Ο Τζέισον Κιντ υπήρξε τεράστια παιχτάρα. Γεγονός αδιαμφισβήτητο. Υπήρξε και μέγας «κωλοπαιδαράς» ως παίκτης – λίγο ή πολύ, οι περισσότεροι μεγάλοι παίκτες, σε όλα τα αθλήματα, έχουν αρκετή δόση κωλοπαιδισμού μέσα τους: το trash – talking του συναγωνιζόταν τις ασίστ του, από τους Μάβερικς έφυγε το 1996/97 επειδή τσακωνόταν με όλο το προπονητικό τιμ, από τους Σανς «έφυγε νύχτα» επειδή ασκούσε βία στη γυναίκα του, με την υπόθεση να πηγαίνει στα δικαστήρια, από τους Νετς έφυγε επίσης «άγαρμπα» και επέστρεψε στους Μάβερικς, πήρε πρωτάθλημα εκεί αλλά κι από εκεί έφυγε στα μουλωχτά και πήγε στους Νικς, παρότι είχε υποσχεθεί στο Μαρκ Κούμπαν να κλείσει εκεί την καριέρα του…
Μεγάλο μούτρο ο «κοντός», βίος και πολιτεία. Αλλά και παιχτούρα που χαιρόσουν να βλέπεις. Όσο για τις προπονητικές του ικανότητες; Ας ρωτήσουμε καλύτερα το Γιάννη να μας πει – αυτό που μπορούμε να πούμε εμείς, είναι ο τρόπος που έφαγε τη δουλειά του Λάρι Ντριού. Κυριολεκτικά. Όντας προπονητής των Νετς, ήρθε σε επαφή με τους Μπακς και τους έψησε να προσλάβουν αυτόν και να διώξουν τον Ντριού…
Αντετοπλάστης
Δεν θα μπω στη λούμπα να κάνω μια ανάλυση των προπονητικών ικανοτήτων του Τζέισον Κιντ, να πω αν κατάφερε αρκετά, λίγα ή πολλά με τους Μπακς, αν οι δυο φορές που μπήκαν στα play-offs ήταν πολλές ή λίγες, αν «όφειλαν» να προχωρήσουν λίγο παραπέρα ή εκεί ήταν το ταβάνι τους. Είχε ένα καλό υλικό να διαχειριστεί αλλά όχι κορυφαίο. Είχε το Γιάννη στα χέρια του, αλλά μία έχανε το Μίντλετον για μήνες και στα καπάκια τον Τζαμπάρι Πάρκερ. Είχε μια ομάδα με ενθουσιασμό αλλά δίχως εμπειρία. Είχε ανοχή από τη διοίκηση και ελευθερία κινήσεων, αλλά υπήρχαν και προσδοκίες, ενδεχομένως μεγαλύτερες από τα «μπορώ» της ομάδας. Οπότε προπονητικά ας τον κρίνει η ιστορία ή η επόμενη δουλειά του. Αυτό όμως που θα τολμούσα να πω για το Τζέισον Κιντ, είναι πόσο μεγάλη ευγνωμοσύνη του οφείλει το μπάσκετ, η Ελλάδα και ο ίδιος ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, για τον τρόπο που τον μεταχειρίστηκε, τον εκτόξευσε και τον μετέτρεψε στην απόλυτη «πολεμική μηχανή» του μπάσκετ.
Ένα ακατέργαστο διαμάντι ήταν ο Γιάννης όταν έφτασε στην από κει πλευρά του Ατλαντικού. Διαμάντι μεν, ακατέργαστο δε. Με ύψος, με άλμα, με άνοιγμα χεριών, με όρεξη να δουλέψει, αλλά χωρίς τεχνική, χωρίς σουτ, χωρίς μυς, χωρίς να κατέχει ούτε τα βασικά του μπάσκετ – από την ελληνική Α2 στο ΝΒΑ, το ταξίδι είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι φαντάζεται κανείς. Ο Κιντ είδε στο Γιάννη από τότε, αυτό που βλέπουμε όλοι σήμερα: τεράστιες δυνατότητες κι ένα λουλούδι που θα μπορούσε να ανθίσει όχι μόνο με πολλή δουλειά αλλά και με ελευθερία. Χωρίς καλούπια. Χωρίς καψώνια «μια παίζεις – δυο δεν παίζεις» και τρίλεπτα και πεντάλεπτα για να ψηθεί. Χωρίς «κάτσε στην άκρη μικρέ και κοίταζε να μάθεις από τους μεγάλους».
Δεν ξέρω αν ο Τζέισον Κιντ είδε στο πρόσωπο του Γιάννη έναν XL Κιντ, έναν τύπο με μυαλό ξυράφι και 211 εκατοστά γεμάτα μπάσκετ, αν είδε έναν υπερφυσικό play-maker ή έναν all – around παίκτη που θα μπορούσε να παίξει από το «ένα» μέχρι το «πέντε». Εκείνος ξέρει τι ακριβώς είδε. Εμείς ξέρουμε τι ακριβώς έγινε όλα αυτά τα χρόνια: ο Γιάννης δούλεψε σκληρά και δουλεύτηκε θαυμάσια. Έβαλε μυικό όγκο, έμαθε να χαμηλώνει το κορμί του για να ντριπλάρει σαν «άσος», βελτίωσε το σουτ του, έμαθε να παίζει με πλάτη, να διασχίζει το γήπεδο με τρεις δρασκελιές, να καρφώνει αφηνιασμένα, να αξιοποιεί την έκρηξή του στα παρκέ.
Όταν ο Γιάννης πήγε στο ΝΒΑ, πολλοί είδαν έναν «νέο Ντουράντ». Όσο έπαιζε, άλλοι έκαναν λόγο για έναν «εξελιγμένο Μάτζικ» και κάποιοι για τον «επόμενο Λεμπρόν». Ο Τζέισον Κιντ είδε απλά το «Γιάννη». Τον επόμενο σπουδαίο παίκτη του ΝΒΑ. Ένα θηρίο ελευθέρας βοσκής που συνδυάζει την ουσία με το θέαμα, που λατρεύουν οι δικοί του και σέβονται οι απέναντι. Ο Κιντ έκανε το Γιάννη σε λίγα χρόνια από παίκτη του Φιλαθλητικού, σε παίκτη των 100 εκατομμυρίων και στον Κιντ θα «χρωστάει» σε μεγάλο βαθμό ο Γιάννης το επόμενο συμβόλαιό του, στους Μπακς ή κάπου αλλού, που θα είναι ακόμα μεγαλύτερο.
Ο ίδιος ο Γιάννης τα καταλαβαίνει όλα αυτά, γι’ αυτό και ήταν «διαλυμένος» όταν έμαθε ότι απολύθηκε ο «μέντοράς» του, γι’ αυτό και είχε την πρόθεση να μιλήσει, να προσπαθήσει, να πιέσει να μην φύγει ο Κιντ. Η απόφαση βεβαίως ήταν ειλημμένη, αλλά η αγάπη και η ευγνωμοσύνη του Γιάννη προς το πρόσωπο του Κιντ, θα είναι παντοτινή. Όπως θα πρέπει να είναι και η δική μας, ως Έλληνες που τον καμαρώνουμε στο ΝΒΑ και στις μεγάλες διοργανώσεις με τη φανέλα της Εθνικής, όπως και όλου του ΝΒΑ: ο Κιντ απολύθηκε, αλλά άφησε πίσω του κάτι πολύ σπουδαίο για ολόκληρο τον οργανισμό που λέγεται ΝΒΑ, για ολόκληρο το άθλημα που λέγεται Basketball.