Πολλοί έκαναν πλακίτσα, κορόιδευαν, ειρωνεύονταν ή έλεγαν χοντράδες το καλοκαίρι, όταν ο Παναθηναϊκός επιχείρησε να πάρει το Βαγγέλη Μάντζαρη κι εκείνος τελικά μάλλον «χρησιμοποίησε» την πρόταση του Παναθηναϊκού για να πάρει ένα καλύτερο συμβόλαιο από τον Ολυμπιακό. Λέω «μάλλον» απ’ όσα διαβάσαμε και μάθαμε, διότι τις λεπτομέρειες και τα ντεσού τα ξέρουν οι άμεσα εμπλεκόμενοι στην υπόθεση: ο ίδιος ο παίκτης, ο μάνατζέρ του και ο διοικητικός ηγέτης της ΚΑΕ Παναθηναϊκός. Αλλά το τι ακριβώς ειπώθηκε, γράφτηκε σε SMS, ποιος δεσμεύτηκε και για τι, ποιος έδωσε το λόγο του και τον πήρε πίσω ή δεν έδωσε το λόγο του, μικρή σημασία έχει σήμερα.
Το θέμα είναι το τι έγινε από εκείνο το μεσημέρι και μετά: οι Ολυμπιακοί «πανηγύριζαν» που κράτησαν έναν καλό Έλληνα παίκτη και δεν τον πήρε ο αιώνιος αντίπαλος. Κάποιοι Παναθηναϊκοί φόρεσαν πένθος στο μπράτσο, λες και έφτασε η ομάδα μια ανάσα από τον Ράσελ Γουέστμπρουκ της Ευρώπης αλλά δεν κατάφερε να τον πάρει, άλλοι απογοητεύτηκαν λες και ήταν ο τελευταίος play-maker της υφηλίου και κάποιοι λίγο πιο ψύχραιμοι, είπαν «υπομονή, να δούμε ποιον θα πάρει ο Παναθηναϊκός».
Είναι αλήθεια ότι το όνομα του Λεκάβιτσους δεν έκανε μεγάλο «γκελ» στον κόσμο τότε. Παρότι είναι Λιθουανός, άρα πιθανότατα μπίστηξε τη μπάλα πριν καλά – καλά περπατήσει. Παρόλο που τον είχε και τον «δούλευε» ο Γιασικεβίτσιους. Παρότι τα νούμερά του στην Ευρωλίγκα ήταν καλύτερα από του Μάντζαρη. «Δεν κάνει», «δεν έχει εμπειρία», «είναι μικρός», «έπαιζε σε μικρή ομάδα χωρίς μεγάλη πίεση και αφόρητες απαιτήσεις», «είναι βαριά η φανέλα του Παναθηναϊκού». Σωστά όλα τα παραπάνω – αλλά στα χαρτιά. Το παρκέ, είναι μια άλλη ιστορία.
Πάντως και με Μανιάτη - Σάμαρη - Τζιόλη, δεν τα λες καλύτερα τα πράγματα.
Ο MVP της εκτός έδρας νίκης του Παναθηναϊκού στο ΣΕΦ, έδωσε τις απαντήσεις με τον τρόπο που (οφείλουν να) το κάνουν όσοι δουλεύουν σκληρά: με την απόδοσή του στο γήπεδο. Χωρίς φρου – φρου κι αρώματα. Χωρίς αβανταδόρους σε εφημερίδες και σάιτ. Χωρίς να ασχολούμαστε με το lifestyle του, τις συντρόφους του, τα αυτοκίνητά του ή τις νυχτερινές εξόδους του. Χωρίς καν να πάρουμε χαμπάρι πότε επέστρεψε από τον τραυματισμό του, πότε πάτησε γήπεδο, πότε μπήκε στα συστήματα του Πασκουάλ και πότε κατάφερε να δώσει στο Νικ Καλάθη όχι μερικά αγχωμένα λεπτά ξεκούρασης και «μπες πάλι γρήγορα γιατί χανόμαστε», αλλά άπλετο χρόνο πνευματικής και σωματικής ανάπαυσης.
Από μένα δεν θα διαβάσετε ποτέ κακή κουβέντα για το Μάντζαρη, ούτε απαξίωση ή ειρωνεία. Έχω την ίδια καλή γνώμη για τον παίκτη, την οποία είχα και πριν το μεταγραφικό σίριαλ του καλοκαιριού και θα συνεχίσω να την έχω είτε μείνει στον Ολυμπιακό για μια ζωή, είτε πάει κάποια μέρα στον Παναθηναϊκό ή σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή ομάδα, όσο τουλάχιστον συνεχίζει να είναι ένας καλός επαγγελματίας, όπως είναι σε όλη την καριέρα του ως τώρα. Το αν είναι υπερεκτιμημένος ή παίρνει πολύ περισσότερα απ’ όσα αξίζει, αφορά σε αυτούς που τον πληρώνουν – λογικό πάντως είναι να πληρώνεις αδρά έναν Έλληνα διεθνή παίκτη, που είναι χρόνια στην ομάδα, τον λιγουρεύεται ο απέναντι, έχει «κουμπώσει» με την ομάδα και τη μενταλιτέ της και θα σε βοηθήσει στη μετάβαση στην επόμενη μέρα στην μετα – Σπανούλη εποχή. Αν έχει μείνει στάσιμος τα τελευταία χρόνια, αν δεν είχε την εξέλιξη που κάποιοι περίμεναν, αν κάνει συγκεκριμένα πράγματα ή αν «φαίνεται καλύτερος» όταν παίζει ο Σπανούλης και βρίσκει περισσότερα ξεμαρκάριστα σουτ όταν «διπλώνουν» οι άμυνες πάνω στον αρχηγό, άρα δυσκολεύεται να βρει χώρους όταν δεν παίζει ο Σπανούλης, είναι μια ευρύτερη συζήτηση που καλό είναι να την κάνουμε όταν με το καλό επανέλθει ο Σπανούλης υγιής στα γήπεδα.
Το μόνο που έχει αξία να ειπωθεί αυτή τη στιγμή, είναι ότι από αγκάθι συνήθως βγαίνει ρόδο κι ότι οι επικοινωνιακές ήττες του καλοκαιριού, μπορεί να γίνουν αγωνιστικές επιτυχίες το Νοέμβρη, όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση. Ο Λιθουανός κοντορεβυθούλης ούτε έφτασε κάπου, ούτε άγγιζε το ταβάνι του επειδή έπαιξε καλά σε ένα ντέρμπι.
Είναι όμως ένας 24χρονος με φιλοδοξίες, μπασκετικός και πειθαρχημένος μέχρι τα νύχια, με κίνητρο να πετύχει, να μπει στο χάρτη, να εξασφαλίσει στο μέλλον καλύτερα συμβόλαια, να αποδείξει ότι αντέχει το βάρος μιας βαριάς φανέλας και μιας ομάδας που κάνει πρωταθλητισμό σε Ελλάδα και Ευρωλίγκα. Και μέχρι εκεί. Το αν θα τα καταφέρει και πού μπορεί να φτάσει, θα το δούμε προσεχώς – μέχρι τότε όμως, ελπίζω να μας δίδαξε αυτή η μικρή ιστορία ότι καλό είναι να κάνουμε πλάκα μεταξύ μας και να πειραζόμαστε για παίκτες που ήρθαν ή δεν ήρθαν, αλλά οι «άχρηστοι» και οι «θεοί», οι «αμπάσκετοι» και οι «παιχταράδες», στο γήπεδο δίνουν εξετάσεις και κρίνονται.
Ούτε στα πρωτοσέλιδα, ούτε στα οπαδικά fora, ούτε στις ραδιοφωνικές εκπομπές επικοινωνίας.