Ο Ζλάταν Ιμπραϊβοβιτς δεν ήταν ποτέ ο αγαπημένος μου ποδοσφαιριστής - έχω απεριόριστη λατρεία στο Ζιντάν. Όχι διότι ο Ζλάταν δεν ήταν «καλός παίκτης» - ήταν πάντα σπουδαίος με τη μπάλα στα πόδια, με τη μπάλα στον αέρα, όταν σηκωνόταν για κεφαλιά ή για εναέριο τακουνάκι. Αλλά κάτι οι υπερφίαλες δηλώσεις του, κάτι οι τσακωμοί του με παίκτες και προπονητές, οι αμέτρητες αλλαγές ομάδων, ο τρόπος που τοποθετούσε τον εαυτό του πάνω από το ποδόσφαιρο το ίδιο, ήταν πράγματα που δεν με άφηναν να τον συμπαθήσω τόσο, όσο ενδεχομένως να του άξιζε.
Δεν έχω ακόμα καταλήξει αν ο Ζλάταν είναι «πειραγμένος» ή ένα υπέροχο τρολ. Με άλλα λόγια, δεν είμαι σίγουρος αν αυτό το «Σύνδρομο του Θεού», ο «Βοναπαρτισμός» που δείχνει να έχει, ο τρόπος που μιλάει για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο, είναι πραγματικά ή ένας ρόλος που έχει υιοθετήσει για να σπάσει την πλάκα του και να κάνει τον κόσμο να ασχολείται μαζί του. Μπορεί τελικά να είναι κάτι και από τα δυο: ένας τύπος με αυτοπεποίθηση που φτάνει ως τη στρατόσφαιρα, ο οποίος ταυτόχρονα διασκεδάζει βλέποντας τον κόσμο να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό κάθε φορά που λέει αυτά τα «ωραία». Σε αυτό που σίγουρα έχω καταλήξει τα τελευταία χρόνια, ειδικά με όσα κάνει φέτος, είναι ότι του αξίζει σεβασμός τόσο μεγάλος, που ελάχιστοι αθλητές (και όχι μόνο ποδοσφαιριστές) έχουν καταφέρει να κερδίσουν.
Ο Ζλάταν δεν έγινε ποτέ κομμάτι του ντιμπέιτ των τελευταίων ετών, σχετικά με το ποιος είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου. Δεν μπήκε ποτέ σφήνα στο δίπολο «Ρονάλντο ή Μέσι; Μέσι ή Ρονάλντο;» Δεν ανταμείφθηκε με μια Χρυσή Μπάλα, δεν πρωταγωνίστησε στα σχετικά γκαλά, δεν βγήκε πρώτος στις σχετικές ψηφοφορίες παίκτών, προπονητών ή φιλάθλων. Έκανε τη βόλτα του σε διάφορες ομάδες, κυρίως ιταλικές, απέτυχε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα είναι ο Νούμερο 2 πίσω από τον Μέσι και πλακώθηκε με τον Πεπ (χάνοντας ενδεχομένως την ευκαιρία να πάρει όχι έναν, αλλά περισσότερους ευρωπαϊκούς τίτλους), πήγε στη Γιουνάιτεντ για να γίνει ο ηγέτης της μετάβασης στην επόμενη εποχή, τσάκισε το γόνατό του και τελικά πήγε να κάνει την κονόμα του στις ΗΠΑ. Σε κάτι που έμοιαζε να είναι ένα καλό εφάπαξ και μερικές χαλαρές, καλοπληρωμένες τελευταίες παραστάσεις.
PHOTO GALLERY
Σήμερα ο Ζλάταν παίζει στην Ιταλία. Όχι στη Σπαλ, αλλά στη Μίλαν. Όχι στη Μίλαν που χαροπάλευε πριν μερικά χρόνια στη μέση της βαθμολογίας, αλλά σε αυτήν που κινείται στα πάνω πατώματα του Καμπιονάτο και θέλει να πάει μακριά στο Γιουρόπα. Και είναι εκεί όχι ως ο (σχεδόν) 41χρονος θρύλος του ποδοσφαίρου, που θα μπει αλλαγή σε κάποια ματς για να κάνει καναδυο μαγικά, όσα του επιτρέπουν τέλος πάντων τα 41 του χρόνια, αλλά ως ένας κανονικός ποδοσφαιριστής, βασικός, πρωταγωνιστής, που παίζει μπάλα με τη λαχτάρα ενός 20χρονου και την εμπειρία ενός 40άρη.
Όποιος έχει πτυχία (ποδοσφαιρικά, ιατρικά, γενετικά κλπ), κοντεύει να τα σκίσει: ο Ζλάταν σπάει τα κοντέρ, σκοράρει με ανάποδα ψαλίδια, βγάζει 90λεπτα, πηδάει διεκδικώντας όλες τις κεφαλιές. Τον βλέπεις και ξεχνάς την ηλικία του, τον σοβαρό του τραυματισμό πριν μερικά χρόνια στην Αγγλία, τα χιλιόμετρα που έχει γράψει η «μηχανή». Είναι θέμα χαρακτήρα; Μα ο χαρακτήρας δεν σε κάνει να τρέχεις... Είναι θέμα εκγύμνασης; Σίγουρα παίζει ρόλο, μόνο που κι άλλοι στην ηλικία του γυμνάζονται το ίδιο σκληρά αλλά δεν κάνουν ούτε τα μισά πράγματα. Είναι θέμα... εξωγήινου DNA; Προσωπικά δεν θα το απέκλεια...Περισσότερο μου μοιάζει συνδυασμός όλων των παραπάνω: ένας άνθρωπος, σχεδόν υπεράνθρωπος, που ξέρει τόνους μπάλα, που βρίσκει ακόμα κίνητρο μέσα του να προσπαθεί να είναι στην κορυφή (και το οποίο προφανώς δεν έχει να κάνει με τα χρήματα), που φροντίζει το σώμα του σαν «Ναό», που θέλει να τον θαυμάζουν, που τρέφεται από τα πρωτοσέλιδα και την αποθέωση σαν βαμπίρ. Ένας «Μπέντζαμιν Μπάτον» που μικραίνει χρόνο με το χρόνο ή ακόμα καλύτερα ένας «Ντόριαν Γκρέι» που μένει για πάντα νέος, λες και έχει κάνει συμφωνία με το Διάβολο. Ή μπορεί και με τον Θεό.
Ή μπορεί απλά να είναι ένας αιώνιος έφηβος στην ψυχή, εκείνο το ψηλόλιγνο παλικαράκι που ξεκίνησε κάποτε να κλωτσάει το τόπι στη Σουηδία, εγκλωβισμένος σε ένα σώμα που (φυσιολογικά) μεγαλώνει και γερνάει. Αλλά εκείνος δεν το αποδέχεται, το καθυστερεί όσο μπορεί, βρίσκει τρόπο κάθε χρόνο να πάρει ακόμα μια μικρή παράταση, να δώσει μερικές ακόμα παραστάσεις, να βγάλει τη γλώσσα, να ποζάρει πανηγυρίζοντας μετά από ένα ακόμα γκολ, να πάθει μια ακόμα «κρίση μεγαλείου» κάνοντας δηλώσεις, να χαμογελάσει αυτάρεσκα διαβάζοντας διθυράμβους για την πάρτη του. Για πόσο ακόμα άραγε;
Πιθανότατα για όσο το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι, θα βρίσκεται πάνω από το τζάκι του.