Θα μοιραστώ μαζί σας ένα προσωπικό βίωμα. Όχι πώς ενδιαφέρει κανέναν, αλλά το πάθημά μου μπορεί να γίνει μάθημα για όλους εσάς που στοχεύετε σήμερα να δείτε τον τελικό του ΤΣΟΥ-ΛΟΥ με τους μπαμπάδες σας. Δεν λέω, καλός ο μπαμπάς, πλησιάζει και η γιορτή του, να του κάνετε όοοολοι δώρο, αλλά αν θέλετε να δείτε μπαλίτσα μαζί του, αν δηλαδή σας το ζήτησε και δεν θέλετε να του χαλάσετε χατίρι (γιατί να το ζητήσατε εσείς, το λες και μαζοχιστικό), θα πρέπει να πάτε διαβασμένοι και να είστε πολύ, πάρα πολύ προσεκτικοί.
Πριν από 10 μέρες, λοιπόν, είχε τον τελικό του Europa League. Ναι, εκείνη τη σούπα, εκείνη τη βαριεστημάρα, ανάμεσα στις δύο πάλαι ποτέ δόξες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τον Άγιαξ. Ένα παιχνίδι που ήταν λες και έπαιζε ο πατέρας μου με τον παππού μου στα νιάτα τους. Που το 1-0 μπήκε με στραβοκλωτσιά, η μία έπαιξε λες και έκανε αγγαρεία, η άλλη ήταν σαν την ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον που γερνούσε μικραίνοντας και προσπαθούσε να μας δείξει ότι μπορεί να μπουσουλήσει ξανά και εν πάση περιπτώσει αυτό που είδαμε δεν μας άρεσε καθόλου. Μα ακόμη λιγότερο άρεσε στους μπαμπάδες μας.
Δεν ξέρω για τους δικούς σας, αλλά στον δικό μου και στον πατέρα ενός φίλου μου που βρίσκονταν ανάμεσά μας, όχι απλά δεν άρεσε, αλλά ήταν και ο λόγος για να ανοίξουν το βιβλίο της ιστορίας και να μας περάσουν ένα ξεσκόνισμα.
Ας τα πάρουμε, όμως, από την αρχή
Φώναξα έναν φίλο μου σπίτι για να συνοδεύσουμε τον τελικό του Γιουρόπα (για να μιλάμε σωστά) με κάτι σαν μπάρμπεκιου. Ψήσαμε δηλαδή. Άλλωστε κι αυτό που είδαμε, κάτι σαν τελικός ήταν. Τον είχα προειδοποιήσει ότι θα είναι και ο πατέρας μου μαζί, κι όμως αυτός δέχτηκε να έρθει. Πριν αρχίσει το ματς, ο πατέρας μου είχε τη φαεινή ιδέα να φωνάξουμε και τον μπαμπά του φίλου μου για να είμαστε τετράδα. Λες και θα παίζαμε δηλωτή. Ο φίλος μου είχε τη φαεινή ιδέα να το δεχτεί κι αυτό. Μάλλον στο μυαλό του είχε μία τέτοια εικόνα...
Μαζευτήκαμε, λοιπόν, ψήναμε και βλέπαμε το ματς. Οι πατεράδες μάς είχαν πει πριν τη σέντρα ότι «εμείς δεν πεινάμε πολύ μωρέ, λίγο θα τσιμπήσουμε. Είναι και βράδυ»…
Ε, λοιπόν, όσο νηστικοί μείναμε από θέαμα, σασπένς και μπαλάρα, άλλο τόσο νηστικοί μείναμε από φαγητό. Με το που έβγαινε το κοψίδι κι έπεφτε στο τραπέζι, δεν προλαβαίναμε να το κόψουμε σε κομμάτια, εγώ κι ο φίλος μου τρώγαμε τα αποφάγια! Λέγαμε, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα χορτάσουν και θα αφήσουν και για μας τίποτα! Δεν μπορεί, θα ισοφαρίσει ο Άγιαξ. Τίποτα από τα δυο δεν έγινε. Κι όσο χόρταιναν, όσο ο Άγιαξ δεν έκανε ούτε φάση, τόσο πιο αυστηρό ήταν το ύφος τους στο μάθημα ιστορίας που ακολουθούσε.
Η φάση που ξεκίνησε έμοιαζε με εκείνο το διπλωματικό «δεν πεινάμε», λέγοντας: «ε ρε, κάποτε στον Άγιαξ έπαιζε ο Κρόιφ κι ο Βαν Μπάστεν, τι ‘ναι τούτα εδώ τώρα;», για να συνεχίσουν με το «τι κάνει ρε ο Πογκμπά; Αν ήταν στη θέση του ο Μπεστ θα τους είχε περάσει και τους τέσσερις!».
Η ανάγκη μας για φαΐ ήταν ήδη παρελθόν, η ανάγκη μας για καλύτερο ματς είχε εξαφανιστεί μαζί με τα κοψίδια και πλέον υπήρχε μόνο η ανάγκη να φύγουμε. Αλλά πού και πώς; «Για δείτε λίγο στο γουγλ εκείνο τον παλιό παικταρά που έπαιζε το 71’ στον Άγιαξ; Πώς τον λέγανε ρε γαμώτο, πώς τον λέγανε;».
Έκτοτε, αποφασίσαμε με τον φίλο μου, αν είναι να ξαναδούμε ματς με τον Άγιαξ, ή να είμαστε διαβασμένοι ή φαγωμένοι.
Πάμε στα σημερινά
Φανταστείτε να δείτε με τους πατεράδες σας τον σημερινό τελικό. Και να αναπολούν 30 και βάλε χρόνια πίσω τη Γιουβέντους του Πλατινί και του Ρόσι, ή ακόμα χειρότερα κι ακόμα πιο πίσω, τον Nτι Στέφανο που «τι να πει το γατάκι ο Κριστιάνο μπροστά του». Μάλλον στο μυαλό τους είχαν μία τέτοια εικόνα...
... όχι μπαμπά δεν χάλασε η τηλεόραση, απλά αλλάξαμε εποχή.
Καλό θα είναι, λοιπόν, να έχετε μελετήσει κάποια πράγματα από πριν, για να μην σας αρχίσουν με τη… σέντρα το κήρυγμα και τα μαθήματα ιστορίας. Καλό θα είναι επίσης να έχετε φάει κιόλας, γιατί όσο θα αγορεύουν πρέπει και κάτι να τρώνε. Κι όσο εκείνοι θα βγάζουν λόγο, εσείς να σημειώνετε όπως τότε στο αμφιθέατρο. Κι αν μπει κανά γκολ και κοιτάξουν για μερικά νανοσεκόντ την τηλεόραση, το απλώνετε το κουλό σας για καμιά πατάτα στα κλεφτά. Η πείνα μεγαλώνει όσο κουνιέται το σεντόνι.