Από το 1984 μέχρι το 1991 ήταν το αφεντικό της πόλης. Αφεντικό; Γράψτε λάθος. Ήταν ο Θεός του ιταλικού νότου. Για το τι σημαίνει ο Ντιέγκο Μαράντονα για την Νάπολη, τον φτωχό ιταλικό νότο και την Αργεντινή, έχουν γραφτεί τα πάντα. Ο κατά πολλούς καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών ήταν ένα πρόσωπο που δεν έπρεπε να προσβάλλεις. Κάθε προσβολή ήταν συνώνυμη της βλασφημίας. Κανείς δεν τα βάζει με τον Θεό. Δεν τολμά να τον αγγίξει. Όλα αυτά μέχρι να εμφανιστεί ένας πιτσιρικάς στην προπόνηση της Νάπολι. Ένα παιδί που το 1987, εποχή που η Νάπολι κέρδισε το πρώτο πρωτάθλημα, ήταν ball boy. Στεκόταν στον αγωνιστικό χώρο, μάζευε τις μπάλες και κοιτούσε εκστασιασμένος τον Ντιέγκο. Αυτός ο πιτσιρικάς, λοιπόν, με παρουσιαστικό που θύμιζε πρωταγωνιστή στο Beverly Hills, δεν ένιωθε.
Όταν του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει προπόνησεις με την πρώτη ομάδα, τα λόγια βγήκαν αυθόρμητα: «Επιτέλους θα προπονηθώ με τον Μαραντόνα». Ο Τσίρο Φεράρα τον κοίταξε χαμογελώντας και του απάντησε: «Όχι, όχι, όχι. Δεν πας απλώς και προπονείσαι με τον Μαραντόνα. Δεν πας απλώς και κάνεις τάκλιν στον Μαραντόνα. Η μπάλα ποτέ δε φεύγει από τα πόδια του». Του έδωσε μία μπάλα και συμπλήρωσε. «Εδώ, πάρε αυτήν, επειδή ποτέ δε θα πάρεις μπάλα από τον Μαραντόνα. Μπορείς να πάρεις από εμένα, όμως». Τα γελάκια κόπηκαν όταν κατά τη διάρκεια ενός τυπικού προπονητικού διπλού, ο Ντιέγκο είχε την μπάλα στα πόδια και έκανε την κλασσική μπούκα προς την αντίπαλη περιοχή. «Η μπάλα άγγιζε τα δάχτυλα των ποδιών του με κάθε ντρίμπλα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έκανα κίνηση για την μπάλα. Έκανα τάκλιν στον Μαραντόνα. Στην ιδιοφυΐα. Στον θρύλο. Ξαφνικά, αισθάνθηκα τα μάτια όλων των συμπαικτών και των προπονητών πάνω μου. Τότε άκουσα τη φωνή του Φεράρα στο κεφάλι μου: Δεν πας απλώς και κάνεις τάκλιν στον Μαραντόνα», θυμάμαι ο Φάμπιο. Ένας άνθρωπος της ομάδας μάλωσε τον νεαρό για το θράσος του να ριψοκινδυνέψει τη σωματική ακεραιότητα του Θεού. Ο Ντιέγκο, όμως, είχε διαφορετική γνώμη. Τον αγκάλιασε, του είπε «μπράβο καλά τα πήγες» και στο τέλος της προπόνησης του έδωσε τα παπούτσια του. «Είχα αφίσες στους τοίχους του δωματίου μου με τον Μαραντόνα, της ναπολιτάνικης θεότητάς μου. Τώρα, στα χέρια μου ήταν τα παπούτσια του, λασπωμένα από τη δουλειά».
Μετά από αυτό «ποιος να πει, τι», στον Φάμπιο Καναβάρο. Ένας ηγέτης γεννήθηκε. Όταν έχεις σταματήσει τον Θεό, τότε οι υπόλοιποι θνητοί φαντάζουν κομπάρσοι. Οι οικονομικές δυσκολίες της Νάπολι και το φευγιό του Ντιέγκο ήταν οι λόγοι που πήρε την απόφαση να πάρει μεταγραφή στην Πάρμα. Εκεί που έγραψε τη δική του ιστορία. Στο «Ενιο Ταρντίνι» συνάντησε τους Μπουφόν, Τιράμ, Κόουτο, Κιέζα, Βερόν, Κρέσπο, Ασπρίγια. Μαέστρος ο Αλμπέρτο Μαλεζάνι. Από τον φτωχό ιταλικό νότο ταξίδεψε σε μία μικρή πόλη του βορρά, με 170.000 κατοίκους και κατέκτησαν το Κύπελλο UEFA. Η Πάρμα έγινε ο «αιμοδότης» των μεγάλων τα επόμενα χρόνια. Αλλά το UEFA του 1999 αποδείχθηκε η μοναδική ευρωπαϊκή κορυφή που σκαρφάλωσαν μέχρι τέλους. Η «κατάρα» της Πάρμα που ήθελε κανείς από εκείνους τους παικταράδες να μη σηκώσουν Champions League, φυσικά χτύπησε και την πόρτα του Φάμπιο Καναβάρο.
Αλλά εκείνος είχε χορτάσει από αυτά. Ήθελε να αισθανθεί την ανατριχίλα της κατάκτησης ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου. Να νιώσει αυτό που αισθάνθηκε το ίνδαλμά του. Και το κατάφερε ως αρχηγός της Εθνικής Ιταλίας. Στα γήπεδα της Γερμανίας γράφτηκε το μεγαλύτερο έπος της ποδοσφαιρικής ζωής του. Το σκάνδαλο calciopoli είχε τινάξει το ιταλικό ποδόσφαιρο στον αέρα. Το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό σκάνδαλο με στημένους αγώνες. Η Γιουβέντους του Φάμπιο Καναβάρο υποβιβάστηκε. Ο ίδιος και οι συμπαίκτες του ήθελαν να δώσουν την απάντησή τους. Έχτισαν το δικό τους «Τείχος του Βερολίνου» μπροστά από την εστία του Μπουφόν. Η πληρέστερη Ιταλία όλων των εποχών σήκωσε το βαρύτιμο τρόπαιο. Ο Φάμπιο με ξυρισμένο κεφάλι λες και ήθελε να εξαγνιστεί από τις αμαρτίες του ιταλικού ποδοσφαίρου. Οι εμφανίσεις του και η αποχώρησή του από τη Γιουβέντους, τον οδήγησαν στη Ρεάλ Μαδρίτης. Ωστόσο οποιαδήποτε μεταγραφή, οτιδήποτε κατάφερε να κατακτήσει, θα ήταν πάντα στη σκιά του Μουντιάλ.
Και δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα με όλο αυτό.