Υπάρχουν δυο Ντιέγκο Μαραντόνα, σαν νόμισμα με δυο όψεις, σαν τη Σελήνη, με την πλευρά που βλέπουμε και την αθέατη πλευρά της: υπάρχει ο Ντιέγκο Μαραντόνα ο παιχταράς, για πολλούς ο καλύτερος ποδοσφαιριστήε που έπαιξε ποτέ μπάλα, το είδωλο, αυτός που πήρε τη Νάπολι από το χέρι και την οδήγησε στην κορυφή της Ιταλίας, αυτός που πήρε μια μετρίως μέτρια Εθνική Αργεντινής και την πήγε μέχρι την κορυφή του κόσμου, ο αντισυμβατικός, ο επαναστάτης, ο "αλήτης", αυτός που πέρασε ολόκληρη την ομάδα της Αγγλίας και σκόραρε.
Και υπάρχει και ο Ντιέγκο ο αλήτης (χωρίς ""), ο κοκάκιας, ο μέθυσος, ο (σχεδόν) τρελός, ο γραφικός που τον παίρνει ο ύπνος στις εξέδρες, αυτός με τα βίαια ξεσπάσματα, ο μύθος που αποκαθηλώθηκε, ο ντοπαρισμένος, ο άνθρωπος που έμπλεξε στα δίχτυα της Μαφίας. Ένας άνθρωπος, δυο πρόσωπα, 60 χρόνια ζωής, αλλά μοιάζει σαν να έχει ζήσει ήδη δυο - τρεις ζωές.
Διαλέγεις και παίρνεις ποιον από τους δυο Ντιέγκο προτιμάς - εγώ προσωπικά και τους "δυο Ντιέγκο" δεν τους θέλω. Τον έναν "κρατάω", τον έναν θέλω να θυμάμαι, τον στρουμπουλό τύπο με τη μπούκλα και το πονηρό βλέμα που έκανε πλάκα στο γήπεδο στους αντιπάλους του. Αυτόν με τα χοντρά μπούτια που μίλαγε της μπάλας, την πρόσταζε κι αυτή υπάκουε πειθήνια, αυτόν που γούσταρες να βλέπεις ακόμα και στο ζέσταμα, να κάνει τσαλίμια με τη μπάλα με λυμένα κορδόνια στο ρυθμό της μουσικής.
Ο Ντιέγκο με το "Χέρι του Θεού"
Τον Ντιέγκο με τα φαρμακερά φάουλ, τον Ντιέγκο που μπορούσε να ντριπλάρει αντίπαλο σε τηλεφωνικό θάλαμο έξι φορές, αυτόν με τη μπλούζα έξω από το σορτς (για να κρύβει τη μπάκα...) και τις κατεβασμένες κάλτσες. Αυτή την τυπάρα. Αυτή την παιχτάρα.
Τον "άλλον Ντιέγκο" προτιμώ να μην τον βλέπω, να κάνω πως δεν θυμάμαι τα καμώματά του. Δεν θέλω να έχω στα μάτια μου τη θλιβερή εικόνα ενός Μύθου που αυτο-γελοιοποιείται σε κάθε ευκαιρία, που τσακώνεται με τους δημοσιογράφους και τους παπαράτσι, με τα παιδιά του και τις πρώην του, που αναζητά τη χαμένη του νιότη σε εφήμερες σχέσεις με νεαρές καλλονές, που μια πέφτει στις καταχρήσεις και μια σηκώνεται, που μια παριστάσει τον προπονητή και μια τον παράγοντα, που μια στηρίζει το Μέσι και τη σημερινή φουρνιά του αργεντίνικου ποδοσφαίρου και μια τους περνάει γενέες δεκατέσσερις.
Δεν αξίζει όλο αυτό στην ιστορία του και σε όσα πρόσφερε στο ποδόσφαιρο να τον βλέπουμε σήμερα σε αυτά τα χάλια ή κάποιοι νεότεροι, που δεν τον έζησαν στα ντουζένια του και τον έμαθαν από κάτι βιντεάκια, να γελάνε με το κατάντημά του. Και δεν έχει να κάνει με το αν ένας μεγάλος αθλητής είναι "πρότυπο για τους νέους" - ποτέ δεν ήταν αυτό το θέμα και κανονικά ποτέ δεν θα έπρεπε να είναι αυτό το θέμα της συζήτησης. Ο καθένας επιλέγει για τον εαυτό του πώς θέλει να ζήσει, ούτε θα μας ρωτήσει, ούτε έχουμε λόγο στη ζωή του. Ο Ρονάλντο με τον Μέσι είναι δυο φοροφυγάδες, ο Τζορτζ Μπεστ ήταν ένας μέθυσος, ο Τζόρνταν είχε μπλέξει άσχημα με τον τζόγο, ο Καντονά έριξε κλωτσιά κουνγκ-φου σε οπαδό και το τελευταίο καρέ της ποδοσφαιρικής καριέρας του Ζιντάν ήταν η κουτουλιά στον Ματεράτσι. Ε, και; Μειώνει σε τίποτα την αξία τους; Τη διαδρομή τους; Την επιδραστικότητά τους στο ποδόσφαιρο και τον αθιλητισμό γενικότερα;
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ο "Ντιεγκίτο", ο "Πίμπε ντ'Όρο", κλείνει σήμερα τα 60 του χρόνια. Μακάρι να βρει τη γαλήνη του, την εσωτερική του ηρεμία, να βρει τα πράγματα που θα τον κάνουν ευτυχισμένο για το υπόλοιπο της ζωής του. Του εύχομαι μέσα από την καρδιά μου χρόνια πολλά και καλά για όλα τα υπέροχα πράγματα που μου έχει χαρίσει - σε μένα, στη δική μου γενιά που "μεγάλωσε" μαζί του, στο ποδόσφαιρο, στον κόσμο όλο. Έχει ζήσει ήδη, στα 60 του, δυο - τρεις ζωές, οπότε ίσως ήρθε η ώρα να ζήσει μια και καλή ζωή από δω και πέρα.