά την απώλεια πρώτα του κυπέλλου και μετά του πρωταθλήματος – με πλεονέκτημα έδρας μάλιστα – έγειρε τη ζυγαριά στη σκέψη των Αφων Αγγελόπουλων υπέρ της παραμονής του Σφαιρόπουλου. Φέτος, με το κύπελλο να έχει πάει στα χέρια της ΑΕΚ, αν ο Ολυμπιακός αποκλειστεί από τη Ζαλγκίρις, θα περιμένουν άραγε μήπως σωθεί η παρτίδα στους τελικούς της Α1 – με μειονέκτημα έδρας; Κι αν τελικά περιμένουν κι αν υποθέσουμε ότι τελικά παίρνει το πρωτάθλημα ο Ολυμπιακός, θα είναι άραγε βήμα προς τα εμπρός ή προς τα πίσω;